Άρθρο του Συμβούλου Κοινότητας Αλεξανδρούπολης Δημήτρη Μερκούρη με θέμα την ανάπτυξη του Νομού Έβρου.
Η ανάπτυξη του Έβρου πρέπει να είναι υπόθεση ύψιστης εθνικής προτεραιότητας. Στη βασική αυτή διαπίστωση συγκλίνουν όλες οι έρευνες και αναλύσεις, που ξεκινούν από τον 19ο αιώνα - με την απόφαση να συσταθεί η πόλη του Δεδέαγατς και να λειτουργήσει ως σημαντικός σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας - και φτάνουν έως τις μέρες μας με τη συγκρότηση της Διακομματικής Επιτροπής για την Ανάπτυξη της Θράκης.
Ωστόσο, οι προθέσεις δεν αρκούν, αφού και στο παρελθόν είχε συσταθεί ανάλογη διακομματική επιτροπή για την ανάπτυξη της Θράκης η οποία στις 14/02/1992 δημοσιοποίησε τα βασικά στοιχεία του Σχεδίου Δράσης. Οι μετέπειτα προσπάθειες που επιχειρήθηκαν, καθότι ανεπαρκείς και ασυντόνιστες, δεν είχαν συνοχή και αποτελεσματικότητα, με συνέπεια να είναι σχετικά ασήμαντες σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος.
Την εποχή εκείνη (1992) το θέμα απασχόλησε και μια ομάδα καθηγητών - μέλος της οποίας ήταν και ο Ξενοφών Ζολώτας, ένας από τους εποπτεύοντες καθηγητές - οι οποίοι προσέγγισαν το θέμα διεπιστημονικά. Τα συμπεράσματα της έρευνας τους, που εμπεριέχουν και τα βασικά σημεία - προβλήματα ανάπτυξης, μπορούν να ομαδοποιηθούν συνδυαστικά στις ακόλουθες κατηγορίες:
Επομένως, καμία προσπάθεια ανάπτυξης δεν μπορεί να θεωρηθεί μακροπρόθεσμα αποτελεσματική, εάν δε διαμορφωθούν οι κατάλληλες τοπικές συνθήκες και, αν δεν αντιμετωπιστούν τα αίτια που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη του νομού. Όσες επιτροπές και αν συσταθούν, αν δεν υπάρχει πολιτική βούληση στην πράξη και, αν δεν απαλειφθεί από το Αθηναϊκό κράτος η λέξη «μεθόριος», ο Έβρος θα παραμένει λιγότερο ανεπτυγμένος σε σχέση με τους υπόλοιπους νομούς της Ελλάδας και θα διατηρεί τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά μιας ιδιόρρυθμης και εύθραυστης «μεθοριακής» οικονομίας. Θα παραμένει δηλαδή, η πλέον αραιοκατοικημένη περιοχή της χώρας, απομονωμένη και αποκομμένη από την οικονομική δραστηριότητα της ενδοχώρας. Θα βρίσκεται μονίμως υπό την «σκιά αβεβαιότητας», παρά τη σημαντική γεωστρατηγική του θέση και τους πλούσιους φυσικούς του πόρους.
Σήμερα καλούμαστε να ανατρέψουμε τους παράγοντες αυτούς που επέδρασαν ανασταλτικά στην ανάπτυξή του. Είναι ώρα να αντιληφθούμε ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και τα μειονεκτήματα μιας άλλης εποχής σήμερα μπορούν να μετατραπούν σε πλεονεκτήματα για το Νομό. Άλλωστε ο κίνδυνος εξ ανατολάς δεν αφορά μόνο το Νομό Έβρου, αλλά το σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Επίσης, μια «πολεμική σύρραξη» με τη γείτονα χώρα, η οποία πράγματι έχει αναθεωρητικές προθέσεις - Συνθήκη Λοζάνης -, φαντάζει περισσότερο σαν ένα ουτοπικό όνειρο παρά κάτι που μπορεί πραγματικά να συμβεί. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας γνωρίζει ότι η Ελλάδα διαθέτει πολεμική ισχύ, η οποία μπορεί να βλάψει την γείτονα χώρα ανεπανόρθωτα. Σε ό,τι αφορά στη Βουλγαρία, δεν υφίσταται πλέον το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Είναι χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει εδραιωθεί ένα κλίμα πολιτικής φιλίας μεταξύ των χωρών, το οποίο καλλιεργήθηκε από το 1970, όταν η Βουλγαρία έδωσε έμπρακτα δείγματα ευμενούς ουδετερότητας κατά την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με τη μονομερή απόφαση της να αποσύρει τα στρατεύματα προκάλυψης σε μεγάλο βάθος από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Σήμερα ο μείζων κίνδυνος δεν είναι η Τουρκία, αλλά η διαγραφόμενη τάση «φυγής» των ανθρώπων και των κεφαλαίων εκτός της περιοχής. Αν εμείς επιτρέψουμε να παγιωθεί αυτή η εντύπωση εγκατάλειψης και ανασφάλειας, ο Έβρος κινδυνεύει με οικονομική κατάρρευση και δημογραφική αλλοίωση, συνέπειες καταστροφικές για τον νομό.
Επομένως, πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε θεατές και να θεωρούμε ότι η ανάπτυξη του Έβρου θα έρθει με τη διαμετακόμιση περιστασιακού πολεμικού υλικού ή με τις ιδιωτικές επενδύσεις επεξεργασίας φυσικού αερίου. Ο ρόλος μας είναι να διαμορφώσουμε τις πολιτικές και να αναδείξουμε τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα της περιοχής και τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο Έβρος και η Αλεξανδρούπολη ως «διέξοδος» των χωρών της ανατολικής βαλκανικής και της δυτικής παρευξείνιας ζώνης προς την Μεσόγειο.
«Εντύπωση» μου προκάλεσε το γεγονός ότι, ενώ πραγματοποιήθηκε μια μεγαλειώδης κινητοποίηση για το κέντρο φύλαξης λαθρομεταναστών, κανείς δε μίλησε για το ξεπούλημα του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης ή τη χρόνια υπολειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου. Δύο υποδομές οι οποίες καθόρισαν την ίδρυση της Αλεξανδρούπολης και σήμερα είναι οι δύο από τις τέσσερις βασικές, που μπορούν να στηρίξουν την εξωστρέφεια και την ανάπτυξη της περιοχής.
Αν παραμείνουμε θεατές και περιμένουμε να μας αναπτύξει η οποιαδήποτε επιτροπή και ο οποιοσδήποτε (…), η δεκαετία του 1950-1960 δεν είναι μακριά.;
Μερκούρης Δημήτρης
Σύμβουλος Δημοτικής Κοινότητας Αλεξανδρούπολης
Ωστόσο, οι προθέσεις δεν αρκούν, αφού και στο παρελθόν είχε συσταθεί ανάλογη διακομματική επιτροπή για την ανάπτυξη της Θράκης η οποία στις 14/02/1992 δημοσιοποίησε τα βασικά στοιχεία του Σχεδίου Δράσης. Οι μετέπειτα προσπάθειες που επιχειρήθηκαν, καθότι ανεπαρκείς και ασυντόνιστες, δεν είχαν συνοχή και αποτελεσματικότητα, με συνέπεια να είναι σχετικά ασήμαντες σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος.
Την εποχή εκείνη (1992) το θέμα απασχόλησε και μια ομάδα καθηγητών - μέλος της οποίας ήταν και ο Ξενοφών Ζολώτας, ένας από τους εποπτεύοντες καθηγητές - οι οποίοι προσέγγισαν το θέμα διεπιστημονικά. Τα συμπεράσματα της έρευνας τους, που εμπεριέχουν και τα βασικά σημεία - προβλήματα ανάπτυξης, μπορούν να ομαδοποιηθούν συνδυαστικά στις ακόλουθες κατηγορίες:
- Τη μεταπολεμική περίοδο μείζων ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη του Έβρου ήταν το φαινόμενο της υπερανάπτυξης του άξονα Αθήνας - Θεσσαλονίκης, με συγκέντρωση ανθρώπων και κεφαλαίων γύρω από αυτόν τον άξονα.
- Το αίσθημα της «ιστορικής απειλής», όπως το αντιλαμβάνεται η κάθε θρησκευτική κοινότητα, η οποία αντανακλάται τόσο στην οικονομική, όσο και στη δημογραφική συμπεριφορά.
- Τα χαρακτηριστικά του τοπικού πληθυσμού (ποσοτικά ανεπαρκής και ποιοτικά ανομοιογενής).
- Κλειστή και απομονωμένη οικονομική δραστηριότητα.
- Η γεωγραφική απομόνωση της περιοχής ως «μεθοριακή νησίδα» η οποία δεν οφείλεται στη φυσική της γεωγραφία, αλλά στη δυναμική των εθνικών και διεθνών γεωπολιτικών σχηματισμών.
Επομένως, καμία προσπάθεια ανάπτυξης δεν μπορεί να θεωρηθεί μακροπρόθεσμα αποτελεσματική, εάν δε διαμορφωθούν οι κατάλληλες τοπικές συνθήκες και, αν δεν αντιμετωπιστούν τα αίτια που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη του νομού. Όσες επιτροπές και αν συσταθούν, αν δεν υπάρχει πολιτική βούληση στην πράξη και, αν δεν απαλειφθεί από το Αθηναϊκό κράτος η λέξη «μεθόριος», ο Έβρος θα παραμένει λιγότερο ανεπτυγμένος σε σχέση με τους υπόλοιπους νομούς της Ελλάδας και θα διατηρεί τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά μιας ιδιόρρυθμης και εύθραυστης «μεθοριακής» οικονομίας. Θα παραμένει δηλαδή, η πλέον αραιοκατοικημένη περιοχή της χώρας, απομονωμένη και αποκομμένη από την οικονομική δραστηριότητα της ενδοχώρας. Θα βρίσκεται μονίμως υπό την «σκιά αβεβαιότητας», παρά τη σημαντική γεωστρατηγική του θέση και τους πλούσιους φυσικούς του πόρους.
Σήμερα καλούμαστε να ανατρέψουμε τους παράγοντες αυτούς που επέδρασαν ανασταλτικά στην ανάπτυξή του. Είναι ώρα να αντιληφθούμε ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και τα μειονεκτήματα μιας άλλης εποχής σήμερα μπορούν να μετατραπούν σε πλεονεκτήματα για το Νομό. Άλλωστε ο κίνδυνος εξ ανατολάς δεν αφορά μόνο το Νομό Έβρου, αλλά το σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Επίσης, μια «πολεμική σύρραξη» με τη γείτονα χώρα, η οποία πράγματι έχει αναθεωρητικές προθέσεις - Συνθήκη Λοζάνης -, φαντάζει περισσότερο σαν ένα ουτοπικό όνειρο παρά κάτι που μπορεί πραγματικά να συμβεί. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας γνωρίζει ότι η Ελλάδα διαθέτει πολεμική ισχύ, η οποία μπορεί να βλάψει την γείτονα χώρα ανεπανόρθωτα. Σε ό,τι αφορά στη Βουλγαρία, δεν υφίσταται πλέον το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Είναι χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει εδραιωθεί ένα κλίμα πολιτικής φιλίας μεταξύ των χωρών, το οποίο καλλιεργήθηκε από το 1970, όταν η Βουλγαρία έδωσε έμπρακτα δείγματα ευμενούς ουδετερότητας κατά την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με τη μονομερή απόφαση της να αποσύρει τα στρατεύματα προκάλυψης σε μεγάλο βάθος από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Σήμερα ο μείζων κίνδυνος δεν είναι η Τουρκία, αλλά η διαγραφόμενη τάση «φυγής» των ανθρώπων και των κεφαλαίων εκτός της περιοχής. Αν εμείς επιτρέψουμε να παγιωθεί αυτή η εντύπωση εγκατάλειψης και ανασφάλειας, ο Έβρος κινδυνεύει με οικονομική κατάρρευση και δημογραφική αλλοίωση, συνέπειες καταστροφικές για τον νομό.
Επομένως, πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε θεατές και να θεωρούμε ότι η ανάπτυξη του Έβρου θα έρθει με τη διαμετακόμιση περιστασιακού πολεμικού υλικού ή με τις ιδιωτικές επενδύσεις επεξεργασίας φυσικού αερίου. Ο ρόλος μας είναι να διαμορφώσουμε τις πολιτικές και να αναδείξουμε τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα της περιοχής και τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο Έβρος και η Αλεξανδρούπολη ως «διέξοδος» των χωρών της ανατολικής βαλκανικής και της δυτικής παρευξείνιας ζώνης προς την Μεσόγειο.
«Εντύπωση» μου προκάλεσε το γεγονός ότι, ενώ πραγματοποιήθηκε μια μεγαλειώδης κινητοποίηση για το κέντρο φύλαξης λαθρομεταναστών, κανείς δε μίλησε για το ξεπούλημα του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης ή τη χρόνια υπολειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου. Δύο υποδομές οι οποίες καθόρισαν την ίδρυση της Αλεξανδρούπολης και σήμερα είναι οι δύο από τις τέσσερις βασικές, που μπορούν να στηρίξουν την εξωστρέφεια και την ανάπτυξη της περιοχής.
Αν παραμείνουμε θεατές και περιμένουμε να μας αναπτύξει η οποιαδήποτε επιτροπή και ο οποιοσδήποτε (…), η δεκαετία του 1950-1960 δεν είναι μακριά.;
Μερκούρης Δημήτρης
Σύμβουλος Δημοτικής Κοινότητας Αλεξανδρούπολης
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω