Η συνάντηση του Δημάρχου Αλεξανδρούπολης Κωνσταντίνου Αλτιναλμάζη με τον Υποναύαρχο Στυλιανό Μαυρομιχάλη 25 χρόνια μετά.
της Ουρανίας Πανταζίδου
Την 1η Ιουλίου 1938 η Δράμα γιόρταζε πανηγυρικά 25 χρόνια από την απελευθέρωσή της (1913-1938). Επίσημος προσκεκλημένος στις εκδηλώσεις εκείνες ήταν ο Υποναύαρχος ε.α. Στυλιανός Μαυρομιχάλης, γόνος της οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων της Μάνης. Υπήρξε πρωταγωνιστής στο Μακεδονικό αγώνα αλλά και στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και βέβαια πρωταγωνίστησε και στην πρώτη απελευθέρωση του Δεδέαγατς στις 12 Ιουλίου 1913.
Ο νεαρός σημαιοφόρος του Πολεμικού Ναυτικού (Βασιλικού τότε) το Νοέμβριο του 1905 είχε τοποθετηθεί ως γραμματέας στο υποπροξενείο της Καβάλας. Με το ψευδώνυμο «Μαυρομάτης» και αργότερα με το ψευδώνυμο «Σουλεϊμάν» έγινε η ψυχή του Μακεδονικού αγώνα στην Ανατολική Μακεδονία. Ίδρυσε και οργάνωσε το Εθνικό Κέντρο Καβάλας και Δράμας και σε συνεργασία με τον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο (τον μετέπειτα μαρτυρήσαντα Μητροπολίτη Σμύρνης), πέτυχε την αναπτέρωση του εθνικού φρονήματος των κατοίκων και την επιβολή της οργάνωσης του αγώνα.
Με βάση τους αθλητικούς συλλόγους που υπήρχαν στις γύρω περιοχές συγκρότησε ένοπλους πολιτοφύλακες και πέτυχε έτσι ν΄ αντιμετωπίσει τη βουλγαρική προπαγάνδα, η οποία περιορίστηκε στις βόρειες περιοχές του Νευροκοπίου. Ο αγώνας του Στυλιανού Μαυρομιχάλη επεκτάθηκε και στη Δυτική Θράκη.
Ο πρόξενος της Καβάλας Άννινος Καβαλιεράτος, στην έκθεσή του για τη δράση του Μαυρομιχάλη, αναφέρει: «Ακαταπόνητος εργάτης της εθνικής ιδέας εν τω τμήματι τούτω της Μακεδονίας, τα μέγιστα συνετέλεσε εις την ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος, ιδία εν τη υπαίθρω χώρα, συστήσας εις άπαντα τα εις την δικαιοδοσίαν του Υποπροξενείου υπαγόμενα χωρία ειδικάς εθνικάς επιτροπάς, διεπομένας υπό κανονισμών εκπονηθέντων υπ’ αυτού. …Πανθομολογουμένη και αισθητή είναι η παρατηρουμένη διαφορά και πρόοδος της εθνικής εργασίας από της εγκαταστάσεως του φιλέργου και ενθουσιώδους τούτου αξιωματικού. Οι χωρικοί ανέκτησαν θάρρος και τόλμην τοιαύτην ώστε τα πάντα εισίν έτοιμοι να θυσιάσωσιν υπέρ της πατρίδος…».
Με την έναρξη του Α' Βαλκανικού πολέμου ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης επανήλθε στο Πολεμικό Ναυτικό και ανέλαβε τη διοίκηση της Α' Πυροβολαρχίας βαρέων πυροβόλων του θωρηκτού «Αβέρωφ». Έλαβε μέρος στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου. Για τη δράση αυτή αλλά και την προηγούμενη στην ανατολική Μακεδονία, του ανατέθηκε τιμητικά στις 27 Ιουνίου 1913 από τον αρχηγό του στόλου Ναύαρχο Κουντουριώτη, να καταλάβει με ναυτικό άγημα του Α/Τ «Δόξα» την απελευθερωθείσα Καβάλα και μετ’ ολίγον και τη Δράμα.
Στην προαναφερθείσα επετειακή εκδήλωση στη Δράμα μετείχε μεταξύ άλλων επισήμων και ο τότε Δήμαρχος της Αλεξανδρούπολης αείμνηστος Κωνσταντίνος Αλτιναλμάζης.
Κατά την συνάντηση των δύο ανδρών ο Δήμαρχος της Αλεξανδρούπολης ζήτησε από τον Στυλιανό Μαυρομιχάλη να καταγράψει τις μνήμες του από την πρώτη αλλά δυστυχώς προσωρινή απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης το 1913. Ο υποναύαρχος ανταποκρίθηκε άμεσα στο αίτημα του δημάρχου με επιστολή που του έστειλε στις 22 Αυγούστου 1938. Η επιστολή αυτή έχει δημοσιευτεί στα «Θρακικά», τόμος 16 του 1941, καθώς και στην τοπική εφημερίδα «Ελεύθερη Θράκη».
Στην εισαγωγή της επιστολής αναφέρει κατά λέξη τα εξής: «Συνεπής προς την υπόσχεσιν την οποίαν σας έδωκα εν Δράμα κατά τας εορτάς της 25ετηρίδος της απελευθερώσεώς της, έρχομαι διά της παρούσης μου να σας γνωρίσω τα σχετικά με την πόλιν σας ιστορικά γεγονότα από του 1906 μέχρι της απελευθερώσεώς της, τα οποία τηρούμενα εις το αρχείον του Δήμου σας θα είναι η επίσημος ιστορία, η οποία ίσως αναμοχλεύση εις τους εκ των συμπολιτών σας παλαιούς κατοίκους του Δεδεαγάτς παλαιάς ευκλεείς ημέρας».
Στη συνέχεια, το πρώτο μέρος της επιστολής αναφέρεται στις δράσεις και διασυνδέσεις στο Δεδεαγάτς και την ευρύτερη περιοχή της Δ. Θράκης, από την έλευσή του στην Καβάλα ως τον Α' Βαλκανικό πόλεμο. Συγκεκριμένα, λέγει για την ανάγκη που προέκυψε για επέκταση των δραστηριοτήτων του Εθνικού Κέντρου Καβάλας - Δράμας στην Ξάνθη καθώς και στο Δεδεαγάτς, το λιμάνι του οποίου παρείχε τη δυνατότητα θαλάσσιας επικοινωνίας με την Καβάλα.
Συνεργάστηκε κατ’ επανάληψη με τους προξένους Ίωνα Δραγούμη και Ευθύμιο Κανελλόπουλο καθώς και με τους μητροπολίτες Αίνου Λουκά Πετρίδη και Ιωακείμ Γεωργιάδη, στη δημιουργία των πρώτων πυρήνων οργάνωσης, μεταφοράς όπλων, διείσδυσης αποστελλομένων προσώπων και δικτύου ειδικών πληροφοριών (είναι γνωστή η μεταφορά όπλων από τον επίσης αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Ιωάννη Δεμέστιχα, ο οποίος εκφόρτωνε όπλα σε ερημική τοποθεσία της Μάκρης και στη συνέχεια αυτά διοχετεύονταν στους μυημένους Έλληνες).
Εισηγήθηκε στο Εθνικό Κέντρο των Αθηνών την ίδρυση προξενείου στην Ξάνθη, το οποίο πραγματοποιήθηκε το 1907-1908 με πρόξενο τον Άγγελο Άννινο.
Παράλληλα με την υπόδειξή του, στάλθηκαν ως εκπρόσωποι της οργάνωσης στην Ξάνθη ο Ανθυπίλαρχος Ν. Αινιάν και στο Δεδέαγατς ο Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Περικλής Βλάσης.
Στο δεύτερο μέρος της επιστολής αναφέρονται τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν κατά και αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης. Είχε ήδη καταληφθεί η Καβάλα και ο Ελληνικός Στόλος με το θωρηκτό «Αβέρωφ» επικεφαλής, έχοντας το λιμάνι της ως ορμητήριο κρατούσε σε στενό αποκλεισμό τις ακτές από τις εκβολές του Νέστου ως την Αίνο. Τα γεγονότα της κατάληψης της Αλεξανδρούπολης λαμβάνουν χώρα κατά τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου και τις αρχές του Ιουλίου του 1913.
Γράφει ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης: «Την 28ην Ιουνίου τα Βουλγαρικά οχυρώματα του Δεδεαγάτς έβαλον δέκα βολάς κατά της περιπολούσης εις απόστασιν 6.400 μέτρων από της πόλεως ευδρόμου "Μυκάλης" και την ηνάγκασαν να απομακρυνθή εκτός βολής και αφ’ ετέρου δεν υστέρησαν να βάλωσιν από Μάκρης εχθρικά πυροβόλα κατά του αντιτορπιλικού "Λόγχη".
Την επομένην, 29 Ιουνίου, το θωρηκτόν "Ψαρά" επλησίασε κατά την περιπολίαν του την ακτή του Δεδεαγάτς, διαδραμόν ηρέμα έμπροσθεν της πόλεως. Αμέσως τα οχυρώματα ήρχισαν κατ’ αυτού πυρ. Ο κυβερνήτης, του πλοίαρχος του Β.Ν. Ανδρέας Μιαούλης, έγγονος του ομωνύμου μεγάλου ναυάρχου της Επαναστάσεως Ανδρέα Μιαούλη, τηρώντας παραδόσεις του ονόματός του, έκρινεν ότι δεν έπρεπε να ανταποδώσει το πυρ, ίνα μη βλάψει πόλιν Ελληνικήν και συνεχίσας αγερώχως με μικράν ταχύτητα την διαδρομήν του κατευθύνθη προς Σαμοθράκην.
Παρετηρήθη κατ’ εκείνην την ημέραν από των "Ψαρρών" ότι εις τους στρατώνας του Δεδεαγάτς εκυμάτιζεν η σημαία του Ερυθρού Σταυρού της Γενεύης, ίνα περιπλανώμενα τα πλοία μας απόσχωσιν του βομβαρδισμού. Περί τας πρωινάς ώρας της 11ης Ιουλίου ο Ναύαρχος ειδοποιείται υπό των περιπολούντων πλοίων, ότι οι Βούλγαροι πιθανώς υποχωρούντες υπό την πίεσιν της θυελλώδους προελάσεως των στρατιών του Βασιλέως Κωνσταντίνου, επυρπόλουν το Δεδεαγάτς. Εν τω άμα διετάχθη η άπαρσις του "Αβέρωφ" και ο πλους του προς Δεδεαγάτς. Από αποστάσεως πέντε και πλέον μιλίων, ουρανομήκεις τολύπαι φλογών καπνού, παρουσίαζον την πόλιν παραδεδομένην τω πυρί. Η συγκίνησις του πληρώματος του "Αβέρωφ" εκορυφούτο όταν έβλεπε την ατμοσφαίραν πυκνουμένην εφόσον επλησιάζομεν. Περί την 5ην ώραν της εσπέρας ο "Αβέρωφ" ηγκυροβόλησεν εις το Δεδεαγάτς, ενώ ζητωκραυγαί ηκούοντο εκ του λιμένος, όπου πλήθος πολύ, έξαλλον εχαιρέτα διά Σημαιών και μανδυλίων».
Από διαφορετικές πηγές πληροφόρησης προκύπτει ότι το ανιχνευτικό πλοίο "Ιέραξ", που περιπολούσε μπροστά από το Δεδεαγάτς, ήταν αυτό που περί ώραν 3ην πρωινήν της 11ης Ιουλίου, αντελήφθη τη φωτιά και έσπευσε να ειδοποιήσει τον Ναύαρχο Κουντουριώτη.
Εκείνη τη στιγμή το θωρηκτό "Αβέρωφ" ναυλοχούσε στην Καβάλα για ανθράκευση. Η διαταγή του Ναυάρχου ήταν όλος ο στόλος άμεσα να κατευθυνθεί προς το Δεδεαγάτς. Το ίδιο πράττει και το «Αβέρωφ» διακόπτοντας την ανθράκευσή του. Στις 3 μ.μ. το "Ιέραξ" κατορθώνει να ελλιμενιστεί, περνώντας μέσα από το φράγμα τορπιλών με το οποίο είχε αποκλειστεί το λιμάνι από τους Βουλγάρους.
Ο υποπλοίαρχος Αργυρόπουλος αποβιβάζεται και έρχεται σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη και τον πρόξενο για λήψη συμπληρωματικών μέτρων ασφάλειας του λιμανιού. Στις 6 μ.μ. φθάνουν τα θωρηκτά "Ύδρα" και "Ψαρά" και τα αντιτορπιλικά "Ασπίς" και "Θύελλα" και μία ώρα αργότερα, στις 7 μ.μ., φθάνει και το "Αβέρωφ".
Ο Μαυρομιχάλης συνεχίζοντας γράφει: «Ανήλθον αμέσως επ’ αυτού ο Μητροπολίτης Αίνου Ιωακείμ, ο Μουφτής κ.λπ. και υπέβαλαν τα σέβη των εις τον ελευθερωτήν Ναύαρχον, πληροφορήσαντες αυτόν ότι οι Βούλγαροι εν βία φεύγοντες, έθεσαν πυρ εις τα εκτός πόλεως ευρισκόμενα αποθέματα σανού, τροφίμων και λοιπών εφοδίων των, τα οποία ηθέλησαν να καταστρέψωσιν ίνα μη περιέλθουν εις χείρας μας».
Μακεδονομάχοι Αξιωματικοί - Κάποιοι από τους παραπάνω συνέδεσαν το όνομά τους με την Αλεξανδρούπολη όπως: Στυλιανός Μαυρομιχάλης και Περικλής Βλάσσης (Βάθης), Ιωάννης Δεμέστιχας (Νικηφόρος), Π. Σπυλιάδης, Κων. Μαζαράκης Αινιάν, Γεώργιος Κακουλίδης κ.α.
Την επομένη ημέρα 12 Ιουλίου 1913 ο Στ. Μαυρομιχάλης επικεφαλής αγήματος αποβιβάζεται στην πόλη και συνοδευόμενος από τον Μητροπολίτη, τον Μουφτή, τους πρόκριτους και πλήθος κόσμου μεταβαίνει στο Διοικητήριο όπου υψώνει την Ελληνική Σημαία και διαβάζει τη διαταγή της κατάληψης της πόλης: «Άποβιβασθείς έν τω άμα έπί κεφαλής άγήματος, έγενόμην δεκτός άπό τής άποβάθρας ύπό τών Προκρίτων καί τών κατοίκων τής πόλεως με έπί κεφαλής τόν Μητροπολίτην καί τόν Μουφτήν, συναδελφωμένων είς ένα κοινόν πόνον, έκ τών σκληρών μαρτυρίων, άτινα ύπέστησαν άπό τήν Βουλγαρικήν κατοχήν, καί τιμητικώς συνοδευθείς, - ύπό του συνεχώς ζητωκραυγάζοντος πλήθους - μέχρι του Διοικητηρίου, ύψωσα έν τιμαίς τήν Ελληνικήν Σημαίαν, καί άνέγνωσα τήν διαταγήν τής καταλήψεως τής πόλεως καί τής περιοχής της, ζητήσας τήν συμβολήν είς τό Έργον μου του γηγενούς πληθυσμού, άνεξαρτήτως Θρησκείας καί Φυλής».
Στη συνέχεια εγκαθίσταται στο Διοικητήριο και σε συνεργασία με ντόπιους αναλαμβάνει την ανασυγκρότηση όλων των υπηρεσιών της πόλης, των οποίων η εύρυθμη λειτουργία αποκαθίσταται μέσα σε ελάχιστες ημέρες: «Άπό τής πρώτης εσπέρας ένεκατεστάθη είς τάς όδούς φωτισμός καί ή συνεχής περίπολος, τόσον εντός τής πόλεως όσον καί έκτος αυτής, άπέδωκαν τήν ψυχικήν ηρεμίαν, τήν οποίαν τόσον είχον άνάγκην, οί πολύ ταλαιπωρηθέντες κάτοικοι τής πόλεως. Κατασχών είς τό Ταχυδρομικόν κατάστημα, γραμματόσημα καί επιστολικά δελτάρια Βουλγαρικά, διέταξα τήν χρησιμοποίησίν των, άφού τά έπεσημανα μέ τήν φράσιν: "Ελληνική Διοίκησις Δεδεαγάτς" καί τήν σφραγίδα μέ τήν ημερομηνίαν 13 Ίουλίου 1913 ήμέραν τής πρώτης κυκλοφορίας».
Στη συνέχεια ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης αναφέρεται και στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Αλεξανδρούπολης να δοθεί το όνομα του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη σε κεντρική λεωφόρο της πόλης: «Τό Δημοτικόν Συμβούλιον τής πόλεως σας, κατά τήν ύπό τήν νέαν του σύστασιν ύπό τήν Προεδρείαν του άειμνήστου Χαλκηδόνος, τότε Μητροπολίτου Αίνου, Ίωακείμ, πρώτην συνεδρίασιν αυτού ώνόμασε τόν Ναύαρχον Παύλον Κουντουριώτην καί έμέ επιτίμους πολίτης του, ετίμησε τήν Κεντρικήν Λεωφόρον μέ τό όνομα του Ναυάρχου (άραγε υπάρχει; ή έλησμονήθη καί ο Ναύαρχος Κουντουριώτης ακόμη; ή έλησμονήθη ή πρώτη υπό τήν Ελληνικήν Σημαίαν συνεδρίασις του Δημοτικού Συμβουλίου τής πόλεως σας;), είς δέ τόν τότε παραλιακόν κήπον του Δήμου, όπου κατά τάς Κυριακάς καί έορτάς έπαιάνιζεν ή μουσική καί ήτο τό Κέντρον τής πόλεως έδωκε τό όνομα "Φάληρον"».
Ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης παρέμεινε στο Δεδεαγάτς μέχρι την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913, οπότε παρέδωσε τη διοίκηση στον υποπρόξενο της Ελλάδας Σπαθάρη.
Τα γεγονότα πριν την απελευθέρωση
Είναι γνωστό ότι το Νοέμβριο του 1912 η Βουλγαρία, σύμμαχος με την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου είχε ζητήσει τη μεταφορά τμημάτων του βουλγαρικού στρατού από τη Θεσσαλονίκη στο Δεδέαγατς με πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.
Πράγματι το Πολεμικό Ναυτικό, με τη συνδρομή και του Εμπορικού Ναυτικού συμμετέχει στην επιχείρηση παραπομπής του Βουλγαρικού στρατού. Η όλη επιχείρηση ήταν εντυπωσιακή σε αποτελεσματικότητα, αν σκεφτούμε ότι σε 18 ώρες ξεφορτώθηκαν 13.000 άνδρες, 3.000 ίπποι και βόδια και πολυάριθμα υλικά υπό τον Συνταγματάρχη Μιτώφ.
Οι Τούρκοι βλέποντας το βουλγαρικό στρατό να προσεγγίζει στην πόλη την εγκατέλειψαν, ακολουθώντας τον τουρκικό στρατό που ήδη υποχωρούσε από την Κομοτηνή. «Επί τη προσεγγίσει του Βουλγαρικού Στρατού εις το Δεδέ Αγάτς αι Τουρκικαί αρχαί εγκατέλιπον την πόλιν και ετράπησαν προς συνάντησιν του εκ Γκιουμουλτζίνης υποχωρούντος Τουρκικού Στρατού».
Οι Βούλγαροι με το που πάτησαν το πόδι τους στο Δεδέαγατς προέβησαν σε αγριότητες εναντίον των μουσουλμάνων της πόλης. Η συμπεριφορά εκείνη θα επαναληφθεί και εναντίον των Ελλήνων, κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου το 1913. Οι ωμότητες των Βουλγάρων καταγράφηκαν και από ξένους ανταποκριτές ή συμμετεχόντων ξένων στρατιωτικών, όπως οι αξιωματικοί του Γαλλικού πλοίου «Julien de la Graviere», που φωτογράφισαν τα θύματα και τα ερείπια ή του Άγγλου Αξιωματικού Sir Thomas D'Oyly Snow (Τόμας Σνόου, γνωστός και με το ψευδώνυμο πολική αρκούδα).
Το 1913 ο Sir Thomas D'Oyly Snow βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα θα γράψει τα απομνημονεύματά του. Τα όσα αφορούν την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη θα δημοσιεύσει σε συνέχειες η εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ το 1931.
Ο Sir Thomas D'Oyly Snow γράφει μεταξύ άλλων ότι ο βουλγαρικός χείμαρρος βρισκόταν στην Ανατολική Μακεδονία απειλώντας να κατακλύσει και την ίδια την πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα, οι Βούλγαροι όπου πατούσαν έσφαζαν, λεηλατούσαν, έκαιγαν, κατέστρεφαν, δεν άφηναν τίποτα όρθιο, σκορπούσαν το θάνατο.
Στη Θεσσαλονίκη όπου βρισκόταν έφταναν συνεχώς τραυματίες από τις γύρω περιοχές. Γράφει δε μεταξύ άλλων:
«Σκοτεινοί οι δρόμοι τη νύχτα και κλειστά όλα τα κέντρα. Μονάχα οι προβολείς του Λευκού Πύργου λογχίζουν κατά περιόδους τον ουρανόν και τα πέριξ. Από το εσωτερικόν καταφθάνουν κατά εκατοντάδας οι τραυματίαι. Οι Έλληνες υποφέρουν πολύ το φοβερόν αυτό πλήγμα. Αλλά δείχνουν μια ψυχραιμία και μια εγκαρτέρηση εξαιρετική.
Κάθε στιγμή που περνά στις τραγικές αυτές ώρες, φέρνει και μια καινούργια δυσάρεστη πληροφορία. Αλλά στα μάτια των Ελλήνων διαφαίνεται πάντοτε μια λάμψις πεποιθήσεως. Έχουν ακλόνητη πίστη στην ανδρεία και στην γενναιότητα του στρατού των. Είναι πεπεισμένοι ότι θα νικήσουν. Αλλά ένα δεν ημπορούν ν΄ ανεχθούν: Τις θηριωδίες, τις ωμότητες, την απάνθρωπη συμπεριφορά των Βουλγάρων προς τα αθώα γυναικόπαιδα, προς κάθε τι το Ελληνικόν...».
Και όπως τονίζει ο Τόμας Σνόου, δεν πρόκειται για υπερβολή τα όσα φτάνουν σε εμάς, καθώς έτυχα και αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιες από τις απάνθρωπες συμπεριφορές.
Μάλιστα οι φρικαλεότητες των Βουλγάρων εναντίον των Ελλήνων είχαν προκαλέσει τεράστια εντύπωση σε μια ομήγυρη ξένων ανταποκριτών που βρισκόταν μαζί του στο Λευκό Πύργο (ανταποκριτές τους οποίους κατονομάζει από τους "Τάιμς", τον Παρισινό "Χρόνο", την "Σέκολο" του Μιλάνου, το πρακτορείο "Ρώυτερ", τη "Χαβάς", τη "Νταίλυ Τέλεγραφ" τη "Φρέι-Πρες", τη "Ζέιτ").
Επίσης σημειώνει ότι μόνο το 1913 οι Βούλγαροι οδήγησαν στο θάνατο σχεδόν 500.000 άτομα - άνδρες, γυναίκες και παιδιά στη Μακεδονία και τη Θράκη. Και επισημαίνει ότι εγκληματικές πράξεις έγιναν αμοιβαίως μεταξύ των Βαλκανικών κρατών. Όμως εκείνοι που μελέτησαν τα κύρια χαρακτηριστικά των Βαλκανικών λαών, ήταν εύκολο να διακρίνουν ποια και πόσα έπρεπε να πιστέψουν, ποια και πόσα ήταν καθαρά κατασκευασμένα, χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων. Μάλιστα ο συγγραφέας προβαίνει και σε σύντομο σχολιασμό των κύριων χαρακτηριστικών των εμπλεκομένων Βαλκανίων.
Ο συγγραφέας καταγράφει και τα όσα υπέστησαν οι Έλληνες από τους Βούλγαρους στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Σταχυολογώ ορισμένα που αφορούν τη Μάκρη και την Αλεξανδρούπολη:
«...Στις 30 Ιουνίου 1913 οι βουλγαρικές αρχές προσκάλεσαν όλους τους κατοίκους στην εκκλησία (της Μάκρης) για να τους γίνουν, δήθεν ανακοινώσεις από το διοικητή. Από τους 93 που προσήλθαν οι Βούλγαροι σκότωσαν τους 3 τους δε υπόλοιπους με συνοδεία τους συνόδευσαν στο Δεδέαγατς και από εκεί σιδηροδρομικώς τους μετέφεραν στο Εσκή Ζαγορά (Στάρα Ζαγόρα). Εκεί μετά τρεις μέρες μετέφεραν άλλους 190 αιχμαλώτους από το Δεδέαγατς.
Στο Εσκή Ζαγορά έμειναν φυλακισμένοι από τις 30 Ιουνίου έως τις 5 Αυγούστου. Το διάστημα αυτό υπέστησαν προπηλακίσεις και τους άφηναν νηστικούς για τρεις μέρες ενώ πάντα ήταν ορατός ο κίνδυνος να σφαγιασθούν από τους άγριους φρουρούς τους.
Πολλοί από τους Έλληνες φυλακισθέντες ενώ είχαν αρρωστήσει δεν τους επέτρεπαν να έχουν πρόσβαση σε φάρμακα και γιατρό, παρ΄ όλο που ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν οι ίδιοι γι΄ αυτό. Οι Οθωμανοί αιχμάλωτοι, παρ΄ όλη τη δική τους δυστυχία προσπαθούσαν να τους ανακουφίσουν ενώ κι ένας αιχμάλωτος Τούρκος στρατιωτικός γιατρός προσπαθούσε να τους περιθάλψει.
Οι Βούλγαροι στρατιώτες κερδοσκοπούσαν από τους αιχμαλώτους, στήνοντας μια μικρή φάμπρικα. Πουλούσαν λίγο ψωμί για 5 γρόσια, λίγο καπνό επίσης 5 γρόσια ενώ το τυρί η οκά είχε 60 γρόσια. Οι αιχμάλωτοι εκτός από τα ρολόγια και τα δαχτυλίδια τους αναγκάζονταν να πουλούν ακόμη και τα σανδάλια τους προς 2-3 φράγκα για ν΄ αγοράσουν λίγο ψωμί.
Στις 4 Αυγούστου οι ομογενείς αιχμάλωτοι παρέστησαν μάρτυρες της εκτελέσεως των Οθωμανών αιχμαλώτων. Μόνο στο σημείο εκείνο εκτελέστηκαν 690 περίπου αιχμάλωτοι ενώ ταυτόχρονα και σε άλλο σημείο της πόλης εκτελέστηκαν και άλλοι αιχμάλωτοι.
Αργότερα τους ομογενείς θα τους μεταφέρουν σιδηροδρομικώς στη Βάρνα και με τη βοήθεια της ελληνικής κοινότητας και του αυστριακού προξενείου θα μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη με το αυστριακό πλοίο "ΚΕΛΤ".
Αφού παρέμειναν επί πέντε μέρες σε καραντίνα στα "Καβάκια" (περιοχή στο Βόσπορο) εγκαταστάθηκαν με εντολή του Πατριάρχη στη Μαράσλειο Σχολή, έως ότου βρεθεί τρόπος να επιστρέψουν στα σπίτια τους».
Όπως γράφει ο Τόμας Σνόου και οι κάτοικοι του Δεδέαγατς υπέστησαν τα πάνδεινα από τους Βούλγαρους το διάστημα αυτό. Μάλιστα αναφέρεται στον πολεμικό ανταποκριτή της εφημερίδας "Σέκολο" του Μιλάνου Λ. Μαγκρίνι, ο οποίος τηλεγραφούσε από το Δεδέαγατς, όπου είχε πάει με το Γάλλο Συνταγματάρχη Λέπιτι στις 16/29 Ιουλίου τα όσα πληροφορήθηκε από τον Μητροπολίτη, τις θρησκευτικές αρχές των Μουσουλμάνων και το Γάλλο Πρόξενο Τακέλα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες όταν οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Δεδέαγατς κατέσφαξαν 500 Μουσουλμάνους, μεταξύ αυτών και πολλές γυναίκες. Επί τέσσερις μέρες τα πτώματά τους βρίσκονταν πεταμένα στους δρόμους, αναγκάζοντας τους πρόξενους να σχηματίσουν μια επιτροπή η οποία θα μεριμνούσε για την ταφή τους, προκειμένου ν΄ αποφευχθεί ο κίνδυνος επιδημιών.
Την πρώτη περίοδο (Α' Βαλκανικός Πόλεμος 1912) τις βιαιοπραγίες τις είχαν υποστεί οι Μουσουλμάνοι, ενώ κατά τη δεύτερη (Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος 1913) ακολούθησε και η σειρά του ελληνικού πληθυσμού. Ο τρόμος πλανιόταν επάνω από το Δεδέαγατς.
Σύμφωνα με τον πολεμικό ανταποκριτή της "Σέκολο" στις 22 Ιουνίου οι Βούλγαροι συνέλαβαν 53 Έλληνες τους οποίους κακοποίησαν και λήστεψαν τα σπίτια τους. Από τους συλληφθέντες απέλυσαν 37 άτομα, τους δε υπόλοιπους, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο δάσκαλος Κουσταλλίδης, τους απέστειλαν στις Σαράντα Εκκλησιές.
Στις 3 Ιουλίου, σύμφωνα πάντα με τον Magrini κήρυκες προσκάλεσαν τους Έλληνες να συγκεντρωθούν στην αυλή της Μητρόπολης στις 10:00 το πρωί. Πράγματι εκεί συγκεντρώθηκαν πάνω από 800 τους οποίους έκλεισαν στα ελληνικά σχολεία που ήταν στην αυλή της Μητρόπολης. Στη συνέχεια ο επικεφαλής αξιωματικός Καραδήμωφ, ο υπολοχαγός του πεζικού Κανταρτζήεφ, ο ανθυπολοχαγός Βούλκωφ κι άλλοι αξιωματικοί μαζί με τον διευθυντή της αστυνομίας εγκατέστησαν τραπέζια στην αυλή και καλούσαν τους αιχμαλώτους να καταθέσουν λύτρα από 25 έως 250 οθωμανικές λίρες.
Στη συνέχεια απέλυσαν τους περισσότερους, εισπράττοντας κατ΄ ελάχιστον 100.000 φράγκα. Από τους κρατηθέντες, 186 άτομα, μεταξύ των οποίων και οι δάσκαλοι Κάσος και Λιάπης, επειδή δεν κατέβαλαν λύτρα οδηγήθηκαν συνοδεία λογχοφόρων στο σιδηροδρομικό σταθμό. Στη συνέχεια τους επιβίβασαν σε αμαξοστοιχία που έγραφε "Έλληνες αιχμάλωτοι" και τους έστειλαν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, ίσως στη Στάρα Ζαγόρα.
Στις 9 Ιουλίου ο ιμάμης υποχρεώθηκε να οδηγήσει τους Βούλγαρους στρατιώτες στα σπίτια των Οθωμανών της πόλης και προχώρησαν στην αιχμαλώτιση όλων από ηλικίας 15 ετών και άνω και τους έκλεισαν στην αυλή του δικηγόρου Τζεμάλ Βέη, στη γυναίκα του οποίου είχαν ασελγήσει τις προηγούμενες νύχτες, διαδοχικά δέκα στρατιώτες, αναγκάζοντας μάλιστα αυτόν να τους φωτίζει με δυο κεριά.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας στην εν λόγω αυλή του Τζεμάλ Βέη, όπου βρισκόταν οι άνδρες Μουσουλμάνοι, οι Βούλγαροι τοποθέτησαν κιβώτια με πετρέλαιο και απειλούσαν ότι θα τους έκαιγαν ενώ αξιωματικοί και στρατιώτες είχαν ξεχυθεί στα μουσουλμανικά σπίτια και κακοποίησαν τις γυναίκες ακόμη και τις γριές και τα μικρά ανήλικα κορίτσια. Μόνο 30 κατόρθωσαν να ξεφύγουν την ατίμωση με την επέμβαση του ιερέα της Μητρόπολης Παπασταύρου. Το επόμενο πρωί οι απολυθέντες Μουσουλμάνοι κατέφυγαν με τις οικογένειές τους στο γερμανικό προξενείο, όπου μετέφεραν και δυο παιδιά ηλικίας 7 και 8 ετών τα οποία είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά. Η θέα τους είχε προκαλέσει την αγανάκτηση του Γερμανού υποπρόξενου Rhot.
Το μεσημέρι της 25ης Ιουνίου συνελήφθη ο Έλληνας υποπρόξενος Στράβων Σπαθάρης και οδηγήθηκε σιδηροδρομικώς στη φυλακή της Αδριανούπολης, απ΄ όπου απελευθερώθηκε από τον τουρκικό στρατό, όταν αυτοί κατέλαβαν την πόλη.
Το ίδιο βράδυ Βούλγαροι στρατιώτες πήγαν στο Γαλλικό Προξενείο, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του Σπαθάρη και μαζί με τον Γάλλο υποπρόξενο Τακέλα τους οδήγησαν στο Ελληνικό Προξενείο.
Από τις 26 Ιουνίου έως τις 9 Ιουλίου οι Βούλγαροι έκλεισαν σε ισόγειο δωμάτιο της Μητρόπολης, φρουρούμενο, τον Μητροπολίτη Αίνου. Δεν του επετράπη να επικοινωνεί ούτε με τη μητέρα του που βρισκόταν στο κτίριο της Μητρόπολης.
Στις 9 Ιουλίου ο Γάλλος Πρόξενος με τον έμπορο Δράκο ειδοποίησαν τον έγκλειστο Μητροπολίτη ότι οι Βούλγαροι είχαν εγκαταλείψει την πόλη και τον οδήγησαν στο Γαλλικό Προξενείο. Εκεί παρέμεινε μαζί με άλλες ελληνικές οικογένειες μέχρι της καταλήψεως της πόλης από το ελληνικό ναυτικό άγημα.
Αποχωρώντας ο βουλγαρικός στρατός λεηλάτησε τα περισσότερα σπίτια και 50 περίπου ελληνικά καταστήματα, έσπασε τις πόρτες του τελωνείου και αφαίρεσαν εμπορεύματα. Σάκοι ζάχαρης πουλήθηκαν στη Γκιουμουλτζίνα μόλις προς 4 δρχ. ο καθένας.
Επίσης έβαλαν φωτιά σε δέματα χόρτου, που βρισκόταν στην παραλία κοντά στις αποθήκες πετρελαίου με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πυρκαγιά στις αποθήκες των Ανατολικών Σιδηροδρόμων καθώς και των τραπεζών των Οθωμανών, των Γερμανανατολικών, της Θεσσαλονίκης και διαφόρων εμπόρων αξίας 1.000.000 περίπου φράγκων. Όλα τα κακουργήματα προξενήθηκαν από τον τακτικό βουλγαρικό στρατό. Μόνος του συμμετείχε και ο πασίγνωστος για τους φόνους Ελλήνων και Τούρκων κομιτατζής Μίλλος από το Καλαντζίτερε.
Μεταξύ άλλων ωμοτήτων στα απομνημονεύματα συμπεριλαμβάνεται και η έκθεση του Μητροπολίτη Αίνου Ιωακείμ προς το Πατριαρχείο με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1913.
➤ Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή του Υποναυάρχου Στ. Μαυρομιχάλη προς τον Δήμαρχο Αλεξανδρούπολης Κ. Αλτιναλμάζη στα "ΘΡΑΚΙΚΑ", τόμος 16, 1941, σελ. pdf 363.
Υ.Γ.
1) Αξίζει ν΄ αναφέρω ότι για ένα μικρό διάστημα, αμέσως μόλις αποχώρησε ο ελληνικός στόλος από το Δεδέαγατς και την υπόλοιπη Θράκη και ενώ είχε υπογραφεί η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, σύμφωνα με την οποία η Θράκη παραχωρούνταν στη Βουλγαρία, ο Οθωμανικός στρατός θ΄ ανακαταλάβει την περιοχή και από τις 31 Αυγούστου έως 25 Οκτωβρίου 1913 θα δημιουργήσει τη λεγόμενη Προσωρινή και στη συνέχεια Αυτόνομη Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης (Batı Trakya Bağımsız Hükümeti).
Στις 10 Οκτωβρίου 1913 η Τουρκία με τη Βουλγαρία θα υπογράψουν συμφωνία (Συνθήκη Κωνσταντινούπολης) με την οποία οι Οθωμανοί παραχωρούσαν τη Δυτική Θράκη στη Βουλγαρία, ενώ η Βουλγαρία αναγκάσθηκε ν΄ αναγνωρίσει τη κυριαρχία του σουλτάνου επί της Ανατολικής Θράκης (ανατολικά του ποταμού Έβρου), συμπεριλαμβανομένης της Αδριανούπολης και του Διδυμοτείχου.
Το σύντομο όμως αυτό διάστημα που μεσολάβησε ήταν αρκετό για να διεξαχθούν λυσσαλέες μάχες μεταξύ Βουλγάρων και Οθωμανών. Χιλιάδες Βούλγαροι τότε κυνηγημένοι θα μεταναστεύσουν προς τη Βουλγαρία αλλά και το Δεδέαγατς.
(Διαβάζοντας τη βιβλιογραφία που αφορά την εποχή, ανατρέχοντας και σε βουλγαρικές αλλά και οθωμανικές πηγές θα διαπιστώσει κανείς ότι αμφότεροι μιλούν για την εθνοκάθαρση ακόμη και για γενοκτονία του λαού τους, που υπέστησαν οι μεν από τους δε).
Η Βουλγαρική κατοχή στη Θράκη, ως γνωστόν θα διαρκέσει έως τον Οκτώβριο του 1919. Τότε η Θράκη θα βρεθεί υπό συμμαχική κατοχή. Μετά έξι μήνες θα έρθει η πολυπόθητη ελευθερία για την Αλεξανδρούπολη (Δεδέαγατς) στις 14 Μαΐου 1920.
2) Η οργάνωση της Θράκης κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα.
Στην περιφέρεια του Βιλαετιού Αδριανουπόλεως μέχρι την άνοιξη του 1907 δεν είχε σημειωθεί καμία οργάνωση από ελληνικής πλευράς. Οι Έλληνες Πρόξενοι ασχολούνταν με τα συνήθη υπηρεσιακά έγγραφα και οι Μητροπολίτες με τα καθαρά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Την περίοδο εκείνη, σύμφωνα με τον Γονατά ο πληθυσμός του βιλαετιού Αδριανουπόλεως (πλην της Κωνσταντινούπολης και των προαστίων ανερχόταν σε 1.030.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 510.000 ήταν Τούρκοι, οι 365.000 Έλληνες, 110.000 Βούλγαροι και 45.000 Εβραίοι, Αρμένιοι και άλλοι).
Οι Βούλγαροι δεν είχαν εκδηλώσει καμία ένοπλη ενέργεια μετά το 1903 και έτσι οι Έλληνες παρέμεναν εθνικά αδρανείς. Η θρησκευτική όμως βουλγαρική προπαγάνδα και ο προσηλυτισμός στην Εξαρχία που αυξανόταν σταδιακά υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση στις αρχές του 1907 να αποσπάσει αξιωματικούς στα Προξενεία της Θράκης, με σκοπό την οργάνωση του Θρακικού Ελληνικού πληθυσμού.
Έτσι την άνοιξη του 1907 αποσπάσθηκε στο Προξενείο της Αδριανούπολης ο Υπολοχαγός του Πεζικού Στυλιανός Γονατάς (με το ψευδώνυμο Στέργιος Γρηγορίου) στο δε Υποπροξενείο της Αλεξανδρούπολης (Δεδέαγατς) ο Υπολοχαγός του Πυροβολικού Περικλής Βλάσσης (με το ψευδώνυμο Βάθης).
Οι παραπάνω αξιωματικοί κατόρθωσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να ιδρύσουν στις κυριότερες πόλεις της Θράκης Ελληνικούς Γυμναστικούς και Φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους. Στο έργο τους βρήκαν συμπαραστάτες τον κλήρο και τους δασκάλους καθώς και τους ένθερμους πατριώτες. Παράλληλα επέβαλλαν οικονομικό αποκλεισμό κατά του βουλγαρικού και αλλοεθνούς εμπορίου, συστήνοντας στους Έλληνες ν΄ αποφεύγουν τις οικονομικές συναλλαγές με τους αλλοεθνείς.
Από το Φθινόπωρο του 1907, όταν βουλγαρικές ένοπλες συμμορίες άρχισαν να εισέρχονται στη Θράκη και να προβαίνουν σε φόνους και ξυλοδαρμούς των Ελλήνων κατοίκων της, οι αξιωματικοί μερίμνησαν για τον εξοπλισμό τους για να τους αντιμετωπίσουν.
Τα όπλα εκφορτώνονταν στο λιμάνι της Μάκρης και από εκεί διοχετεύονταν σε όλες τις περιοχές της Θράκης. Ο αγώνας των δύο αξιωματικών στις αρχές του 1908 ενισχύθηκε και με τον Λοχαγό Παναγιώτη Σπυλιάδη, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο Προξενείο του Μοναστηρίου και είχε μεγάλη πείρα.
3) Το όνομα του Ναυάρχου Στυλιανού Μαυρομιχάλη φέρει - τιμής ένεκεν - οδός της Αλεξανδρούπολης.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
➤ Διαβάστε επίσης:
Πηγές:
Την 1η Ιουλίου 1938 η Δράμα γιόρταζε πανηγυρικά 25 χρόνια από την απελευθέρωσή της (1913-1938). Επίσημος προσκεκλημένος στις εκδηλώσεις εκείνες ήταν ο Υποναύαρχος ε.α. Στυλιανός Μαυρομιχάλης, γόνος της οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων της Μάνης. Υπήρξε πρωταγωνιστής στο Μακεδονικό αγώνα αλλά και στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και βέβαια πρωταγωνίστησε και στην πρώτη απελευθέρωση του Δεδέαγατς στις 12 Ιουλίου 1913.
Ο νεαρός σημαιοφόρος του Πολεμικού Ναυτικού (Βασιλικού τότε) το Νοέμβριο του 1905 είχε τοποθετηθεί ως γραμματέας στο υποπροξενείο της Καβάλας. Με το ψευδώνυμο «Μαυρομάτης» και αργότερα με το ψευδώνυμο «Σουλεϊμάν» έγινε η ψυχή του Μακεδονικού αγώνα στην Ανατολική Μακεδονία. Ίδρυσε και οργάνωσε το Εθνικό Κέντρο Καβάλας και Δράμας και σε συνεργασία με τον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο (τον μετέπειτα μαρτυρήσαντα Μητροπολίτη Σμύρνης), πέτυχε την αναπτέρωση του εθνικού φρονήματος των κατοίκων και την επιβολή της οργάνωσης του αγώνα.
Με βάση τους αθλητικούς συλλόγους που υπήρχαν στις γύρω περιοχές συγκρότησε ένοπλους πολιτοφύλακες και πέτυχε έτσι ν΄ αντιμετωπίσει τη βουλγαρική προπαγάνδα, η οποία περιορίστηκε στις βόρειες περιοχές του Νευροκοπίου. Ο αγώνας του Στυλιανού Μαυρομιχάλη επεκτάθηκε και στη Δυτική Θράκη.
Ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης |
Ο πρόξενος της Καβάλας Άννινος Καβαλιεράτος, στην έκθεσή του για τη δράση του Μαυρομιχάλη, αναφέρει: «Ακαταπόνητος εργάτης της εθνικής ιδέας εν τω τμήματι τούτω της Μακεδονίας, τα μέγιστα συνετέλεσε εις την ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος, ιδία εν τη υπαίθρω χώρα, συστήσας εις άπαντα τα εις την δικαιοδοσίαν του Υποπροξενείου υπαγόμενα χωρία ειδικάς εθνικάς επιτροπάς, διεπομένας υπό κανονισμών εκπονηθέντων υπ’ αυτού. …Πανθομολογουμένη και αισθητή είναι η παρατηρουμένη διαφορά και πρόοδος της εθνικής εργασίας από της εγκαταστάσεως του φιλέργου και ενθουσιώδους τούτου αξιωματικού. Οι χωρικοί ανέκτησαν θάρρος και τόλμην τοιαύτην ώστε τα πάντα εισίν έτοιμοι να θυσιάσωσιν υπέρ της πατρίδος…».
Με την έναρξη του Α' Βαλκανικού πολέμου ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης επανήλθε στο Πολεμικό Ναυτικό και ανέλαβε τη διοίκηση της Α' Πυροβολαρχίας βαρέων πυροβόλων του θωρηκτού «Αβέρωφ». Έλαβε μέρος στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου. Για τη δράση αυτή αλλά και την προηγούμενη στην ανατολική Μακεδονία, του ανατέθηκε τιμητικά στις 27 Ιουνίου 1913 από τον αρχηγό του στόλου Ναύαρχο Κουντουριώτη, να καταλάβει με ναυτικό άγημα του Α/Τ «Δόξα» την απελευθερωθείσα Καβάλα και μετ’ ολίγον και τη Δράμα.
Στην προαναφερθείσα επετειακή εκδήλωση στη Δράμα μετείχε μεταξύ άλλων επισήμων και ο τότε Δήμαρχος της Αλεξανδρούπολης αείμνηστος Κωνσταντίνος Αλτιναλμάζης.
Κατά την συνάντηση των δύο ανδρών ο Δήμαρχος της Αλεξανδρούπολης ζήτησε από τον Στυλιανό Μαυρομιχάλη να καταγράψει τις μνήμες του από την πρώτη αλλά δυστυχώς προσωρινή απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης το 1913. Ο υποναύαρχος ανταποκρίθηκε άμεσα στο αίτημα του δημάρχου με επιστολή που του έστειλε στις 22 Αυγούστου 1938. Η επιστολή αυτή έχει δημοσιευτεί στα «Θρακικά», τόμος 16 του 1941, καθώς και στην τοπική εφημερίδα «Ελεύθερη Θράκη».
Στην εισαγωγή της επιστολής αναφέρει κατά λέξη τα εξής: «Συνεπής προς την υπόσχεσιν την οποίαν σας έδωκα εν Δράμα κατά τας εορτάς της 25ετηρίδος της απελευθερώσεώς της, έρχομαι διά της παρούσης μου να σας γνωρίσω τα σχετικά με την πόλιν σας ιστορικά γεγονότα από του 1906 μέχρι της απελευθερώσεώς της, τα οποία τηρούμενα εις το αρχείον του Δήμου σας θα είναι η επίσημος ιστορία, η οποία ίσως αναμοχλεύση εις τους εκ των συμπολιτών σας παλαιούς κατοίκους του Δεδεαγάτς παλαιάς ευκλεείς ημέρας».
Στη συνέχεια, το πρώτο μέρος της επιστολής αναφέρεται στις δράσεις και διασυνδέσεις στο Δεδεαγάτς και την ευρύτερη περιοχή της Δ. Θράκης, από την έλευσή του στην Καβάλα ως τον Α' Βαλκανικό πόλεμο. Συγκεκριμένα, λέγει για την ανάγκη που προέκυψε για επέκταση των δραστηριοτήτων του Εθνικού Κέντρου Καβάλας - Δράμας στην Ξάνθη καθώς και στο Δεδεαγάτς, το λιμάνι του οποίου παρείχε τη δυνατότητα θαλάσσιας επικοινωνίας με την Καβάλα.
Συνεργάστηκε κατ’ επανάληψη με τους προξένους Ίωνα Δραγούμη και Ευθύμιο Κανελλόπουλο καθώς και με τους μητροπολίτες Αίνου Λουκά Πετρίδη και Ιωακείμ Γεωργιάδη, στη δημιουργία των πρώτων πυρήνων οργάνωσης, μεταφοράς όπλων, διείσδυσης αποστελλομένων προσώπων και δικτύου ειδικών πληροφοριών (είναι γνωστή η μεταφορά όπλων από τον επίσης αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Ιωάννη Δεμέστιχα, ο οποίος εκφόρτωνε όπλα σε ερημική τοποθεσία της Μάκρης και στη συνέχεια αυτά διοχετεύονταν στους μυημένους Έλληνες).
Εισηγήθηκε στο Εθνικό Κέντρο των Αθηνών την ίδρυση προξενείου στην Ξάνθη, το οποίο πραγματοποιήθηκε το 1907-1908 με πρόξενο τον Άγγελο Άννινο.
Παράλληλα με την υπόδειξή του, στάλθηκαν ως εκπρόσωποι της οργάνωσης στην Ξάνθη ο Ανθυπίλαρχος Ν. Αινιάν και στο Δεδέαγατς ο Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Περικλής Βλάσης.
Στο δεύτερο μέρος της επιστολής αναφέρονται τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν κατά και αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης. Είχε ήδη καταληφθεί η Καβάλα και ο Ελληνικός Στόλος με το θωρηκτό «Αβέρωφ» επικεφαλής, έχοντας το λιμάνι της ως ορμητήριο κρατούσε σε στενό αποκλεισμό τις ακτές από τις εκβολές του Νέστου ως την Αίνο. Τα γεγονότα της κατάληψης της Αλεξανδρούπολης λαμβάνουν χώρα κατά τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου και τις αρχές του Ιουλίου του 1913.
Γράφει ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης: «Την 28ην Ιουνίου τα Βουλγαρικά οχυρώματα του Δεδεαγάτς έβαλον δέκα βολάς κατά της περιπολούσης εις απόστασιν 6.400 μέτρων από της πόλεως ευδρόμου "Μυκάλης" και την ηνάγκασαν να απομακρυνθή εκτός βολής και αφ’ ετέρου δεν υστέρησαν να βάλωσιν από Μάκρης εχθρικά πυροβόλα κατά του αντιτορπιλικού "Λόγχη".
Την επομένην, 29 Ιουνίου, το θωρηκτόν "Ψαρά" επλησίασε κατά την περιπολίαν του την ακτή του Δεδεαγάτς, διαδραμόν ηρέμα έμπροσθεν της πόλεως. Αμέσως τα οχυρώματα ήρχισαν κατ’ αυτού πυρ. Ο κυβερνήτης, του πλοίαρχος του Β.Ν. Ανδρέας Μιαούλης, έγγονος του ομωνύμου μεγάλου ναυάρχου της Επαναστάσεως Ανδρέα Μιαούλη, τηρώντας παραδόσεις του ονόματός του, έκρινεν ότι δεν έπρεπε να ανταποδώσει το πυρ, ίνα μη βλάψει πόλιν Ελληνικήν και συνεχίσας αγερώχως με μικράν ταχύτητα την διαδρομήν του κατευθύνθη προς Σαμοθράκην.
Παρετηρήθη κατ’ εκείνην την ημέραν από των "Ψαρρών" ότι εις τους στρατώνας του Δεδεαγάτς εκυμάτιζεν η σημαία του Ερυθρού Σταυρού της Γενεύης, ίνα περιπλανώμενα τα πλοία μας απόσχωσιν του βομβαρδισμού. Περί τας πρωινάς ώρας της 11ης Ιουλίου ο Ναύαρχος ειδοποιείται υπό των περιπολούντων πλοίων, ότι οι Βούλγαροι πιθανώς υποχωρούντες υπό την πίεσιν της θυελλώδους προελάσεως των στρατιών του Βασιλέως Κωνσταντίνου, επυρπόλουν το Δεδεαγάτς. Εν τω άμα διετάχθη η άπαρσις του "Αβέρωφ" και ο πλους του προς Δεδεαγάτς. Από αποστάσεως πέντε και πλέον μιλίων, ουρανομήκεις τολύπαι φλογών καπνού, παρουσίαζον την πόλιν παραδεδομένην τω πυρί. Η συγκίνησις του πληρώματος του "Αβέρωφ" εκορυφούτο όταν έβλεπε την ατμοσφαίραν πυκνουμένην εφόσον επλησιάζομεν. Περί την 5ην ώραν της εσπέρας ο "Αβέρωφ" ηγκυροβόλησεν εις το Δεδεαγάτς, ενώ ζητωκραυγαί ηκούοντο εκ του λιμένος, όπου πλήθος πολύ, έξαλλον εχαιρέτα διά Σημαιών και μανδυλίων».
Από διαφορετικές πηγές πληροφόρησης προκύπτει ότι το ανιχνευτικό πλοίο "Ιέραξ", που περιπολούσε μπροστά από το Δεδεαγάτς, ήταν αυτό που περί ώραν 3ην πρωινήν της 11ης Ιουλίου, αντελήφθη τη φωτιά και έσπευσε να ειδοποιήσει τον Ναύαρχο Κουντουριώτη.
Εκείνη τη στιγμή το θωρηκτό "Αβέρωφ" ναυλοχούσε στην Καβάλα για ανθράκευση. Η διαταγή του Ναυάρχου ήταν όλος ο στόλος άμεσα να κατευθυνθεί προς το Δεδεαγάτς. Το ίδιο πράττει και το «Αβέρωφ» διακόπτοντας την ανθράκευσή του. Στις 3 μ.μ. το "Ιέραξ" κατορθώνει να ελλιμενιστεί, περνώντας μέσα από το φράγμα τορπιλών με το οποίο είχε αποκλειστεί το λιμάνι από τους Βουλγάρους.
Ο υποπλοίαρχος Αργυρόπουλος αποβιβάζεται και έρχεται σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη και τον πρόξενο για λήψη συμπληρωματικών μέτρων ασφάλειας του λιμανιού. Στις 6 μ.μ. φθάνουν τα θωρηκτά "Ύδρα" και "Ψαρά" και τα αντιτορπιλικά "Ασπίς" και "Θύελλα" και μία ώρα αργότερα, στις 7 μ.μ., φθάνει και το "Αβέρωφ".
Ο Μαυρομιχάλης συνεχίζοντας γράφει: «Ανήλθον αμέσως επ’ αυτού ο Μητροπολίτης Αίνου Ιωακείμ, ο Μουφτής κ.λπ. και υπέβαλαν τα σέβη των εις τον ελευθερωτήν Ναύαρχον, πληροφορήσαντες αυτόν ότι οι Βούλγαροι εν βία φεύγοντες, έθεσαν πυρ εις τα εκτός πόλεως ευρισκόμενα αποθέματα σανού, τροφίμων και λοιπών εφοδίων των, τα οποία ηθέλησαν να καταστρέψωσιν ίνα μη περιέλθουν εις χείρας μας».
Μακεδονομάχοι Αξιωματικοί - Κάποιοι από τους παραπάνω συνέδεσαν το όνομά τους με την Αλεξανδρούπολη όπως: Στυλιανός Μαυρομιχάλης και Περικλής Βλάσσης (Βάθης), Ιωάννης Δεμέστιχας (Νικηφόρος), Π. Σπυλιάδης, Κων. Μαζαράκης Αινιάν, Γεώργιος Κακουλίδης κ.α.
Την επομένη ημέρα 12 Ιουλίου 1913 ο Στ. Μαυρομιχάλης επικεφαλής αγήματος αποβιβάζεται στην πόλη και συνοδευόμενος από τον Μητροπολίτη, τον Μουφτή, τους πρόκριτους και πλήθος κόσμου μεταβαίνει στο Διοικητήριο όπου υψώνει την Ελληνική Σημαία και διαβάζει τη διαταγή της κατάληψης της πόλης: «Άποβιβασθείς έν τω άμα έπί κεφαλής άγήματος, έγενόμην δεκτός άπό τής άποβάθρας ύπό τών Προκρίτων καί τών κατοίκων τής πόλεως με έπί κεφαλής τόν Μητροπολίτην καί τόν Μουφτήν, συναδελφωμένων είς ένα κοινόν πόνον, έκ τών σκληρών μαρτυρίων, άτινα ύπέστησαν άπό τήν Βουλγαρικήν κατοχήν, καί τιμητικώς συνοδευθείς, - ύπό του συνεχώς ζητωκραυγάζοντος πλήθους - μέχρι του Διοικητηρίου, ύψωσα έν τιμαίς τήν Ελληνικήν Σημαίαν, καί άνέγνωσα τήν διαταγήν τής καταλήψεως τής πόλεως καί τής περιοχής της, ζητήσας τήν συμβολήν είς τό Έργον μου του γηγενούς πληθυσμού, άνεξαρτήτως Θρησκείας καί Φυλής».
Στη συνέχεια εγκαθίσταται στο Διοικητήριο και σε συνεργασία με ντόπιους αναλαμβάνει την ανασυγκρότηση όλων των υπηρεσιών της πόλης, των οποίων η εύρυθμη λειτουργία αποκαθίσταται μέσα σε ελάχιστες ημέρες: «Άπό τής πρώτης εσπέρας ένεκατεστάθη είς τάς όδούς φωτισμός καί ή συνεχής περίπολος, τόσον εντός τής πόλεως όσον καί έκτος αυτής, άπέδωκαν τήν ψυχικήν ηρεμίαν, τήν οποίαν τόσον είχον άνάγκην, οί πολύ ταλαιπωρηθέντες κάτοικοι τής πόλεως. Κατασχών είς τό Ταχυδρομικόν κατάστημα, γραμματόσημα καί επιστολικά δελτάρια Βουλγαρικά, διέταξα τήν χρησιμοποίησίν των, άφού τά έπεσημανα μέ τήν φράσιν: "Ελληνική Διοίκησις Δεδεαγάτς" καί τήν σφραγίδα μέ τήν ημερομηνίαν 13 Ίουλίου 1913 ήμέραν τής πρώτης κυκλοφορίας».
Στη συνέχεια ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης αναφέρεται και στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Αλεξανδρούπολης να δοθεί το όνομα του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη σε κεντρική λεωφόρο της πόλης: «Τό Δημοτικόν Συμβούλιον τής πόλεως σας, κατά τήν ύπό τήν νέαν του σύστασιν ύπό τήν Προεδρείαν του άειμνήστου Χαλκηδόνος, τότε Μητροπολίτου Αίνου, Ίωακείμ, πρώτην συνεδρίασιν αυτού ώνόμασε τόν Ναύαρχον Παύλον Κουντουριώτην καί έμέ επιτίμους πολίτης του, ετίμησε τήν Κεντρικήν Λεωφόρον μέ τό όνομα του Ναυάρχου (άραγε υπάρχει; ή έλησμονήθη καί ο Ναύαρχος Κουντουριώτης ακόμη; ή έλησμονήθη ή πρώτη υπό τήν Ελληνικήν Σημαίαν συνεδρίασις του Δημοτικού Συμβουλίου τής πόλεως σας;), είς δέ τόν τότε παραλιακόν κήπον του Δήμου, όπου κατά τάς Κυριακάς καί έορτάς έπαιάνιζεν ή μουσική καί ήτο τό Κέντρον τής πόλεως έδωκε τό όνομα "Φάληρον"».
Ο Στυλιανός Μαυρομιχάλης παρέμεινε στο Δεδεαγάτς μέχρι την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913, οπότε παρέδωσε τη διοίκηση στον υποπρόξενο της Ελλάδας Σπαθάρη.
Τα γεγονότα πριν την απελευθέρωση
Είναι γνωστό ότι το Νοέμβριο του 1912 η Βουλγαρία, σύμμαχος με την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου είχε ζητήσει τη μεταφορά τμημάτων του βουλγαρικού στρατού από τη Θεσσαλονίκη στο Δεδέαγατς με πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.
Πράγματι το Πολεμικό Ναυτικό, με τη συνδρομή και του Εμπορικού Ναυτικού συμμετέχει στην επιχείρηση παραπομπής του Βουλγαρικού στρατού. Η όλη επιχείρηση ήταν εντυπωσιακή σε αποτελεσματικότητα, αν σκεφτούμε ότι σε 18 ώρες ξεφορτώθηκαν 13.000 άνδρες, 3.000 ίπποι και βόδια και πολυάριθμα υλικά υπό τον Συνταγματάρχη Μιτώφ.
15 Νοεμβρίου 1912, παραπομπή βουλγαρικού στρατού στην Αλεξανδρούπολη |
Οι Τούρκοι βλέποντας το βουλγαρικό στρατό να προσεγγίζει στην πόλη την εγκατέλειψαν, ακολουθώντας τον τουρκικό στρατό που ήδη υποχωρούσε από την Κομοτηνή. «Επί τη προσεγγίσει του Βουλγαρικού Στρατού εις το Δεδέ Αγάτς αι Τουρκικαί αρχαί εγκατέλιπον την πόλιν και ετράπησαν προς συνάντησιν του εκ Γκιουμουλτζίνης υποχωρούντος Τουρκικού Στρατού».
Οι Βούλγαροι με το που πάτησαν το πόδι τους στο Δεδέαγατς προέβησαν σε αγριότητες εναντίον των μουσουλμάνων της πόλης. Η συμπεριφορά εκείνη θα επαναληφθεί και εναντίον των Ελλήνων, κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου το 1913. Οι ωμότητες των Βουλγάρων καταγράφηκαν και από ξένους ανταποκριτές ή συμμετεχόντων ξένων στρατιωτικών, όπως οι αξιωματικοί του Γαλλικού πλοίου «Julien de la Graviere», που φωτογράφισαν τα θύματα και τα ερείπια ή του Άγγλου Αξιωματικού Sir Thomas D'Oyly Snow (Τόμας Σνόου, γνωστός και με το ψευδώνυμο πολική αρκούδα).
Ο Sir Thomas D'Oyly Snow |
Το 1913 ο Sir Thomas D'Oyly Snow βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα θα γράψει τα απομνημονεύματά του. Τα όσα αφορούν την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη θα δημοσιεύσει σε συνέχειες η εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ το 1931.
Ο Sir Thomas D'Oyly Snow γράφει μεταξύ άλλων ότι ο βουλγαρικός χείμαρρος βρισκόταν στην Ανατολική Μακεδονία απειλώντας να κατακλύσει και την ίδια την πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα, οι Βούλγαροι όπου πατούσαν έσφαζαν, λεηλατούσαν, έκαιγαν, κατέστρεφαν, δεν άφηναν τίποτα όρθιο, σκορπούσαν το θάνατο.
Στη Θεσσαλονίκη όπου βρισκόταν έφταναν συνεχώς τραυματίες από τις γύρω περιοχές. Γράφει δε μεταξύ άλλων:
«Σκοτεινοί οι δρόμοι τη νύχτα και κλειστά όλα τα κέντρα. Μονάχα οι προβολείς του Λευκού Πύργου λογχίζουν κατά περιόδους τον ουρανόν και τα πέριξ. Από το εσωτερικόν καταφθάνουν κατά εκατοντάδας οι τραυματίαι. Οι Έλληνες υποφέρουν πολύ το φοβερόν αυτό πλήγμα. Αλλά δείχνουν μια ψυχραιμία και μια εγκαρτέρηση εξαιρετική.
Κάθε στιγμή που περνά στις τραγικές αυτές ώρες, φέρνει και μια καινούργια δυσάρεστη πληροφορία. Αλλά στα μάτια των Ελλήνων διαφαίνεται πάντοτε μια λάμψις πεποιθήσεως. Έχουν ακλόνητη πίστη στην ανδρεία και στην γενναιότητα του στρατού των. Είναι πεπεισμένοι ότι θα νικήσουν. Αλλά ένα δεν ημπορούν ν΄ ανεχθούν: Τις θηριωδίες, τις ωμότητες, την απάνθρωπη συμπεριφορά των Βουλγάρων προς τα αθώα γυναικόπαιδα, προς κάθε τι το Ελληνικόν...».
Και όπως τονίζει ο Τόμας Σνόου, δεν πρόκειται για υπερβολή τα όσα φτάνουν σε εμάς, καθώς έτυχα και αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιες από τις απάνθρωπες συμπεριφορές.
Μάλιστα οι φρικαλεότητες των Βουλγάρων εναντίον των Ελλήνων είχαν προκαλέσει τεράστια εντύπωση σε μια ομήγυρη ξένων ανταποκριτών που βρισκόταν μαζί του στο Λευκό Πύργο (ανταποκριτές τους οποίους κατονομάζει από τους "Τάιμς", τον Παρισινό "Χρόνο", την "Σέκολο" του Μιλάνου, το πρακτορείο "Ρώυτερ", τη "Χαβάς", τη "Νταίλυ Τέλεγραφ" τη "Φρέι-Πρες", τη "Ζέιτ").
Επίσης σημειώνει ότι μόνο το 1913 οι Βούλγαροι οδήγησαν στο θάνατο σχεδόν 500.000 άτομα - άνδρες, γυναίκες και παιδιά στη Μακεδονία και τη Θράκη. Και επισημαίνει ότι εγκληματικές πράξεις έγιναν αμοιβαίως μεταξύ των Βαλκανικών κρατών. Όμως εκείνοι που μελέτησαν τα κύρια χαρακτηριστικά των Βαλκανικών λαών, ήταν εύκολο να διακρίνουν ποια και πόσα έπρεπε να πιστέψουν, ποια και πόσα ήταν καθαρά κατασκευασμένα, χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων. Μάλιστα ο συγγραφέας προβαίνει και σε σύντομο σχολιασμό των κύριων χαρακτηριστικών των εμπλεκομένων Βαλκανίων.
Ο συγγραφέας καταγράφει και τα όσα υπέστησαν οι Έλληνες από τους Βούλγαρους στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Σταχυολογώ ορισμένα που αφορούν τη Μάκρη και την Αλεξανδρούπολη:
«...Στις 30 Ιουνίου 1913 οι βουλγαρικές αρχές προσκάλεσαν όλους τους κατοίκους στην εκκλησία (της Μάκρης) για να τους γίνουν, δήθεν ανακοινώσεις από το διοικητή. Από τους 93 που προσήλθαν οι Βούλγαροι σκότωσαν τους 3 τους δε υπόλοιπους με συνοδεία τους συνόδευσαν στο Δεδέαγατς και από εκεί σιδηροδρομικώς τους μετέφεραν στο Εσκή Ζαγορά (Στάρα Ζαγόρα). Εκεί μετά τρεις μέρες μετέφεραν άλλους 190 αιχμαλώτους από το Δεδέαγατς.
Στο Εσκή Ζαγορά έμειναν φυλακισμένοι από τις 30 Ιουνίου έως τις 5 Αυγούστου. Το διάστημα αυτό υπέστησαν προπηλακίσεις και τους άφηναν νηστικούς για τρεις μέρες ενώ πάντα ήταν ορατός ο κίνδυνος να σφαγιασθούν από τους άγριους φρουρούς τους.
Πολλοί από τους Έλληνες φυλακισθέντες ενώ είχαν αρρωστήσει δεν τους επέτρεπαν να έχουν πρόσβαση σε φάρμακα και γιατρό, παρ΄ όλο που ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν οι ίδιοι γι΄ αυτό. Οι Οθωμανοί αιχμάλωτοι, παρ΄ όλη τη δική τους δυστυχία προσπαθούσαν να τους ανακουφίσουν ενώ κι ένας αιχμάλωτος Τούρκος στρατιωτικός γιατρός προσπαθούσε να τους περιθάλψει.
Οι Βούλγαροι στρατιώτες κερδοσκοπούσαν από τους αιχμαλώτους, στήνοντας μια μικρή φάμπρικα. Πουλούσαν λίγο ψωμί για 5 γρόσια, λίγο καπνό επίσης 5 γρόσια ενώ το τυρί η οκά είχε 60 γρόσια. Οι αιχμάλωτοι εκτός από τα ρολόγια και τα δαχτυλίδια τους αναγκάζονταν να πουλούν ακόμη και τα σανδάλια τους προς 2-3 φράγκα για ν΄ αγοράσουν λίγο ψωμί.
Στις 4 Αυγούστου οι ομογενείς αιχμάλωτοι παρέστησαν μάρτυρες της εκτελέσεως των Οθωμανών αιχμαλώτων. Μόνο στο σημείο εκείνο εκτελέστηκαν 690 περίπου αιχμάλωτοι ενώ ταυτόχρονα και σε άλλο σημείο της πόλης εκτελέστηκαν και άλλοι αιχμάλωτοι.
Αργότερα τους ομογενείς θα τους μεταφέρουν σιδηροδρομικώς στη Βάρνα και με τη βοήθεια της ελληνικής κοινότητας και του αυστριακού προξενείου θα μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη με το αυστριακό πλοίο "ΚΕΛΤ".
Αφού παρέμειναν επί πέντε μέρες σε καραντίνα στα "Καβάκια" (περιοχή στο Βόσπορο) εγκαταστάθηκαν με εντολή του Πατριάρχη στη Μαράσλειο Σχολή, έως ότου βρεθεί τρόπος να επιστρέψουν στα σπίτια τους».
Όπως γράφει ο Τόμας Σνόου και οι κάτοικοι του Δεδέαγατς υπέστησαν τα πάνδεινα από τους Βούλγαρους το διάστημα αυτό. Μάλιστα αναφέρεται στον πολεμικό ανταποκριτή της εφημερίδας "Σέκολο" του Μιλάνου Λ. Μαγκρίνι, ο οποίος τηλεγραφούσε από το Δεδέαγατς, όπου είχε πάει με το Γάλλο Συνταγματάρχη Λέπιτι στις 16/29 Ιουλίου τα όσα πληροφορήθηκε από τον Μητροπολίτη, τις θρησκευτικές αρχές των Μουσουλμάνων και το Γάλλο Πρόξενο Τακέλα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες όταν οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Δεδέαγατς κατέσφαξαν 500 Μουσουλμάνους, μεταξύ αυτών και πολλές γυναίκες. Επί τέσσερις μέρες τα πτώματά τους βρίσκονταν πεταμένα στους δρόμους, αναγκάζοντας τους πρόξενους να σχηματίσουν μια επιτροπή η οποία θα μεριμνούσε για την ταφή τους, προκειμένου ν΄ αποφευχθεί ο κίνδυνος επιδημιών.
Την πρώτη περίοδο (Α' Βαλκανικός Πόλεμος 1912) τις βιαιοπραγίες τις είχαν υποστεί οι Μουσουλμάνοι, ενώ κατά τη δεύτερη (Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος 1913) ακολούθησε και η σειρά του ελληνικού πληθυσμού. Ο τρόμος πλανιόταν επάνω από το Δεδέαγατς.
Σύμφωνα με τον πολεμικό ανταποκριτή της "Σέκολο" στις 22 Ιουνίου οι Βούλγαροι συνέλαβαν 53 Έλληνες τους οποίους κακοποίησαν και λήστεψαν τα σπίτια τους. Από τους συλληφθέντες απέλυσαν 37 άτομα, τους δε υπόλοιπους, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο δάσκαλος Κουσταλλίδης, τους απέστειλαν στις Σαράντα Εκκλησιές.
Στις 3 Ιουλίου, σύμφωνα πάντα με τον Magrini κήρυκες προσκάλεσαν τους Έλληνες να συγκεντρωθούν στην αυλή της Μητρόπολης στις 10:00 το πρωί. Πράγματι εκεί συγκεντρώθηκαν πάνω από 800 τους οποίους έκλεισαν στα ελληνικά σχολεία που ήταν στην αυλή της Μητρόπολης. Στη συνέχεια ο επικεφαλής αξιωματικός Καραδήμωφ, ο υπολοχαγός του πεζικού Κανταρτζήεφ, ο ανθυπολοχαγός Βούλκωφ κι άλλοι αξιωματικοί μαζί με τον διευθυντή της αστυνομίας εγκατέστησαν τραπέζια στην αυλή και καλούσαν τους αιχμαλώτους να καταθέσουν λύτρα από 25 έως 250 οθωμανικές λίρες.
Στη συνέχεια απέλυσαν τους περισσότερους, εισπράττοντας κατ΄ ελάχιστον 100.000 φράγκα. Από τους κρατηθέντες, 186 άτομα, μεταξύ των οποίων και οι δάσκαλοι Κάσος και Λιάπης, επειδή δεν κατέβαλαν λύτρα οδηγήθηκαν συνοδεία λογχοφόρων στο σιδηροδρομικό σταθμό. Στη συνέχεια τους επιβίβασαν σε αμαξοστοιχία που έγραφε "Έλληνες αιχμάλωτοι" και τους έστειλαν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, ίσως στη Στάρα Ζαγόρα.
Στις 9 Ιουλίου ο ιμάμης υποχρεώθηκε να οδηγήσει τους Βούλγαρους στρατιώτες στα σπίτια των Οθωμανών της πόλης και προχώρησαν στην αιχμαλώτιση όλων από ηλικίας 15 ετών και άνω και τους έκλεισαν στην αυλή του δικηγόρου Τζεμάλ Βέη, στη γυναίκα του οποίου είχαν ασελγήσει τις προηγούμενες νύχτες, διαδοχικά δέκα στρατιώτες, αναγκάζοντας μάλιστα αυτόν να τους φωτίζει με δυο κεριά.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας στην εν λόγω αυλή του Τζεμάλ Βέη, όπου βρισκόταν οι άνδρες Μουσουλμάνοι, οι Βούλγαροι τοποθέτησαν κιβώτια με πετρέλαιο και απειλούσαν ότι θα τους έκαιγαν ενώ αξιωματικοί και στρατιώτες είχαν ξεχυθεί στα μουσουλμανικά σπίτια και κακοποίησαν τις γυναίκες ακόμη και τις γριές και τα μικρά ανήλικα κορίτσια. Μόνο 30 κατόρθωσαν να ξεφύγουν την ατίμωση με την επέμβαση του ιερέα της Μητρόπολης Παπασταύρου. Το επόμενο πρωί οι απολυθέντες Μουσουλμάνοι κατέφυγαν με τις οικογένειές τους στο γερμανικό προξενείο, όπου μετέφεραν και δυο παιδιά ηλικίας 7 και 8 ετών τα οποία είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά. Η θέα τους είχε προκαλέσει την αγανάκτηση του Γερμανού υποπρόξενου Rhot.
Το μεσημέρι της 25ης Ιουνίου συνελήφθη ο Έλληνας υποπρόξενος Στράβων Σπαθάρης και οδηγήθηκε σιδηροδρομικώς στη φυλακή της Αδριανούπολης, απ΄ όπου απελευθερώθηκε από τον τουρκικό στρατό, όταν αυτοί κατέλαβαν την πόλη.
Το ίδιο βράδυ Βούλγαροι στρατιώτες πήγαν στο Γαλλικό Προξενείο, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του Σπαθάρη και μαζί με τον Γάλλο υποπρόξενο Τακέλα τους οδήγησαν στο Ελληνικό Προξενείο.
Από τις 26 Ιουνίου έως τις 9 Ιουλίου οι Βούλγαροι έκλεισαν σε ισόγειο δωμάτιο της Μητρόπολης, φρουρούμενο, τον Μητροπολίτη Αίνου. Δεν του επετράπη να επικοινωνεί ούτε με τη μητέρα του που βρισκόταν στο κτίριο της Μητρόπολης.
Στις 9 Ιουλίου ο Γάλλος Πρόξενος με τον έμπορο Δράκο ειδοποίησαν τον έγκλειστο Μητροπολίτη ότι οι Βούλγαροι είχαν εγκαταλείψει την πόλη και τον οδήγησαν στο Γαλλικό Προξενείο. Εκεί παρέμεινε μαζί με άλλες ελληνικές οικογένειες μέχρι της καταλήψεως της πόλης από το ελληνικό ναυτικό άγημα.
Αποχωρώντας ο βουλγαρικός στρατός λεηλάτησε τα περισσότερα σπίτια και 50 περίπου ελληνικά καταστήματα, έσπασε τις πόρτες του τελωνείου και αφαίρεσαν εμπορεύματα. Σάκοι ζάχαρης πουλήθηκαν στη Γκιουμουλτζίνα μόλις προς 4 δρχ. ο καθένας.
Επίσης έβαλαν φωτιά σε δέματα χόρτου, που βρισκόταν στην παραλία κοντά στις αποθήκες πετρελαίου με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πυρκαγιά στις αποθήκες των Ανατολικών Σιδηροδρόμων καθώς και των τραπεζών των Οθωμανών, των Γερμανανατολικών, της Θεσσαλονίκης και διαφόρων εμπόρων αξίας 1.000.000 περίπου φράγκων. Όλα τα κακουργήματα προξενήθηκαν από τον τακτικό βουλγαρικό στρατό. Μόνος του συμμετείχε και ο πασίγνωστος για τους φόνους Ελλήνων και Τούρκων κομιτατζής Μίλλος από το Καλαντζίτερε.
Μεταξύ άλλων ωμοτήτων στα απομνημονεύματα συμπεριλαμβάνεται και η έκθεση του Μητροπολίτη Αίνου Ιωακείμ προς το Πατριαρχείο με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1913.
➤ Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή του Υποναυάρχου Στ. Μαυρομιχάλη προς τον Δήμαρχο Αλεξανδρούπολης Κ. Αλτιναλμάζη στα "ΘΡΑΚΙΚΑ", τόμος 16, 1941, σελ. pdf 363.
Υ.Γ.
1) Αξίζει ν΄ αναφέρω ότι για ένα μικρό διάστημα, αμέσως μόλις αποχώρησε ο ελληνικός στόλος από το Δεδέαγατς και την υπόλοιπη Θράκη και ενώ είχε υπογραφεί η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, σύμφωνα με την οποία η Θράκη παραχωρούνταν στη Βουλγαρία, ο Οθωμανικός στρατός θ΄ ανακαταλάβει την περιοχή και από τις 31 Αυγούστου έως 25 Οκτωβρίου 1913 θα δημιουργήσει τη λεγόμενη Προσωρινή και στη συνέχεια Αυτόνομη Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης (Batı Trakya Bağımsız Hükümeti).
Στις 10 Οκτωβρίου 1913 η Τουρκία με τη Βουλγαρία θα υπογράψουν συμφωνία (Συνθήκη Κωνσταντινούπολης) με την οποία οι Οθωμανοί παραχωρούσαν τη Δυτική Θράκη στη Βουλγαρία, ενώ η Βουλγαρία αναγκάσθηκε ν΄ αναγνωρίσει τη κυριαρχία του σουλτάνου επί της Ανατολικής Θράκης (ανατολικά του ποταμού Έβρου), συμπεριλαμβανομένης της Αδριανούπολης και του Διδυμοτείχου.
Το σύντομο όμως αυτό διάστημα που μεσολάβησε ήταν αρκετό για να διεξαχθούν λυσσαλέες μάχες μεταξύ Βουλγάρων και Οθωμανών. Χιλιάδες Βούλγαροι τότε κυνηγημένοι θα μεταναστεύσουν προς τη Βουλγαρία αλλά και το Δεδέαγατς.
(Διαβάζοντας τη βιβλιογραφία που αφορά την εποχή, ανατρέχοντας και σε βουλγαρικές αλλά και οθωμανικές πηγές θα διαπιστώσει κανείς ότι αμφότεροι μιλούν για την εθνοκάθαρση ακόμη και για γενοκτονία του λαού τους, που υπέστησαν οι μεν από τους δε).
Η Βουλγαρική κατοχή στη Θράκη, ως γνωστόν θα διαρκέσει έως τον Οκτώβριο του 1919. Τότε η Θράκη θα βρεθεί υπό συμμαχική κατοχή. Μετά έξι μήνες θα έρθει η πολυπόθητη ελευθερία για την Αλεξανδρούπολη (Δεδέαγατς) στις 14 Μαΐου 1920.
2) Η οργάνωση της Θράκης κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα.
Στην περιφέρεια του Βιλαετιού Αδριανουπόλεως μέχρι την άνοιξη του 1907 δεν είχε σημειωθεί καμία οργάνωση από ελληνικής πλευράς. Οι Έλληνες Πρόξενοι ασχολούνταν με τα συνήθη υπηρεσιακά έγγραφα και οι Μητροπολίτες με τα καθαρά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Την περίοδο εκείνη, σύμφωνα με τον Γονατά ο πληθυσμός του βιλαετιού Αδριανουπόλεως (πλην της Κωνσταντινούπολης και των προαστίων ανερχόταν σε 1.030.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 510.000 ήταν Τούρκοι, οι 365.000 Έλληνες, 110.000 Βούλγαροι και 45.000 Εβραίοι, Αρμένιοι και άλλοι).
Οι Βούλγαροι δεν είχαν εκδηλώσει καμία ένοπλη ενέργεια μετά το 1903 και έτσι οι Έλληνες παρέμεναν εθνικά αδρανείς. Η θρησκευτική όμως βουλγαρική προπαγάνδα και ο προσηλυτισμός στην Εξαρχία που αυξανόταν σταδιακά υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση στις αρχές του 1907 να αποσπάσει αξιωματικούς στα Προξενεία της Θράκης, με σκοπό την οργάνωση του Θρακικού Ελληνικού πληθυσμού.
Έτσι την άνοιξη του 1907 αποσπάσθηκε στο Προξενείο της Αδριανούπολης ο Υπολοχαγός του Πεζικού Στυλιανός Γονατάς (με το ψευδώνυμο Στέργιος Γρηγορίου) στο δε Υποπροξενείο της Αλεξανδρούπολης (Δεδέαγατς) ο Υπολοχαγός του Πυροβολικού Περικλής Βλάσσης (με το ψευδώνυμο Βάθης).
Οι παραπάνω αξιωματικοί κατόρθωσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να ιδρύσουν στις κυριότερες πόλεις της Θράκης Ελληνικούς Γυμναστικούς και Φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους. Στο έργο τους βρήκαν συμπαραστάτες τον κλήρο και τους δασκάλους καθώς και τους ένθερμους πατριώτες. Παράλληλα επέβαλλαν οικονομικό αποκλεισμό κατά του βουλγαρικού και αλλοεθνούς εμπορίου, συστήνοντας στους Έλληνες ν΄ αποφεύγουν τις οικονομικές συναλλαγές με τους αλλοεθνείς.
Από το Φθινόπωρο του 1907, όταν βουλγαρικές ένοπλες συμμορίες άρχισαν να εισέρχονται στη Θράκη και να προβαίνουν σε φόνους και ξυλοδαρμούς των Ελλήνων κατοίκων της, οι αξιωματικοί μερίμνησαν για τον εξοπλισμό τους για να τους αντιμετωπίσουν.
Τα όπλα εκφορτώνονταν στο λιμάνι της Μάκρης και από εκεί διοχετεύονταν σε όλες τις περιοχές της Θράκης. Ο αγώνας των δύο αξιωματικών στις αρχές του 1908 ενισχύθηκε και με τον Λοχαγό Παναγιώτη Σπυλιάδη, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο Προξενείο του Μοναστηρίου και είχε μεγάλη πείρα.
3) Το όνομα του Ναυάρχου Στυλιανού Μαυρομιχάλη φέρει - τιμής ένεκεν - οδός της Αλεξανδρούπολης.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
➤ Διαβάστε επίσης:
Πηγές:
- Υποναύαρχος ε.α. Π. Μουντανέας Π.Ν. "Θαλασσινοί Απόηχοι", 2015.
- Γενικό Επιτελείο Στρατού / ΔΙΣ "Ο Μακεδονικός αγών και τα εις Θράκην γεγονότα", 1979.
- Θρακικά, τόμος 16/1941.
- Κώστας Χιόνης "Ο Μακεδονικός αγώνας στο σαντζάκι της Δράμας".
- Περί Αλός "15 Νοεμβρίου 1912 - Μεταφορά Βουλγαρικού στρατού στο Δεδέαγατς". https://perialos.blogspot.com/2014/01/15-1912.html
- Παντελής Αθανασιάδης "Όταν οι Βούλγαροι απήγαγαν τον Ελληνα υποπρόξενο Σπαθάρη στο Δεδέαγατς, 1913". https://sitalkisking.blogspot.com/2020/11/1913.html
- Εφημερίδα "Μακεδονία", 1931.
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω