Τα συμφέροντα των ΗΠΑ συγκρούονται με τα συμφέροντα της Τουρκίας και της Ινδίας, οι οποίες αναζητούν μικρότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.
του Ανδρέα Καρατζή
Το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400 πέρα από τη στρατιωτική του σημασία, έχει αποκτήσει και μία αντίστοιχη διπλωματική. Οι S-400 έχουν πωληθεί από τη Ρωσία στη Λευκορωσία, στην Τουρκία, στην Ινδία και στην Αλγερία, ενώ έχουν αναπτυχθεί από τη Μόσχα και στη Συρία.
Από το 2009 η Ουάσιγκτον και η Άγκυρα είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την πώληση στην Τουρκία του συστήματος Patriot, χωρίς αποτέλεσμα. Το 2017, η Τουρκία αγόρασε το ρωσικό σύστημα, ως αποτέλεσμα και της βοήθειας που προσέφερε ο Βλαντιμίρ Πούτιν στον Ταγίπ Ερντογκάν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Από εκεί και πέρα τα γεγονότα είναι γνωστά. Η Τουρκία αποβλήθηκε από το πρόγραμμα του F-35 και τον Δεκέμβριο 2020 της επιβλήθηκαν κυρώσεις από τις ΗΠΑ που αφορούσαν την πολεμική της βιομηχανία.
Η Ινδία έχει επίσης αγοράσει τους S-400, των οποίων η παραλαβή θα γίνει στο τέλος του 2021 και η Ουάσιγκτον την απειλεί με κυρώσεις.
Η προειδοποίηση για κυρώσεις έρχεται σε μία περίοδο που οι ΗΠΑ χρειάζονται την Ινδία για την ανάσχεση της Κίνας μέσω της Quad (της συμμαχίας ΗΠΑ, Αυστραλίας, Ιαπωνίας και Ινδίας). Η Ινδία είναι εδώ και πολλά χρόνια πελάτης της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας και η Ουάσιγκτον επιθυμεί να σταματήσει αυτή η τάση και το Δελχί να στραφεί προς την αμερικανική αμυντική βιομηχανία. Η Ινδία όμως, με βάση την ιστορία της στο Κίνημα των Αδεσμεύτων Χωρών, αναμένεται να προσπαθήσει να κρατήσει αποστάσεις από οποιεσδήποτε παρεμβάσεις.
Το σημαντικότερο οπλικό σύστημα που έχουν πουλήσει οι ΗΠΑ στην Ινδία, είναι τα επιθετικά ελικόπτερα AH-64 και οι πύραυλοι Hellfire. Οι ΗΠΑ δεν έχουν πουλήσει ποτέ στην Ινδία μαχητικά αεροσκάφη, αν και η κυβέρνηση Τραμπ πρόσφερε στο Δελχί το μαχητικό F/A-18, το οποίο δεν κάλυπτε τις ανάγκες της Ινδίας, με αποτέλεσμα η τελευταία να στραφεί στο Rafale.
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ συγκρούονται με τα συμφέροντα της Τουρκίας και της Ινδίας, οι οποίες αναζητούν μικρότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία και απόκτηση μεγαλύτερης αυτονομίας που να βασίζεται στις αμυντικές τους βιομηχανίες. Επίσης το Δελχί και η Άγκυρα επιθυμούν μικρότερη εμπλοκή της Ουάσιγκτον στις εσωτερικές τους υποθέσεις, μία κατάσταση που ισχύει στις σχέσεις τους με τη Μόσχα.
Οι ΗΠΑ φοβούνται επίσης ότι η Ινδία και η Τουρκία προωθούν την ιδέα του «μικτού οπλοστασίου», στο οποίο μπορεί να συνυπάρχουν οπλικά συστήματα από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την ΕΕ και την Κίνα και η ιδέα αυτή, μπορεί να βρει πολλούς μιμητές. Οι ΗΠΑ ανησυχούν για τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή διακλαδικών επιχειρήσεων και φοβούνται την έκθεση αμερικανικών συστημάτων σε χώρους που μπορεί να είναι προσβάσιμοι από στρατιωτικούς συμβούλους και ειδικούς από τη Ρωσία και την Κίνα.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν και οι ανησυχίες των αμερικανικών αμυντικών βιομηχανιών, οι οποίες μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας με 37% μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς, αλλά το ερώτημα είναι για πόσον καιρό θα διατηρούν αυτά τα μερίδια.
Σε ό,τι αφορά την Ινδία, η Ουάσιγκτον φαίνεται να κατανοεί ότι μία χώρα αυτού του μεγέθους και με έναν αναπτυσσόμενο τεχνολογικό τομέα δεν θέλει να εξαρτάται από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Η Ινδία μπορεί να θέλει να συμμετάσχει στην Quad και να βοηθήσει τις ΗΠΑ στον ανταγωνισμό τους με την Κίνα, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει τις καλές της σχέσεις με τη Ρωσία, οι οποίες έχουν πίσω τους μεγάλη ιστορία.
Για την Τουρκία, όλα δείχνουν ότι η Ουάσιγκτον αναζητεί συμβιβασμό. Η αμερικανική πολιτική ελίτ δεν τρέφει αισθήματα συμπάθειας προς τον Ερντογάν, αλλά κανένας δεν της εγγυάται ότι ένας μελλοντικός διάδοχός του δεν θα διατηρήσει την ίδια πολιτική για τους S-400. Η Τουρκία έχει λάβει δάνεια από την Κίνα για τους τομείς ενέργειας και μεταφορών, καθώς και από την υποστηριζόμενη από την Κίνα, Asian Infrastructure Investment Bank για την αντιμετώπιση του Covid-19, αλλά αυτό που εκτιμούν περισσότερο η Μόσχα και το Πεκίνο είναι η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας. Με τα δεδομένα αυτά, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να σταθεροποιήσει τις σχέσεις της με την Άγκυρα για να μπορέσει να την αποσπάσει από την επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας.
Η κυριότερη λύση που εξετάζεται είναι η δημιουργία μίας τεχνικής ομάδας ασφαλείας, παρόμοια με αυτήν που χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ για να ελέγχουν την ασφάλεια της τεχνολογίας των F-16 που έχουν πουλήσει στο Πακιστάν και να διασφαλίζουν ότι τα αεροσκάφη δεν υφίστανται τροποποιήσεις. Μία παρόμοια ομάδα μπορεί να διασφαλίσει ότι η τεχνολογία των F-35 δεν κινδυνεύει από τους S-400. Επειδή η περίπτωση της Τουρκίας δεν είναι ίδια με αυτή του Πακιστάν, μπορεί να προκύψουν προβλήματα και περιορισμοί στον τρόπο με τον οποίον θα χρησιμοποιείται το αντιαεροπορικό σύστημα, γεγονός που δεν θα είναι τόσο ευχάριστο για την Άγκυρα.
Προς το παρόν, οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην Τουρκία μπορεί να ευνοήσουν την Κίνα. Και οι δύο χώρες ανταγωνίζονται για το συμβόλαιο επιθετικών ελικοπτέρων του Πακιστάν. Η απαγόρευση εξαγωγής των κινητήρων του Τ-129 ATAK στην Άγκυρα, μπορεί να ευνοήσει το κινεζικό επιθετικό ελικόπτερο Ζ-10.
Στην Ουάσιγκτον το κέντρο βάρος των πολιτικών που αφορούν κυρώσεις, βρίσκεται στο Κογκρέσο, το οποίο αρέσκεται σε αυτού του είδους τις κινήσεις. Αν το Κογκρέσο συνεχίσει να επιβάλλει κυρώσεις, τότε μπορεί να δοθεί μία καλή ευκαιρία στη Μόσχα και στο Πεκίνο να ισχυριστούν ότι όλα αυτά γίνονται για να ευνοηθούν οι αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες και ότι η Ουάσιγκτον δεν τρέφει κανέναν σεβασμό στους συμμάχους της.
Πηγή: geoeurope.org
Το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400 πέρα από τη στρατιωτική του σημασία, έχει αποκτήσει και μία αντίστοιχη διπλωματική. Οι S-400 έχουν πωληθεί από τη Ρωσία στη Λευκορωσία, στην Τουρκία, στην Ινδία και στην Αλγερία, ενώ έχουν αναπτυχθεί από τη Μόσχα και στη Συρία.
Από το 2009 η Ουάσιγκτον και η Άγκυρα είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την πώληση στην Τουρκία του συστήματος Patriot, χωρίς αποτέλεσμα. Το 2017, η Τουρκία αγόρασε το ρωσικό σύστημα, ως αποτέλεσμα και της βοήθειας που προσέφερε ο Βλαντιμίρ Πούτιν στον Ταγίπ Ερντογκάν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Από εκεί και πέρα τα γεγονότα είναι γνωστά. Η Τουρκία αποβλήθηκε από το πρόγραμμα του F-35 και τον Δεκέμβριο 2020 της επιβλήθηκαν κυρώσεις από τις ΗΠΑ που αφορούσαν την πολεμική της βιομηχανία.
Η Ινδία έχει επίσης αγοράσει τους S-400, των οποίων η παραλαβή θα γίνει στο τέλος του 2021 και η Ουάσιγκτον την απειλεί με κυρώσεις.
Η προειδοποίηση για κυρώσεις έρχεται σε μία περίοδο που οι ΗΠΑ χρειάζονται την Ινδία για την ανάσχεση της Κίνας μέσω της Quad (της συμμαχίας ΗΠΑ, Αυστραλίας, Ιαπωνίας και Ινδίας). Η Ινδία είναι εδώ και πολλά χρόνια πελάτης της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας και η Ουάσιγκτον επιθυμεί να σταματήσει αυτή η τάση και το Δελχί να στραφεί προς την αμερικανική αμυντική βιομηχανία. Η Ινδία όμως, με βάση την ιστορία της στο Κίνημα των Αδεσμεύτων Χωρών, αναμένεται να προσπαθήσει να κρατήσει αποστάσεις από οποιεσδήποτε παρεμβάσεις.
Το σημαντικότερο οπλικό σύστημα που έχουν πουλήσει οι ΗΠΑ στην Ινδία, είναι τα επιθετικά ελικόπτερα AH-64 και οι πύραυλοι Hellfire. Οι ΗΠΑ δεν έχουν πουλήσει ποτέ στην Ινδία μαχητικά αεροσκάφη, αν και η κυβέρνηση Τραμπ πρόσφερε στο Δελχί το μαχητικό F/A-18, το οποίο δεν κάλυπτε τις ανάγκες της Ινδίας, με αποτέλεσμα η τελευταία να στραφεί στο Rafale.
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ συγκρούονται με τα συμφέροντα της Τουρκίας και της Ινδίας, οι οποίες αναζητούν μικρότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία και απόκτηση μεγαλύτερης αυτονομίας που να βασίζεται στις αμυντικές τους βιομηχανίες. Επίσης το Δελχί και η Άγκυρα επιθυμούν μικρότερη εμπλοκή της Ουάσιγκτον στις εσωτερικές τους υποθέσεις, μία κατάσταση που ισχύει στις σχέσεις τους με τη Μόσχα.
Οι ΗΠΑ φοβούνται επίσης ότι η Ινδία και η Τουρκία προωθούν την ιδέα του «μικτού οπλοστασίου», στο οποίο μπορεί να συνυπάρχουν οπλικά συστήματα από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την ΕΕ και την Κίνα και η ιδέα αυτή, μπορεί να βρει πολλούς μιμητές. Οι ΗΠΑ ανησυχούν για τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή διακλαδικών επιχειρήσεων και φοβούνται την έκθεση αμερικανικών συστημάτων σε χώρους που μπορεί να είναι προσβάσιμοι από στρατιωτικούς συμβούλους και ειδικούς από τη Ρωσία και την Κίνα.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν και οι ανησυχίες των αμερικανικών αμυντικών βιομηχανιών, οι οποίες μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας με 37% μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς, αλλά το ερώτημα είναι για πόσον καιρό θα διατηρούν αυτά τα μερίδια.
Σε ό,τι αφορά την Ινδία, η Ουάσιγκτον φαίνεται να κατανοεί ότι μία χώρα αυτού του μεγέθους και με έναν αναπτυσσόμενο τεχνολογικό τομέα δεν θέλει να εξαρτάται από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Η Ινδία μπορεί να θέλει να συμμετάσχει στην Quad και να βοηθήσει τις ΗΠΑ στον ανταγωνισμό τους με την Κίνα, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει τις καλές της σχέσεις με τη Ρωσία, οι οποίες έχουν πίσω τους μεγάλη ιστορία.
Για την Τουρκία, όλα δείχνουν ότι η Ουάσιγκτον αναζητεί συμβιβασμό. Η αμερικανική πολιτική ελίτ δεν τρέφει αισθήματα συμπάθειας προς τον Ερντογάν, αλλά κανένας δεν της εγγυάται ότι ένας μελλοντικός διάδοχός του δεν θα διατηρήσει την ίδια πολιτική για τους S-400. Η Τουρκία έχει λάβει δάνεια από την Κίνα για τους τομείς ενέργειας και μεταφορών, καθώς και από την υποστηριζόμενη από την Κίνα, Asian Infrastructure Investment Bank για την αντιμετώπιση του Covid-19, αλλά αυτό που εκτιμούν περισσότερο η Μόσχα και το Πεκίνο είναι η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας. Με τα δεδομένα αυτά, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να σταθεροποιήσει τις σχέσεις της με την Άγκυρα για να μπορέσει να την αποσπάσει από την επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας.
Η κυριότερη λύση που εξετάζεται είναι η δημιουργία μίας τεχνικής ομάδας ασφαλείας, παρόμοια με αυτήν που χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ για να ελέγχουν την ασφάλεια της τεχνολογίας των F-16 που έχουν πουλήσει στο Πακιστάν και να διασφαλίζουν ότι τα αεροσκάφη δεν υφίστανται τροποποιήσεις. Μία παρόμοια ομάδα μπορεί να διασφαλίσει ότι η τεχνολογία των F-35 δεν κινδυνεύει από τους S-400. Επειδή η περίπτωση της Τουρκίας δεν είναι ίδια με αυτή του Πακιστάν, μπορεί να προκύψουν προβλήματα και περιορισμοί στον τρόπο με τον οποίον θα χρησιμοποιείται το αντιαεροπορικό σύστημα, γεγονός που δεν θα είναι τόσο ευχάριστο για την Άγκυρα.
Προς το παρόν, οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην Τουρκία μπορεί να ευνοήσουν την Κίνα. Και οι δύο χώρες ανταγωνίζονται για το συμβόλαιο επιθετικών ελικοπτέρων του Πακιστάν. Η απαγόρευση εξαγωγής των κινητήρων του Τ-129 ATAK στην Άγκυρα, μπορεί να ευνοήσει το κινεζικό επιθετικό ελικόπτερο Ζ-10.
Στην Ουάσιγκτον το κέντρο βάρος των πολιτικών που αφορούν κυρώσεις, βρίσκεται στο Κογκρέσο, το οποίο αρέσκεται σε αυτού του είδους τις κινήσεις. Αν το Κογκρέσο συνεχίσει να επιβάλλει κυρώσεις, τότε μπορεί να δοθεί μία καλή ευκαιρία στη Μόσχα και στο Πεκίνο να ισχυριστούν ότι όλα αυτά γίνονται για να ευνοηθούν οι αμερικανικές πολεμικές βιομηχανίες και ότι η Ουάσιγκτον δεν τρέφει κανέναν σεβασμό στους συμμάχους της.
Πηγή: geoeurope.org
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω