Στην πόλη της Αλεξανδρούπολης δίνεται μεγαλύτερο βάρος στη νεότερη ιστορία και η πόλη επικοινωνεί κυρίως με τη νεότερη ελληνική ιστορία.
του Δημήτρη Μερκούρη
Σύμφωνα με τους Daniel Ball και Avner de-Shalit, οι πόλεις σηματοδοτούνται και κατ΄ επέκταση ερμηνεύονται ανάλογα με τα εγγενή χαρακτηριστικά τους, τις κοινωνικό-πολιτικές τους αξίες, τη δύναμη του πνεύματος που εκπέμπουν, τις υποδομές και τα αξιοθέατα τους, καθώς και τις εντυπώσεις και αναμνήσεις που προκαλούν σε διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικές στιγμές (Μ. Μούλιου, 2016: 51).
Οι πόλεις - από τη γέννησή τους - αποτελούσαν έναν τεράστιο συλλέκτη συλλογικών και προσωπικών εμπειριών και έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς κατασκευής ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, οι οποίες διαμορφώνονται μέσω των μνημονικών μηχανισμών τους. Σ’ αυτή τη βάση θα πρέπει να επισημανθεί ότι η μνήμη ποτέ δεν υπήρξε μια προσωπική υπόθεση (Halbwachs 1992: 38), καθώς ο τρόπος που μαθαίνουμε να θυμόμαστε και να ξεχνάμε έχουν άμεση σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε. Συνειδητά ή ασυνείδητα ως άτομα και ως κοινωνικές ομάδες «επιλέγουμε» το τι θυμόμαστε και τι ξεχνάμε μέσα από μια διαρκή αλληλεπίδραση με το τι έχει επιλέξει το έθνος να προβάλει η πόλη.
Οι ως άνω διαπιστώσεις έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναλυθούν, εστιάζοντας σε μια οθωμανική πόλη, η οποία ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό, αφού έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες του Εθνικού Φανταστικού (Χαμηλάκης, 2012). Έχει ενδιαφέρον να αναλυθεί το τι προβάλλει ή δεν προβάλλει η Αλεξανδρούπολη και αν και με ποιό τρόπο και ποιούς μηχανισμούς συνδέεται ή δε συνδέεται με την αρχαιότητα.
Η Πόλη της Αλεξανδρούπολης οφείλει την ύπαρξη της στην απόφαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να δημιουργήσει την «Ενωτική» σιδηροδρομική γραμμή και ένα νέο λιμάνι με διέξοδο στο Αιγαίο, επειδή οι γεωστρατηγικές πιέσεις που δέχονταν από τη Ρωσία, ήταν ιδιαίτερα έντονες. Για την επίτευξη των ως άνω στόχων η Οθωμανική Αυτοκρατορία στηρίχθηκε σε αυτοκρατορικούς πόρους αλλά και σε ξένα κεφάλαια. Με την έναρξη των εργασιών ο μικρός οικισμός ψαράδων μετασχηματίζεται σε μια μικρή πόλη. Τις επόμενες δεκαετίες το Δεδέαγατς, παρά τις πολεμικές συρράξεις που σημειώνονται ιστορικά, αναπτύσσει μια δυναμική η οποία αποτυπώνεται στην πολυπολιτισμική κοινωνική του σύνθεση (Καραδήμου - Γερόλυμπου, 1997: 170-176).
Στις 14 Μαΐου 1920 η πόλη ενσωματώνεται στον εθνικό κορμό, ενώ το 1922 δέχεται χριστιανούς πρόσφυγες (Κριτού, 1995: 69) με διαφορετικές πολιτισμικές επιρροές και μορφωτικό επίπεδο. Ταυτόχρονα με την ενσωμάτωση η πόλη χάνει τη γεωστρατηγική της θέση και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της. Γίνεται παραμεθόριος περιοχή και στηρίζεται κυρίως στις προσφυγικές ομάδες με διαφορετικές πνευματικές και πολιτισμικές επιρροές. Στο νέο αυτό πλαίσιο η πόλη σταδιακά διαμορφώνει τη μνημονική συγκρότηση της σύμφωνα με τις επιλογές της εξουσίας και των πληθυσμιακών ομάδων που την απαρτίζουν.
Σημαντικοί παράγοντες διαμόρφωσης συλλογικής μνήμης είναι οι αρχαιολογικοί και θρησκευτικοί χώροι, τα μουσεία, οι ονοματοθεσίες οδών και πλατειών, τα μνημεία, οι ανδριάντες, οι προτομές, η αρχιτεκτονική κτηρίων κ.ά. Η λειτουργία τους αποβλέπει στο να εξυπηρετήσει τον πολίτη, αλλά ταυτόχρονα να διαμορφώσει το συμβολικό και δομημένο περιβάλλον στο οποίο ο πολίτης βιώνει μια εθνική και μια τοπική δευτερευόντως μνήμη. Έτσι, εκτός από τις ονοματοθεσίες οδών (Παπακονδύλης 2016: 267-268), τους κυκλικούς εορτασμούς, τις παρελάσεις, τους συμβολικούς επετειακούς λόγους και την υποχρεωτική εθνική παιδεία, η οποία βρίσκεται σε «ισορροπία» με το τρίσημο σχήμα της ελληνικής ιστορίας, στην πόλη της Αλεξανδρούπολης δίνεται μεγαλύτερο βάρος στη νεότερη ιστορία μέσα από τις ονοματοθεσίες των κεντρικών οδών, των πάρκων, των προτομών και των γλυπτών που διαθέτει (Κλασικό Λύκειο - Οικολογική Ομάδα, 1998).
Παράλληλα διακρίνεται και ένας έντονος θρησκευτικός παρεμβατισμός, ο οποίος δικαιολογείται από το γεγονός ότι από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της πόλης το θρήσκευμα ήταν ο κύριος ενοποιητικός παράγοντας των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων με διαφορετικές πολιτισμικές επιρροές που εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Την ως άνω διαπίστωση δικαιολογεί ο μεγάλος αριθμός ναών και κοινωνικών δομών. Επιπλέον, το πρώτο μουσείο που εγκαινιάστηκε στην πόλη ήταν το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητρόπολης Αλεξανδρουπόλεως το οποίο ιδρύθηκε το 1976 και σήμερα στεγάζεται στο διατηρητέο κτήριο της Λεονταριδείου Σχολής. Η ίδρυση του Εκκλησιαστικού Μουσείου και η στέγασή του σε νεοκλασικό κτίριο, το οποίο διαθέτει σήμερα τις δύο από τις έξι μούσες, το κτίριο του 3ου Δημοτικού Σχολείου με τις τρεις μούσες και το κτήριο της Ζαριφείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι τα μόνα κτίρια που σημειολογικά συνδέουν άμεσα την πόλη με την κλασική και βυζαντινή περίοδο. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι στην πόλη δεν υπάρχουν μνημειακές συνθέσεις άλλες με αναφορές στην αρχαιότητα ή το Βυζάντιο εκτός από τις δύο νίκες οι οποίες τοποθετήθηκαν στο Πάρκο Εθνικής Αντίστασης και το Νομαρχείο Έβρου και το λιτό μνημείο του Ιερού Λόχου.
Τα τελευταία χρόνια η πόλη, για πρώτη φορά στην ιστορία της, κατάφερε να δημιουργήσει ένα μικρό άλλα σύγχρονο Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο έως σήμερα δεν είναι σε πλήρη λειτουργία. Ως εκ τούτου, δεν είναι γνωστές οι επιλογές του σχετικά με το τι θα επιλέξει να προβάλει από την ελληνική ιστορία. Στην πόλη υπάρχουν άλλα τρία μουσεία με αναφορές στη νεότερη ιστορία. Ένα όμως από αυτά μπορεί να θεωρηθεί ως μουσείο, το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης. Τα άλλα δύο αυτονομαζόμενα μουσεία, το άλλοτε Μουσείο Αρχαιόφιλων και σήμερα Ιστορικό Μουσείο και το Μουσείο Καππαδοκών, αφενός δεν πληρούν τις προδιαγραφές μουσείων και αφετέρου εμφανίζονται να απευθύνονται κυρίως στα μέλη τους.
Όπως προαναφέρθηκε, η πόλη έχει επιλέξει να επικοινωνεί κυρίως με τη νεότερη ελληνική ιστορία. Η ονοματοθεσία των δύο λεωφόρων και των δύο κεντρικών κάθετων δρόμων είναι αφιερωμένη σε πρόσωπα και γεγονότα της νεότερης ιστορίας. Το ίδιο συμβαίνει και στις αφιερωματικές προτομές, τις μνημειακές συνθέσεις και τα πάρκα. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά συνδέεται με το γεγονός ότι η πόλη και οι πολίτες της δεν έχουν ιστορικό παρελθόν. Η πόλη είναι νέα και η πλειοψηφία των κατοίκων είναι πρόσφυγες και συνειδητά επιλέγουν να μεταφέρουν στη νέα πόλη μνήμες. Η διαπίστωση αυτή μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτή από το γεγονός ότι στην πόλη της Αλεξανδρούπολης δεν υπάρχει ηρώο ή ορθότερα το ηρώο που είχε αρχικά τοποθετηθεί σε δύο σημεία της πόλης από την κρατική εξουσία, μεταφέρθηκε σε οικισμό της πόλης. Στη θέση του τοποθετήθηκε το μνημείο του ζεύγους της νεότερης ιστορίας Χατζηαντώνη και Δόμνας Βισβίζη.
Κλείνοντας θα πρέπει να σημειωθεί ότι το φαινόμενο του μνημείου Χατζηαντώνη και Δόμνας Βισβίζη αλλά και των μνημείων Εθνικής Αντίστασης και Ποντίων Αγωνιστών, τα οποία τοποθετήθηκαν με πρωτοβουλία των μνημονικών κοινοτήτων της πόλης, υποδηλώνει και μια ασυνήθιστη δυναμική επιβολής της θύμησης μνήμης από τις μνημονικές κοινότητες, όταν αυτή βέβαια δε βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την κρατική εξουσία και το Εθνικό Φανταστικό.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ
Σύμβουλος Δημοτικής Κοινότητας Αλεξανδρούπολης
Βιβλιογραφία:
Σύμφωνα με τους Daniel Ball και Avner de-Shalit, οι πόλεις σηματοδοτούνται και κατ΄ επέκταση ερμηνεύονται ανάλογα με τα εγγενή χαρακτηριστικά τους, τις κοινωνικό-πολιτικές τους αξίες, τη δύναμη του πνεύματος που εκπέμπουν, τις υποδομές και τα αξιοθέατα τους, καθώς και τις εντυπώσεις και αναμνήσεις που προκαλούν σε διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικές στιγμές (Μ. Μούλιου, 2016: 51).
Οι πόλεις - από τη γέννησή τους - αποτελούσαν έναν τεράστιο συλλέκτη συλλογικών και προσωπικών εμπειριών και έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς κατασκευής ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, οι οποίες διαμορφώνονται μέσω των μνημονικών μηχανισμών τους. Σ’ αυτή τη βάση θα πρέπει να επισημανθεί ότι η μνήμη ποτέ δεν υπήρξε μια προσωπική υπόθεση (Halbwachs 1992: 38), καθώς ο τρόπος που μαθαίνουμε να θυμόμαστε και να ξεχνάμε έχουν άμεση σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε. Συνειδητά ή ασυνείδητα ως άτομα και ως κοινωνικές ομάδες «επιλέγουμε» το τι θυμόμαστε και τι ξεχνάμε μέσα από μια διαρκή αλληλεπίδραση με το τι έχει επιλέξει το έθνος να προβάλει η πόλη.
Οι ως άνω διαπιστώσεις έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναλυθούν, εστιάζοντας σε μια οθωμανική πόλη, η οποία ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό, αφού έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες του Εθνικού Φανταστικού (Χαμηλάκης, 2012). Έχει ενδιαφέρον να αναλυθεί το τι προβάλλει ή δεν προβάλλει η Αλεξανδρούπολη και αν και με ποιό τρόπο και ποιούς μηχανισμούς συνδέεται ή δε συνδέεται με την αρχαιότητα.
Η Πόλη της Αλεξανδρούπολης οφείλει την ύπαρξη της στην απόφαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να δημιουργήσει την «Ενωτική» σιδηροδρομική γραμμή και ένα νέο λιμάνι με διέξοδο στο Αιγαίο, επειδή οι γεωστρατηγικές πιέσεις που δέχονταν από τη Ρωσία, ήταν ιδιαίτερα έντονες. Για την επίτευξη των ως άνω στόχων η Οθωμανική Αυτοκρατορία στηρίχθηκε σε αυτοκρατορικούς πόρους αλλά και σε ξένα κεφάλαια. Με την έναρξη των εργασιών ο μικρός οικισμός ψαράδων μετασχηματίζεται σε μια μικρή πόλη. Τις επόμενες δεκαετίες το Δεδέαγατς, παρά τις πολεμικές συρράξεις που σημειώνονται ιστορικά, αναπτύσσει μια δυναμική η οποία αποτυπώνεται στην πολυπολιτισμική κοινωνική του σύνθεση (Καραδήμου - Γερόλυμπου, 1997: 170-176).
Στις 14 Μαΐου 1920 η πόλη ενσωματώνεται στον εθνικό κορμό, ενώ το 1922 δέχεται χριστιανούς πρόσφυγες (Κριτού, 1995: 69) με διαφορετικές πολιτισμικές επιρροές και μορφωτικό επίπεδο. Ταυτόχρονα με την ενσωμάτωση η πόλη χάνει τη γεωστρατηγική της θέση και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της. Γίνεται παραμεθόριος περιοχή και στηρίζεται κυρίως στις προσφυγικές ομάδες με διαφορετικές πνευματικές και πολιτισμικές επιρροές. Στο νέο αυτό πλαίσιο η πόλη σταδιακά διαμορφώνει τη μνημονική συγκρότηση της σύμφωνα με τις επιλογές της εξουσίας και των πληθυσμιακών ομάδων που την απαρτίζουν.
Σημαντικοί παράγοντες διαμόρφωσης συλλογικής μνήμης είναι οι αρχαιολογικοί και θρησκευτικοί χώροι, τα μουσεία, οι ονοματοθεσίες οδών και πλατειών, τα μνημεία, οι ανδριάντες, οι προτομές, η αρχιτεκτονική κτηρίων κ.ά. Η λειτουργία τους αποβλέπει στο να εξυπηρετήσει τον πολίτη, αλλά ταυτόχρονα να διαμορφώσει το συμβολικό και δομημένο περιβάλλον στο οποίο ο πολίτης βιώνει μια εθνική και μια τοπική δευτερευόντως μνήμη. Έτσι, εκτός από τις ονοματοθεσίες οδών (Παπακονδύλης 2016: 267-268), τους κυκλικούς εορτασμούς, τις παρελάσεις, τους συμβολικούς επετειακούς λόγους και την υποχρεωτική εθνική παιδεία, η οποία βρίσκεται σε «ισορροπία» με το τρίσημο σχήμα της ελληνικής ιστορίας, στην πόλη της Αλεξανδρούπολης δίνεται μεγαλύτερο βάρος στη νεότερη ιστορία μέσα από τις ονοματοθεσίες των κεντρικών οδών, των πάρκων, των προτομών και των γλυπτών που διαθέτει (Κλασικό Λύκειο - Οικολογική Ομάδα, 1998).
Παράλληλα διακρίνεται και ένας έντονος θρησκευτικός παρεμβατισμός, ο οποίος δικαιολογείται από το γεγονός ότι από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της πόλης το θρήσκευμα ήταν ο κύριος ενοποιητικός παράγοντας των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων με διαφορετικές πολιτισμικές επιρροές που εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Την ως άνω διαπίστωση δικαιολογεί ο μεγάλος αριθμός ναών και κοινωνικών δομών. Επιπλέον, το πρώτο μουσείο που εγκαινιάστηκε στην πόλη ήταν το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητρόπολης Αλεξανδρουπόλεως το οποίο ιδρύθηκε το 1976 και σήμερα στεγάζεται στο διατηρητέο κτήριο της Λεονταριδείου Σχολής. Η ίδρυση του Εκκλησιαστικού Μουσείου και η στέγασή του σε νεοκλασικό κτίριο, το οποίο διαθέτει σήμερα τις δύο από τις έξι μούσες, το κτίριο του 3ου Δημοτικού Σχολείου με τις τρεις μούσες και το κτήριο της Ζαριφείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι τα μόνα κτίρια που σημειολογικά συνδέουν άμεσα την πόλη με την κλασική και βυζαντινή περίοδο. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι στην πόλη δεν υπάρχουν μνημειακές συνθέσεις άλλες με αναφορές στην αρχαιότητα ή το Βυζάντιο εκτός από τις δύο νίκες οι οποίες τοποθετήθηκαν στο Πάρκο Εθνικής Αντίστασης και το Νομαρχείο Έβρου και το λιτό μνημείο του Ιερού Λόχου.
Τα τελευταία χρόνια η πόλη, για πρώτη φορά στην ιστορία της, κατάφερε να δημιουργήσει ένα μικρό άλλα σύγχρονο Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο έως σήμερα δεν είναι σε πλήρη λειτουργία. Ως εκ τούτου, δεν είναι γνωστές οι επιλογές του σχετικά με το τι θα επιλέξει να προβάλει από την ελληνική ιστορία. Στην πόλη υπάρχουν άλλα τρία μουσεία με αναφορές στη νεότερη ιστορία. Ένα όμως από αυτά μπορεί να θεωρηθεί ως μουσείο, το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης. Τα άλλα δύο αυτονομαζόμενα μουσεία, το άλλοτε Μουσείο Αρχαιόφιλων και σήμερα Ιστορικό Μουσείο και το Μουσείο Καππαδοκών, αφενός δεν πληρούν τις προδιαγραφές μουσείων και αφετέρου εμφανίζονται να απευθύνονται κυρίως στα μέλη τους.
Όπως προαναφέρθηκε, η πόλη έχει επιλέξει να επικοινωνεί κυρίως με τη νεότερη ελληνική ιστορία. Η ονοματοθεσία των δύο λεωφόρων και των δύο κεντρικών κάθετων δρόμων είναι αφιερωμένη σε πρόσωπα και γεγονότα της νεότερης ιστορίας. Το ίδιο συμβαίνει και στις αφιερωματικές προτομές, τις μνημειακές συνθέσεις και τα πάρκα. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά συνδέεται με το γεγονός ότι η πόλη και οι πολίτες της δεν έχουν ιστορικό παρελθόν. Η πόλη είναι νέα και η πλειοψηφία των κατοίκων είναι πρόσφυγες και συνειδητά επιλέγουν να μεταφέρουν στη νέα πόλη μνήμες. Η διαπίστωση αυτή μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτή από το γεγονός ότι στην πόλη της Αλεξανδρούπολης δεν υπάρχει ηρώο ή ορθότερα το ηρώο που είχε αρχικά τοποθετηθεί σε δύο σημεία της πόλης από την κρατική εξουσία, μεταφέρθηκε σε οικισμό της πόλης. Στη θέση του τοποθετήθηκε το μνημείο του ζεύγους της νεότερης ιστορίας Χατζηαντώνη και Δόμνας Βισβίζη.
Κλείνοντας θα πρέπει να σημειωθεί ότι το φαινόμενο του μνημείου Χατζηαντώνη και Δόμνας Βισβίζη αλλά και των μνημείων Εθνικής Αντίστασης και Ποντίων Αγωνιστών, τα οποία τοποθετήθηκαν με πρωτοβουλία των μνημονικών κοινοτήτων της πόλης, υποδηλώνει και μια ασυνήθιστη δυναμική επιβολής της θύμησης μνήμης από τις μνημονικές κοινότητες, όταν αυτή βέβαια δε βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την κρατική εξουσία και το Εθνικό Φανταστικό.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΜΕΡΚΟΥΡΗΣ
Σύμβουλος Δημοτικής Κοινότητας Αλεξανδρούπολης
Βιβλιογραφία:
- Καραδήμου - Γερόλυμπου, Α. (1997). Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Βορειοελλαδικές Πόλεις στην Περίοδο των Οθωμανικών Μεταρρυθμίσεων Βόλος - Θεσσαλονίκη - Ιωάννινα - Σέρρες - Αλεξανδρούπολη - Καβάλα. Αθήνα: Τροχαλία.
- Κλασικό Λύκειο - Οικολογική Ομάδα, (1998). Οι δρόμοι Διδάσκουν Ιστορία - Μια ιστορική προσέγγιση της ονομασίας των οδών της Αλεξανδρούπολης. Αλεξανδρούπολη: χ.ό.
- Κριτού, Α. Κ. (1995). Αλεξανδρούπολη: η εκατοντάχρονη ιστορία της 1878-1978. Αλεξανδρούπολη: χ.ό.
- Μούλιου Μ. (2016). Η δική μου/μας πόλη… Συμμετοχικές Πρακτικές για τη Συλλογική της Μνήμης του Αστικού Χώρου και η Συμβολή των Μουσείων Πόλεων. Στο: Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν (επιμ.) Η Μνήμη Αφηγείται την Πόλη - Προφορική Ιστορία και Μνήμη του Αστικού Χώρου. Αθήνα: Πλέθρον.
- Halbwachs, Μ. (1992). On Collective Memory. Trans. and ed. Lewis A. Coser. Chicago: University of Chicago Press.
- Παπακονδύλης, Γ. (2016). Μεταπολεμική Αστική Ανάπτυξη και Ονοματοθεσία Οδών και Πλατειών ο Δήμος Αθηναίων (1945-1974). Μνήμων 35(35). DOI: https://doi.org/10.12681/mnimon.20260
- Χαμηλάκης, Γ. (2012). Το έθνος και τα ερείπιά του. Αρχαιολογία, αρχαιότητα και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω