Πλησίασαν τα 1,8 τρισ. ευρώ τα δάνεια αρνητικού επιτοκίου στις ευρωπαϊκές τράπεζες, ξεπερνώντας το ΑΕΠ της Ιταλίας - Τι πήραν οι ελληνικές τράπεζες.
«Η νομισματική πολιτική στην Ευρώπη συνοψίζεται σε ένα στοιχείο: δίνουμε δωρεάν χρήμα στις τράπεζες», σχολίαζε πρόσφατα η αμερικανική οικονομική εφημερίδα Wall Street Journal και αυτό επιβεβαιώνεται από τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για τη ρευστότητα που έχει χορηγήσει στις τράπεζες της Ευρωζώνης με αρνητικό επιτόκιο: το ποσό πλησίασε τα 1,8 τρισεκατομμύρια ευρώ, αυξημένο σχεδόν κατά 37 δισ. ευρώ μέσα σε μια εβδομάδα!
Οι πιο μακροπρόθεσμες χορηγήσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ (το πρόγραμμα ονομάζεται TLTRO, γενικά, αλλά πήρε την ονομασία PELTRO, με τους ευνοϊκούς όρους που καθιερώθηκαν λόγω πανδημίας) αποτελούν το «πυρηνικό όπλο» της κεντρικής τράπεζας, προσφέροντας ρευστότητα που ξεπερνά κατά πολύ αυτήν που διοχετεύεται μέσα από τις αγορές κρατικών ομολόγων (ειδικό πρόγραμμα για την πανδημία, PEPP). Είναι χαρακτηριστικό ότι, πλέον, το ποσό που έχουν πάρει οι ευρωπαϊκές τράπεζες με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ ξεπερνά αρκετά το ΑΕΠ της Ιταλίας, τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας στην ευρωζώνη, ή αντιστοιχεί στο δεκαπλάσιο του ελληνικού ΑΕΠ.
Η ρευστότητα αυτή διατίθεται στις τράπεζες για να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με νέα δάνεια, ώστε να ξεπερασθεί η οικονομική κρίση της πανδημίας με τις λιγότερες δυνατές απώλειες για την πραγματική οικονομία. Ταυτόχρονα, όμως, πρόκειται για μια τεράστια επιδότηση κερδοφορίας στις τράπεζες από την ΕΚΤ, καθώς:
▪ Η μακροπρόθεσμη ρευστότητα χορηγείται αρχικά με αρνητικό επιτόκιο -0,25%, ίσο με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών από την ΕΚΤ.
▪ Όμως, όσες τράπεζες - δηλαδή σχεδόν όλες - καταφέρνουν όχι να αυξάνουν τις χορηγήσεις, αλλά απλώς να διατηρούν σταθερό το υπόλοιπο των δανείων (ως τα τέλη του 2021, σύμφωνα με τις τελευταίες αποφάσεις της ΕΚΤ) παίρνουν ένα «μπόνους», καθώς το αρνητικό επιτόκιο δανεισμού αυξάνεται στο -1%.
▪ Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες, θεωρητικά, μπορούν να παίρνουν τη ρευστότητα, να μην την αξιοποιούν στο ελάχιστο, αλλά να την επιστρέφουν ως κατάθεση στην ΕΚΤ και να εξασφαλίζουν μια απόδοση 0,75% σε περίοδο αρνητικών επιτοκίων για τα περισσότερα κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης. Δηλαδή, η ΕΚΤ χαρίζει στις τράπεζες ένα κέρδος της τάξεως των 13,5 δισ. ευρώ ετησίως, κατ' ελάχιστο, χωρίς να... κουνήσουν το δάκτυλό τους.
▪ Στην πραγματικότητα, οι τράπεζες βγάζουν αρκετά περισσότερα. Οι ελληνικές τράπεζες, για παράδειγμα, κάνουν τοποθετήσεις σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, με υψηλότερη απόδοση, ή χορηγούν «ασφαλή» δάνεια (με εγγύηση του Δημοσίου), που έχουν ακόμη μεγαλύτερο επιτόκιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσά που προσφέρει η ΕΚΤ είναι τεράστια σε σχέση με τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών της ευρωζώνης. Στην αρχική μορφή του ειδικού προγράμματος για την πανδημία, οι τράπεζες είχαν δικαίωμα να λάβουν δάνεια έως και 50% των χαρτοφυλακίων δανείων, ενώ με την αναθεώρηση που έγινε αυτό τον μήνα, το ποσοστό ανέβηκε στο 55%. Μάλιστα, όπως έγραψαν οι Financial Times, η αρχική πρόταση που συζητήθηκε στο συμβούλιο της ΕΚΤ ήταν ακόμη πιο γενναιόδωρη, με το ποσοστό να ανέρχεται στο 60%, αλλά εκδηλώθηκαν εσωτερικές αντιδράσεις τραπεζιτών και περιορίσθηκε στο 55%.
Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα PELTRO επεκτάθηκε και χρονικά από την ΕΚΤ, καθώς το συμβούλιο, όπως ανακοινώθηκε, «αποφάσισε να προσφέρει τέσσερις πρόσθετες έκτακτες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης λόγω πανδημίας (pandemic emergency longer-term refinancing operations - PELTRO) το 2021, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να αποτελούν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ενίσχυσης ρευστότητας». Δηλαδή, η στήριξη ρευστότητας που αποτελεί και επιδότηση κερδοφορίας θα τραβήξει τουλάχιστον ως τα τέλη του 2022, πολύ μετά τη λήξη της πανδημίας.
Τι πήραν οι ελληνικές τράπεζες
Όπως έγραψε πρόσφατα το Σin, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μετατρέψει σε επιδότηση της κερδοφορίας τους τα τεράστια ποσά δανείων με αρνητικό επιτόκιο που λαμβάνουν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και προορίζονταν να διευκολύνουν την αύξηση της χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών στη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού.
Τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (λογιστική κατάσταση Νοεμβρίου 2020) δείχνουν ότι η πρωτοφανούς ύψους ρευστότητα με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ που φθάνει στις ελληνικές τράπεζες έχει ξεπεράσει και τα 39 δισ. ευρώ.
Αν και συνολικά στην ευρωζώνη η ΕΚΤ έχει διαπιστώσει ότι οι τράπεζες λαμβάνουν αυτή τη ρευστότητα με βασικό κίνητρο την αύξηση της κερδοφορίας και όχι τη χορήγηση δανείων, στην Ελλάδα το πρόβλημα έχει ξεπεράσει κάθε όριο, αφού οι τράπεζες χορηγούν νέα δάνεια με το «σταγονόμετρο» και χρησιμοποιούν τη ρευστότητα σχεδόν αποκλειστικά για να τονώσουν την «αναιμική» κερδοφορία τους.
Το πρόβλημα έχει αρχίσει να απασχολεί έντονα και την Τράπεζα της Ελλάδος, όπως φάνηκε από την τοποθέτηση του διοικητή, Γιάννη Στουρνάρα, σε συζήτηση που οργάνωσε το ΙΟΒΕ. Όπως είπε, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι τράπεζες έχουν ενισχύσει τη ρευστότητά τους σχεδόν κατά 40 δισ. ευρώ, αλλά το συνολικό υπόλοιπο των δανείων μένει στα επίπεδα των 144 - 145 δισ. ευρώ. Η δανειοδότηση κατευθύνεται κυρίως σε μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ είναι κοντά στο μηδέν για τις μικρότερες και αρνητική για τα νοικοκυριά. Ο κ. Στουρνάρας απέδωσε αυτή την τακτική των τραπεζών στο γεγονός ότι αποφεύγουν να αναλάβουν κινδύνους, επειδή βαρύνονται με μεγάλου ύψους «κόκκινα» δάνεια, και τόνισε την ανάγκη να αντιμετωπισθεί ταχύτερα το πρόβλημα αυτό με την ίδρυση bad bank, σύμφωνα με τις προτάσεις της ΤτΕ.
Πηγή: sofokleousin.gr
Οι πιο μακροπρόθεσμες χορηγήσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ (το πρόγραμμα ονομάζεται TLTRO, γενικά, αλλά πήρε την ονομασία PELTRO, με τους ευνοϊκούς όρους που καθιερώθηκαν λόγω πανδημίας) αποτελούν το «πυρηνικό όπλο» της κεντρικής τράπεζας, προσφέροντας ρευστότητα που ξεπερνά κατά πολύ αυτήν που διοχετεύεται μέσα από τις αγορές κρατικών ομολόγων (ειδικό πρόγραμμα για την πανδημία, PEPP). Είναι χαρακτηριστικό ότι, πλέον, το ποσό που έχουν πάρει οι ευρωπαϊκές τράπεζες με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ ξεπερνά αρκετά το ΑΕΠ της Ιταλίας, τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας στην ευρωζώνη, ή αντιστοιχεί στο δεκαπλάσιο του ελληνικού ΑΕΠ.
Η ρευστότητα αυτή διατίθεται στις τράπεζες για να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με νέα δάνεια, ώστε να ξεπερασθεί η οικονομική κρίση της πανδημίας με τις λιγότερες δυνατές απώλειες για την πραγματική οικονομία. Ταυτόχρονα, όμως, πρόκειται για μια τεράστια επιδότηση κερδοφορίας στις τράπεζες από την ΕΚΤ, καθώς:
▪ Η μακροπρόθεσμη ρευστότητα χορηγείται αρχικά με αρνητικό επιτόκιο -0,25%, ίσο με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών από την ΕΚΤ.
▪ Όμως, όσες τράπεζες - δηλαδή σχεδόν όλες - καταφέρνουν όχι να αυξάνουν τις χορηγήσεις, αλλά απλώς να διατηρούν σταθερό το υπόλοιπο των δανείων (ως τα τέλη του 2021, σύμφωνα με τις τελευταίες αποφάσεις της ΕΚΤ) παίρνουν ένα «μπόνους», καθώς το αρνητικό επιτόκιο δανεισμού αυξάνεται στο -1%.
▪ Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες, θεωρητικά, μπορούν να παίρνουν τη ρευστότητα, να μην την αξιοποιούν στο ελάχιστο, αλλά να την επιστρέφουν ως κατάθεση στην ΕΚΤ και να εξασφαλίζουν μια απόδοση 0,75% σε περίοδο αρνητικών επιτοκίων για τα περισσότερα κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης. Δηλαδή, η ΕΚΤ χαρίζει στις τράπεζες ένα κέρδος της τάξεως των 13,5 δισ. ευρώ ετησίως, κατ' ελάχιστο, χωρίς να... κουνήσουν το δάκτυλό τους.
▪ Στην πραγματικότητα, οι τράπεζες βγάζουν αρκετά περισσότερα. Οι ελληνικές τράπεζες, για παράδειγμα, κάνουν τοποθετήσεις σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, με υψηλότερη απόδοση, ή χορηγούν «ασφαλή» δάνεια (με εγγύηση του Δημοσίου), που έχουν ακόμη μεγαλύτερο επιτόκιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσά που προσφέρει η ΕΚΤ είναι τεράστια σε σχέση με τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών της ευρωζώνης. Στην αρχική μορφή του ειδικού προγράμματος για την πανδημία, οι τράπεζες είχαν δικαίωμα να λάβουν δάνεια έως και 50% των χαρτοφυλακίων δανείων, ενώ με την αναθεώρηση που έγινε αυτό τον μήνα, το ποσοστό ανέβηκε στο 55%. Μάλιστα, όπως έγραψαν οι Financial Times, η αρχική πρόταση που συζητήθηκε στο συμβούλιο της ΕΚΤ ήταν ακόμη πιο γενναιόδωρη, με το ποσοστό να ανέρχεται στο 60%, αλλά εκδηλώθηκαν εσωτερικές αντιδράσεις τραπεζιτών και περιορίσθηκε στο 55%.
Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα PELTRO επεκτάθηκε και χρονικά από την ΕΚΤ, καθώς το συμβούλιο, όπως ανακοινώθηκε, «αποφάσισε να προσφέρει τέσσερις πρόσθετες έκτακτες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης λόγω πανδημίας (pandemic emergency longer-term refinancing operations - PELTRO) το 2021, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να αποτελούν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ενίσχυσης ρευστότητας». Δηλαδή, η στήριξη ρευστότητας που αποτελεί και επιδότηση κερδοφορίας θα τραβήξει τουλάχιστον ως τα τέλη του 2022, πολύ μετά τη λήξη της πανδημίας.
Τι πήραν οι ελληνικές τράπεζες
Όπως έγραψε πρόσφατα το Σin, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μετατρέψει σε επιδότηση της κερδοφορίας τους τα τεράστια ποσά δανείων με αρνητικό επιτόκιο που λαμβάνουν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και προορίζονταν να διευκολύνουν την αύξηση της χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών στη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού.
Τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (λογιστική κατάσταση Νοεμβρίου 2020) δείχνουν ότι η πρωτοφανούς ύψους ρευστότητα με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ που φθάνει στις ελληνικές τράπεζες έχει ξεπεράσει και τα 39 δισ. ευρώ.
Αν και συνολικά στην ευρωζώνη η ΕΚΤ έχει διαπιστώσει ότι οι τράπεζες λαμβάνουν αυτή τη ρευστότητα με βασικό κίνητρο την αύξηση της κερδοφορίας και όχι τη χορήγηση δανείων, στην Ελλάδα το πρόβλημα έχει ξεπεράσει κάθε όριο, αφού οι τράπεζες χορηγούν νέα δάνεια με το «σταγονόμετρο» και χρησιμοποιούν τη ρευστότητα σχεδόν αποκλειστικά για να τονώσουν την «αναιμική» κερδοφορία τους.
Το πρόβλημα έχει αρχίσει να απασχολεί έντονα και την Τράπεζα της Ελλάδος, όπως φάνηκε από την τοποθέτηση του διοικητή, Γιάννη Στουρνάρα, σε συζήτηση που οργάνωσε το ΙΟΒΕ. Όπως είπε, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι τράπεζες έχουν ενισχύσει τη ρευστότητά τους σχεδόν κατά 40 δισ. ευρώ, αλλά το συνολικό υπόλοιπο των δανείων μένει στα επίπεδα των 144 - 145 δισ. ευρώ. Η δανειοδότηση κατευθύνεται κυρίως σε μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ είναι κοντά στο μηδέν για τις μικρότερες και αρνητική για τα νοικοκυριά. Ο κ. Στουρνάρας απέδωσε αυτή την τακτική των τραπεζών στο γεγονός ότι αποφεύγουν να αναλάβουν κινδύνους, επειδή βαρύνονται με μεγάλου ύψους «κόκκινα» δάνεια, και τόνισε την ανάγκη να αντιμετωπισθεί ταχύτερα το πρόβλημα αυτό με την ίδρυση bad bank, σύμφωνα με τις προτάσεις της ΤτΕ.
Πηγή: sofokleousin.gr
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω