24 Φεβρουαρίου 1821, η Φιλική Εταιρεία κηρύσσει την έναρξη της Επανάστασης. Η προσφορά της Κορνοφωλιάς στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821.
του Σταμάτη Γκατζίδη, συντ. εκπαιδευτικού
Η συμπλήρωση των 200 χρόνων από την έναρξη της επανάστασης του 1821 αποτελεί για όλους μας, μια καλή ευκαιρία να ασχοληθούμε λίγο καλύτερα με την ιστορία μας, να αναδείξουμε και να τιμήσουμε γεγονότα και πρόσωπα της περιοχής μας, που πρωταγωνίστησαν στον αγώνα αυτό. Η πρώτη περιορισμένη σε έκταση κρατική υπόσταση, έδωσε τη δυνατότητα στους ιστορικούς της εποχής, να καταγράψουν και να φωτίσουν καλύτερα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν από το Σπερχειό και κάτω. Αντίθετα είχε πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες να καταγραφεί η ιστορία στις περιοχές που απελευθερώθηκαν με καθυστέρηση 100 χρόνων.
Από την αρχή λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε για το πότε ξεκίνησε η επανάσταση. Στα σχολικά βιβλία η έναρξη ταυτίζεται με την 25η Μάρτη συνοδευόμενη με το γνωστό θρύλο της ορκωμοσίας των επαναστατημένων Ελλήνων από τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό. Ακόμα την ημέρα της έναρξης διεκδικούν η Καλαμάτα, η Μάνη, ίσως και άλλες περιοχές. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Η επανάσταση προετοιμάστηκε για 6 ολόκληρα χρόνια από τη Φιλική Εταιρεία και ξεκίνησε 24 Φεβρουαρίου του 1821 από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όταν ο αρχηγός της Αλέξανδρος Υψηλάντης έδωσε στη δημοσιότητα τη γνωστή διακήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η ώρα ήλθε ώ άνδρες Έλληνες».
Στη Φιλική Εταιρεία, που ξεκίνησε από την Οδησσό, μυήθηκαν πολύ Θρακιώτες. Στην Κωνσταντινούπολη, Αδριανούπολη, Φιλιππούπολη, Οδησσό, Αίνο, στη Μολδοβλαχία, ήταν περιοχές που είχε ισχυρούς πυρήνες και έντονη δράση η Φιλική Εταιρεία. Το μήνυμά της έφτασε και στην Κορνοφωλιά, ένα ζωντανό χωριό στον κεντρικό Έβρο, με έντονη την παράδοση στα γράμματα.
Ο Κορνοφωλιώτης οπλαρχηγός Θανάσης Καράμπελιας μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, πιθανώς από τον Ιωάννη Φαρμάκη το 1818 και αυτός μαζί με τον επίσης Κορνοφωλιώτη Γιαννακούδη - Καρκατσιάνη, κάτω από τη μύτη των κατακτητών, με λημέρι τη Γκύμπραινα, έκαναν όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες και περίμεναν το σύνθημα της έναρξης του Αγώνα.
Έτσι όταν στις 24 Φλεβάρη 1821 δόθηκε το σύνθημα με τη γνωστή διακήρυξη του Υψηλάντη, ο Καράμπελιας και ο Γιαννακούδης συγκέντρωσαν 1500 περίπου εθελοντές από την Κορνοφωλιά, το Σουφλί και τη γύρω περιοχή, τους όπλισαν και ξεκίνησαν για τις παραδουνάβιες περιοχές. Αφού διέσχισαν τη Βουλγαρία, πέρασαν στη Ρουμανία και ενσωματώθηκαν στο στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Πήραν μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις και διακρίθηκαν για τον ηρωισμό τους. Αυτό εκτιμήθηκε και μια ομάδα από αυτούς μαζί με τον Καράμπελια ανέλαβαν την προσωπική ασφάλεια του Αρχηγού.
Οι εξελίξεις όμως δεν πήγαν καλά. Από τη μια η απόφαση του Τσάρου να επιτρέψει τα οθωμανικά στρατεύματα να περάσουν στις παραδουνάβιες περιοχές και από την άλλη ο αφορισμός της Φιλικής Εταιρείας, του Υψηλάντη και του Μιχαήλ Σούτσου ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, στο οποίο οι δύο αγωνιστές αποκαλούνται «απονενοημένοι, αλαζόνες, δοξομανείς, ματαιόφρονες, ψευδολόγοι κτλ» προκάλεσαν μεγάλες δυσκολίες στον αγώνα.
Καθοριστική και καταστροφική ήταν η μάχη στο Δραγατσάνι τον Ιούνιο του 1821. Κινδύνεψε ακόμα και η ίδια η ζωή του Υψηλάντη. Κατάφερε όμως η προσωπική του φρουρά με τον Θανάση Καράμπελια να τον φυγαδεύσουν στην Αυστρία. Θα ήταν πολύ άσχημες οι εξελίξεις αν η Πύλη κατάφερνε να συλλάβει τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας.
Τα γεγονότα όμως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες πυροδότησαν την εξέγερση των Ελλήνων σε πολλές ηπειρωτικές και νησιώτικες περιοχές, όπου και οι συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές μιας και βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος μεταξύ του Σουλτάνου Μαχμούντ Β΄ και του Αλή Πασά των Ιωαννίνων.
Μετά τη φυγάδευση του Υψηλάντη, ο Καράμπελιας με τα ελάχιστα παλληκάρια που του είχαν απομείνει, ξεκίνησε να κατεβεί προς το νότο, για να συνεχίσει τον αγώνα σε άλλες επαναστατημένες περιοχές. Στα βουνά όμως της Ροδόπης προδόθηκε, έπεσε σε παγίδα, τραυματίστηκε και τελικά συνελήφθη αιχμάλωτος και αλυσοδεμένος μεταφέρθηκε στην Αδριανούπολη, όπου και απαγχονίστηκε.
Ο θρύλος λέει ότι όταν το απόσπασμα που τον οδηγούσε στην Αδριανούπολη περνούσε από την Κορνοφωλιά, ζήτησε από τον Τούρκο Διοικητή να μην τον περάσει μέσα από το χωριό, γιατί δεν ήθελε να τον δουν οι συγχωριανοί του στην κατάσταση που ήταν.
Ο συνεργάτης του Γιαννακούδης είχε καλύτερη τύχη. Κατάφερε να φτάσει στη νότια Ελλάδα, κρύφτηκε σε Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα και όταν τελείωσε ο πόλεμος επέστρεψε στο χωριό φορώντας Σαρακατσάνικη φορεσιά, γι΄ αυτό του κόλλησαν το παρατσούκλι «Καρκατσιάνης» και ξανάσμιξε με την οικογένειά του. Απόγονοί του υπάρχουν ακόμα και σήμερα στο χωριό.
Από την Κορνοφωλιά καταγόταν και ο αγωνιστής Δημητράκης Μπατζόκογλου ή Λογοθέτης, ο οποίος συμμετείχε στο μεγάλο αγώνα και το 1832 παρασημοφορήθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση του Αυγουστίνου Καποδίστρια, αδερφού του πρώτου κυβερνήτη.
Σήμερα υποχρέωση όλων μας, αξιοποιώντας τον γιορτασμό των 200 χρόνων, είναι να αναδείξουμε και να τιμήσουμε την προσφορά της Κορνοφωλιάς στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821.
Οι νεότερες γενιές των Κορνοφωλιωτών συνέχισαν στο ανυπότακτο πνεύμα του Θανάση Καράμπελια. Συνέχισαν να αγωνίζονται για την ελευθερία και την πρόοδο. Δυνατό ήταν το παρόν τους στους Βαλκανικούς αγώνες και το πλήρωσαν με το αίμα τους. Πρωτοστάτησαν στους κοινωνικούς αγώνες του μεσοπολέμου. Στην πρώτη γραμμή και στην μεγαλύτερη εργατο-αγροτική απεργία του Έβρου τον Ιούνη του 1936, όπου 10.000 αγρότες κουκουλαπαραγωγοί, μεταξεργάτριες και μαγαζάτορες του Σουφλίου κατέλαβαν για δέκα μέρες την κεντρική πλατεία του Σουφλίου με το σύνθημα - αίτημα «ικατό ή θάνατους».
Και αργότερα στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του '40 τα λημέρια του καπετάν Θανάση Καράμπελια στη Γκύμπραινα είχαν σαν ορμητήριο οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του Δ.Σ.Ε. ενάντια στους Ναζί κατακτητές και στον αγώνα για ένα καλύτερο κόσμο.
Κλείνοντας το παρόν σημείωμα να επισημάνω ότι ο Θανάσης Καράμπελιας έγινε θρύλος. Ο χαμός του έγινε τραγούδι με τη γνωστή κορνοφωλιώτικη τοπική διάλεκτο της εποχής:
Ποιος ίδγει ήλιου του βραδύ κι άστρι του μεσημέρι
Ποιος ιδγει τον Καραμπελιά τον καπετάν Θανάση;
Η μάνα τ΄ απου κάθονταν σι ένα σταυροδρόμι
κι όσοι διαβάτις κι αν πιρνούν ούλνους τους ρουτούσι:
«Διαβάτις πούθι έρχιστι, μην ίγδιτι του γιο μου,
τουν γιο μου τουν Καράμπελια, τον ξακουστό Θανάση;».
Ένας της λέει δεν ίδγιαμι, άλλους της λέει δεν ξέρου,
Κι ου τρίτους ου μικρότερος της λέει την αλήθεια:
«Αλήθεια μεις τουν ίδγιαμι να είνι λαβουμένους.
Τουν τσάκουσαν, τουν έδισαν κι μι κλεισμένα μάτια.
Μιρόνυχτα σαράντα, τουν παν, τουν λουγιουρνούσαν,
Τα πισου - μπρος, δεξά ζερβά, σι τρύπις, καταράχια.
Τώρ’ απ’ την στράτα την καλή στην Ιντιρνέ τουν πάνι.
Χίλιοι πααίνουν που μπρουστά τ΄, χίλιοι πααίνουν πίσου τ’,
Τουν παν να τουν κριμάσουν δίπλα στου Χατζηγιώργη».
Κατόπ πααίν κι η μάνα του σα φύλλου μαραμένη,
Σαν φύλλου σαν τριαντάφυλλου, για να τουν παραστέκει.
Στη μεσ’ πααίν Καράμπιλιας ου καπιτάν Θανάσης,
Μι αλυσίδις στου λιμό, στα χέρια, στα πουδάρια τ΄,
Μι γιώματα στου μέτουπου, λαβουματιά στα στήθια τ΄,
Άφουβους κι πιρήφανος, έμοιαζι σαν αγρόλκους.
Σαν ίδγι τη μανούλα του άρχισι να τη λέει:
«σύρι μανα μ’ μπρουστά - μπρουστά να τους παρακαλέσεις
να μην μι παν απ’ του χουριό, ούτ΄ απ΄ του έρμου Κάστρου
μον να μι παν απού τα βνα, ψηλά τα κουρφουβούνια,
γιατ’ έχ ουχτρούς απ’ χαίρουντι κι φίλους απ΄ λυπούνται».
Στη στράτα που τουν πάαιναν, στη στράτα π΄ τουν πααίνουν,
αρχίνισι να τραγουδάει, να τραγουδάει να λέει:
«Μουστάκι μου μαυριδερό κι φρύδια μου γραμμένα,
Δεν μου πρίπαν τα σίδηρα κι αλυσίδα στο λιμό μου,
Μον μου πριπι να κάθουμι στις Γκύμπραινας τα λημέρια,
Να χουν αρνιά να ψένουντι, πιρδίκια σουγλισμένα».
Πηγές από τα βιβλία:
Η συμπλήρωση των 200 χρόνων από την έναρξη της επανάστασης του 1821 αποτελεί για όλους μας, μια καλή ευκαιρία να ασχοληθούμε λίγο καλύτερα με την ιστορία μας, να αναδείξουμε και να τιμήσουμε γεγονότα και πρόσωπα της περιοχής μας, που πρωταγωνίστησαν στον αγώνα αυτό. Η πρώτη περιορισμένη σε έκταση κρατική υπόσταση, έδωσε τη δυνατότητα στους ιστορικούς της εποχής, να καταγράψουν και να φωτίσουν καλύτερα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν από το Σπερχειό και κάτω. Αντίθετα είχε πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες να καταγραφεί η ιστορία στις περιοχές που απελευθερώθηκαν με καθυστέρηση 100 χρόνων.
Από την αρχή λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε για το πότε ξεκίνησε η επανάσταση. Στα σχολικά βιβλία η έναρξη ταυτίζεται με την 25η Μάρτη συνοδευόμενη με το γνωστό θρύλο της ορκωμοσίας των επαναστατημένων Ελλήνων από τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό. Ακόμα την ημέρα της έναρξης διεκδικούν η Καλαμάτα, η Μάνη, ίσως και άλλες περιοχές. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Η επανάσταση προετοιμάστηκε για 6 ολόκληρα χρόνια από τη Φιλική Εταιρεία και ξεκίνησε 24 Φεβρουαρίου του 1821 από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όταν ο αρχηγός της Αλέξανδρος Υψηλάντης έδωσε στη δημοσιότητα τη γνωστή διακήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η ώρα ήλθε ώ άνδρες Έλληνες».
Στη Φιλική Εταιρεία, που ξεκίνησε από την Οδησσό, μυήθηκαν πολύ Θρακιώτες. Στην Κωνσταντινούπολη, Αδριανούπολη, Φιλιππούπολη, Οδησσό, Αίνο, στη Μολδοβλαχία, ήταν περιοχές που είχε ισχυρούς πυρήνες και έντονη δράση η Φιλική Εταιρεία. Το μήνυμά της έφτασε και στην Κορνοφωλιά, ένα ζωντανό χωριό στον κεντρικό Έβρο, με έντονη την παράδοση στα γράμματα.
Ο Κορνοφωλιώτης οπλαρχηγός Θανάσης Καράμπελιας μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, πιθανώς από τον Ιωάννη Φαρμάκη το 1818 και αυτός μαζί με τον επίσης Κορνοφωλιώτη Γιαννακούδη - Καρκατσιάνη, κάτω από τη μύτη των κατακτητών, με λημέρι τη Γκύμπραινα, έκαναν όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες και περίμεναν το σύνθημα της έναρξης του Αγώνα.
Έτσι όταν στις 24 Φλεβάρη 1821 δόθηκε το σύνθημα με τη γνωστή διακήρυξη του Υψηλάντη, ο Καράμπελιας και ο Γιαννακούδης συγκέντρωσαν 1500 περίπου εθελοντές από την Κορνοφωλιά, το Σουφλί και τη γύρω περιοχή, τους όπλισαν και ξεκίνησαν για τις παραδουνάβιες περιοχές. Αφού διέσχισαν τη Βουλγαρία, πέρασαν στη Ρουμανία και ενσωματώθηκαν στο στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Πήραν μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις και διακρίθηκαν για τον ηρωισμό τους. Αυτό εκτιμήθηκε και μια ομάδα από αυτούς μαζί με τον Καράμπελια ανέλαβαν την προσωπική ασφάλεια του Αρχηγού.
Οι εξελίξεις όμως δεν πήγαν καλά. Από τη μια η απόφαση του Τσάρου να επιτρέψει τα οθωμανικά στρατεύματα να περάσουν στις παραδουνάβιες περιοχές και από την άλλη ο αφορισμός της Φιλικής Εταιρείας, του Υψηλάντη και του Μιχαήλ Σούτσου ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, στο οποίο οι δύο αγωνιστές αποκαλούνται «απονενοημένοι, αλαζόνες, δοξομανείς, ματαιόφρονες, ψευδολόγοι κτλ» προκάλεσαν μεγάλες δυσκολίες στον αγώνα.
Καθοριστική και καταστροφική ήταν η μάχη στο Δραγατσάνι τον Ιούνιο του 1821. Κινδύνεψε ακόμα και η ίδια η ζωή του Υψηλάντη. Κατάφερε όμως η προσωπική του φρουρά με τον Θανάση Καράμπελια να τον φυγαδεύσουν στην Αυστρία. Θα ήταν πολύ άσχημες οι εξελίξεις αν η Πύλη κατάφερνε να συλλάβει τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας.
Τα γεγονότα όμως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες πυροδότησαν την εξέγερση των Ελλήνων σε πολλές ηπειρωτικές και νησιώτικες περιοχές, όπου και οι συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές μιας και βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος μεταξύ του Σουλτάνου Μαχμούντ Β΄ και του Αλή Πασά των Ιωαννίνων.
Μετά τη φυγάδευση του Υψηλάντη, ο Καράμπελιας με τα ελάχιστα παλληκάρια που του είχαν απομείνει, ξεκίνησε να κατεβεί προς το νότο, για να συνεχίσει τον αγώνα σε άλλες επαναστατημένες περιοχές. Στα βουνά όμως της Ροδόπης προδόθηκε, έπεσε σε παγίδα, τραυματίστηκε και τελικά συνελήφθη αιχμάλωτος και αλυσοδεμένος μεταφέρθηκε στην Αδριανούπολη, όπου και απαγχονίστηκε.
Ο θρύλος λέει ότι όταν το απόσπασμα που τον οδηγούσε στην Αδριανούπολη περνούσε από την Κορνοφωλιά, ζήτησε από τον Τούρκο Διοικητή να μην τον περάσει μέσα από το χωριό, γιατί δεν ήθελε να τον δουν οι συγχωριανοί του στην κατάσταση που ήταν.
Ο συνεργάτης του Γιαννακούδης είχε καλύτερη τύχη. Κατάφερε να φτάσει στη νότια Ελλάδα, κρύφτηκε σε Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα και όταν τελείωσε ο πόλεμος επέστρεψε στο χωριό φορώντας Σαρακατσάνικη φορεσιά, γι΄ αυτό του κόλλησαν το παρατσούκλι «Καρκατσιάνης» και ξανάσμιξε με την οικογένειά του. Απόγονοί του υπάρχουν ακόμα και σήμερα στο χωριό.
Από την Κορνοφωλιά καταγόταν και ο αγωνιστής Δημητράκης Μπατζόκογλου ή Λογοθέτης, ο οποίος συμμετείχε στο μεγάλο αγώνα και το 1832 παρασημοφορήθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση του Αυγουστίνου Καποδίστρια, αδερφού του πρώτου κυβερνήτη.
Σήμερα υποχρέωση όλων μας, αξιοποιώντας τον γιορτασμό των 200 χρόνων, είναι να αναδείξουμε και να τιμήσουμε την προσφορά της Κορνοφωλιάς στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821.
Οι νεότερες γενιές των Κορνοφωλιωτών συνέχισαν στο ανυπότακτο πνεύμα του Θανάση Καράμπελια. Συνέχισαν να αγωνίζονται για την ελευθερία και την πρόοδο. Δυνατό ήταν το παρόν τους στους Βαλκανικούς αγώνες και το πλήρωσαν με το αίμα τους. Πρωτοστάτησαν στους κοινωνικούς αγώνες του μεσοπολέμου. Στην πρώτη γραμμή και στην μεγαλύτερη εργατο-αγροτική απεργία του Έβρου τον Ιούνη του 1936, όπου 10.000 αγρότες κουκουλαπαραγωγοί, μεταξεργάτριες και μαγαζάτορες του Σουφλίου κατέλαβαν για δέκα μέρες την κεντρική πλατεία του Σουφλίου με το σύνθημα - αίτημα «ικατό ή θάνατους».
Και αργότερα στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του '40 τα λημέρια του καπετάν Θανάση Καράμπελια στη Γκύμπραινα είχαν σαν ορμητήριο οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του Δ.Σ.Ε. ενάντια στους Ναζί κατακτητές και στον αγώνα για ένα καλύτερο κόσμο.
Κλείνοντας το παρόν σημείωμα να επισημάνω ότι ο Θανάσης Καράμπελιας έγινε θρύλος. Ο χαμός του έγινε τραγούδι με τη γνωστή κορνοφωλιώτικη τοπική διάλεκτο της εποχής:
Ποιος ίδγει ήλιου του βραδύ κι άστρι του μεσημέρι
Ποιος ιδγει τον Καραμπελιά τον καπετάν Θανάση;
Η μάνα τ΄ απου κάθονταν σι ένα σταυροδρόμι
κι όσοι διαβάτις κι αν πιρνούν ούλνους τους ρουτούσι:
«Διαβάτις πούθι έρχιστι, μην ίγδιτι του γιο μου,
τουν γιο μου τουν Καράμπελια, τον ξακουστό Θανάση;».
Ένας της λέει δεν ίδγιαμι, άλλους της λέει δεν ξέρου,
Κι ου τρίτους ου μικρότερος της λέει την αλήθεια:
«Αλήθεια μεις τουν ίδγιαμι να είνι λαβουμένους.
Τουν τσάκουσαν, τουν έδισαν κι μι κλεισμένα μάτια.
Μιρόνυχτα σαράντα, τουν παν, τουν λουγιουρνούσαν,
Τα πισου - μπρος, δεξά ζερβά, σι τρύπις, καταράχια.
Τώρ’ απ’ την στράτα την καλή στην Ιντιρνέ τουν πάνι.
Χίλιοι πααίνουν που μπρουστά τ΄, χίλιοι πααίνουν πίσου τ’,
Τουν παν να τουν κριμάσουν δίπλα στου Χατζηγιώργη».
Κατόπ πααίν κι η μάνα του σα φύλλου μαραμένη,
Σαν φύλλου σαν τριαντάφυλλου, για να τουν παραστέκει.
Στη μεσ’ πααίν Καράμπιλιας ου καπιτάν Θανάσης,
Μι αλυσίδις στου λιμό, στα χέρια, στα πουδάρια τ΄,
Μι γιώματα στου μέτουπου, λαβουματιά στα στήθια τ΄,
Άφουβους κι πιρήφανος, έμοιαζι σαν αγρόλκους.
Σαν ίδγι τη μανούλα του άρχισι να τη λέει:
«σύρι μανα μ’ μπρουστά - μπρουστά να τους παρακαλέσεις
να μην μι παν απ’ του χουριό, ούτ΄ απ΄ του έρμου Κάστρου
μον να μι παν απού τα βνα, ψηλά τα κουρφουβούνια,
γιατ’ έχ ουχτρούς απ’ χαίρουντι κι φίλους απ΄ λυπούνται».
Στη στράτα που τουν πάαιναν, στη στράτα π΄ τουν πααίνουν,
αρχίνισι να τραγουδάει, να τραγουδάει να λέει:
«Μουστάκι μου μαυριδερό κι φρύδια μου γραμμένα,
Δεν μου πρίπαν τα σίδηρα κι αλυσίδα στο λιμό μου,
Μον μου πριπι να κάθουμι στις Γκύμπραινας τα λημέρια,
Να χουν αρνιά να ψένουντι, πιρδίκια σουγλισμένα».
Πηγές από τα βιβλία:
- «ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΖΕΙΡΗΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ» του Αθανασίου Γουρίδη.
- «ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΑ» του Κυριάκου Διαμαντόπουλου & Γιάννη Σταυρόπουλου.
- «Θρακικό ημερολόγιο 1973», ΝΕΛΕ Έβρου.
- «Η ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821» του Βακαλόπουλου Απ.
- «Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως του 1821» του Ιωάννη Φιλήμονα.
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω