Ο δάσκαλος Γεώργιος Κανδηλάπτης έσωσε και μετέφερε στην Ελλάδα τα οστά του αυτοκράτορα Αλέξιου Δ' Κομνηνού, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924.
της Ουρανίας Πανταζίδου
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 θα δημιουργηθούν τρία ελληνικά κράτη, με σκοπό την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Ο Αλέξιος και ο αδελφός του Δαυίδ Κομνηνός - εγγονοί του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α' Κομνηνού και γιοι του Μιχαήλ Κομνηνού και της Γεωργιανής Ρουσουδάν - έκαναν την Τραπεζούντα πρωτεύουσα του βασιλείου τους. Ο Αλέξιος Α' ανακήρυξε τον εαυτό του Αυτοκράτορα και νόμιμο διάδοχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, φέροντας τον τίτλο «Πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Ήταν τότε 22 ετών.
Μετά όμως την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1261, οι Μεγαλοκομνηνοί αναγκάστηκαν να αλλάξουν τον τίτλο τους. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας έγινε ο «Πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας».
«Πάσης Ανατολής» για να υπογραμμίζεται η Βυζαντινή μικρασιατική κληρονομιά της Τραπεζούντας, «Ιβήρων» για να υπενθυμίζεται η συγγένεια και η πατροπαράδοτη φιλία των δύο δυναστικών οίκων της Γεωργίας και της Τραπεζούντας, αλλά και το γεγονός ότι κάποτε έλεγχαν ένα μέρος της Ιβηρίας (του Καυκάσου) και τέλος «Περατείας» για να μνημονεύεται η κυριαρχία στη χερσόνησο της Κριμαίας, στις απέναντι από την Τραπεζούντα ακτές.
Κάθε άρχοντας της Τραπεζούντας αυτοαποκαλούνταν Μέγας Κομνηνός ή Μεγαλοκομνηνός. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η οποία οργανώθηκε ακολουθώντας τα πρότυπα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας των Κομνηνών του 11ου και 12 αιώνα, ονομάζονταν και κράτος των Κομνηνών, λόγω της άρχουσας δυναστείας. Φημιζόταν δε για τον πλούτο της, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό προερχόταν από τους Γενουάτες και Βενετούς εμπόρους, που διέσχιζαν το λεγόμενο δρόμο του μεταξιού. Δυτικοί ταξιδιώτες χρησιμοποιούσαν την Τραπεζούντα ως σημείο εκκίνησης για τα ταξίδια τους στην Ασία. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μάρκο Πόλο που το 1295 επέστρεψε στην Ευρώπη μέσω Τραπεζούντας.
Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας θα πέσει στα χέρια των Οθωμανών στις 15 Αυγούστου 1461, οκτώ χρόνια μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453. Για να θρηνήσει, όπως λέει η παράδοση το χαμό της πόλης, που ποτέ δεν κατόρθωσε ν΄ αναστήσει: «Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!».
Μετά τον Αλέξιο Α' Μέγα Κομνηνό, τον ιδρυτή της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και κατά τη διάρκεια των 257 χρόνων που επέζησε αυτή (1204-1461) άλλοι τρεις αυτοκράτορες θα φέρουν το ίδιο όνομα με τον ιδρυτή της (οι Αλέξιος Β΄, Γ΄ και Δ΄).
Η μεταφορά των οστών του Αλέξιου Δ' στην Ελλάδα από τον Γεώργιο Κανδηλάπτη
Θα σταθώ στον τελευταίο Αλέξιο Κομνηνό, καθώς έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς το πως ο δάσκαλος Γεώργιος Κανδηλάπτης - Κάνις έσωσε και μετέφερε στην Ελλάδα τα οστά του αυτοκράτορα Αλέξιου Δ' Κομνηνού, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι γνωστό ότι ο Γεώργιος Κανδηλάπτης υπήρξε δάσκαλος, εκτός από τον Πόντο και σε σχολεία της Αλεξανδρούπολης και των περιχώρων της (www.alexpolisonline.com/2019/08/georgios-kandilaptis.html).
Ο Αλέξιος Δ' Μέγας Κομνηνός βασίλευσε στην Τραπεζούντα από το 1417 έως το 1429. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του είχε να παλέψει με τις ορδές των Τούρκων, που όλο και πλησίαζαν στη Βασιλεύουσα αλλά και με το διεφθαρμένο περιβάλλον του. Ο συμβασιλέας και πρωτότοκος γιος του Ιωάννης, ο οποίος σφετεριζόταν το θρόνο θα προσεγγίσει μέλη της βασιλικής φρουράς για να σκοτώσουν τον Αλέξιο. Ο Ιωάννης ισχυριζόταν πως είχε διατάξει μόνο τη σύλληψη του πατέρα του και όχι το θάνατό του.
Αφού τιμώρησε τους δολοφόνους, με τύφλωση του ενός και με κόψιμο των χεριών του άλλου, έθαψε τον Αλέξιο με αυτοκρατορικές τιμές στη Μονή της Παναγίας Θεοσκεπάστου και αργότερα του έφτιαξε μαυσωλείο πίσω από το άγιο βήμα του Μητροπολιτικού Ναού της Τραπεζούντας «Παναγία Χρυσοκέφαλος».
Ο τάφος είχε σχήμα κιβωρίου αποτελούμενος από τέσσερις κυλινδρικούς κίονες από μάρμαρο. Οι κίονες ήταν διακοσμημένοι με σταυρό και φύλλα φοίνικα. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 οι Τούρκοι τοποθέτησαν στη λάρνακα του Αλεξίου έναν δικό τους ήρωα τον Χόσογλαν, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στην κατάληψη της Τραπεζούντας, η οποία έπεσε στα χέρια των Τούρκων έπειτα από πολιορκία 32 ημερών. Λέγεται ότι ο Χόσογλαν με μια οβίδα τηλεβόλου έσπασε την αλυσίδα που συγκρατούσε τη γέφυρα και έτσι παραβιάστηκε η πύλη του φρουρίου της Τραπεζούντας.
Οι Τούρκοι έκλεισαν με σανίδια και ξύλα το μνημείο και τοποθέτησαν επάνω επιγραφή που εξυμνούσε τα κατορθώματα του Τούρκου ήρωα. Με τις προσθήκες που έκαναν κατάντησαν το μνημείο σε τούρκικο «Τουρμπέ». Τα τουρμπέ είναι τα τούρκικα μαυσωλεία αποτελούμενα από δυο μέρη την κρύπτη που είναι τοποθετημένοι οι νεκροί και τον τουρμπέ ένα είδος σαν το δικό μας παρεκκλήσι, όπου υπάρχουν κενά φέρετρα σκεπασμένα με πολύτιμα υφάσματα και κεντητές επιγραφές από το κοράνι.
Το 1916 την Τραπεζούντα καταλαμβάνουν οι Ρώσοι και ο Ρώσος αρχαιολόγος Θεόδωρος Ουσπένσκι αποκατέστησε το μνημείο αφαιρώντας τα πρόσθετα υλικά και το επανέφερε στην αρχική του μορφή. Μέσα στο μνημείο υπήρχαν δυο λάρνακες με οστά, του Αλεξίου και του Τούρκου. Τα οστά του Αλεξίου μετά από επιμονή του Μητροπολίτη Χρύσανθου παραδόθηκαν λίγο πριν αναχωρήσουν οι Ρώσοι από την Τραπεζούντα. Τα κειμήλια του τάφου μπήκαν σε τέσσερα μεγάλα κιβώτια και στάλθηκαν στην Ρωσία. Το 1918 τα οστά θάφτηκαν στο ναό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ο οποίος από το 1665 ήταν ο μητροπολιτικός ναός της Τραπεζούντας.
Ο Γεώργιος Κανδηλανάπτης έφερε τα οστά του Αλέξιου μαζί του στην Ελλάδα, κάνοντας αγώνα δρόμου και καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες με κίνδυνο της ζωής του. Σύμφωνα με όσα είχε γράψει ο ίδιος στο περιοδικό "Ποντιακά Φύλλα" το 1937, τον Ιούνιο του 1924 μαζί με άλλους συμπατριώτες Αργυρουπολίτες βρισκόταν στην Τραπεζούντα, περιμένοντας το πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα (Συνθήκη της Λωζάνης περί ανταλλαγής των πληθυσμών).
Ο Κανδηλάπτης όσο διάστημα παρέμεναν στην Τραπεζούντα υπηρετούσε στο γραφείο της Επιτροπής της Ανταλλαγής, καταγράφοντας την εγκαταλειφθείσα ακίνητη περιουσία των προσφύγων. Μεταξύ των προσερχομένων προς καταγραφή της περιουσίας τους ήταν και ο αρτοποιός από την Άτρα της Αργυρούπολης Αναστάσιος Μιχαηλίδης (γνωστός ως Αναστάσης της Μακρέσσας). Αυτός μαζί με άλλους πρόσφυγες είχαν στεγαστεί στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Γρηγορίου. Κατά την καταγραφή της περιουσίας του έδειξε στον Κανδηλάπτη ένα έγγραφο - βεβαίωση, την οποίαν υπέγραφε ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος.
Όταν τον ρώτησε ο Κανδηλάπτης που βρήκε το χαρτί, ο Μιχαηλίδης του απάντησε στην αυλή της εκκλησίας. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Κανδηλάπτης επισκέφτηκε και πάλι τον Α. Μιχαηλίδη για να δει το έγγραφο, τονίζοντας του ότι θα ήταν μεγάλη προσφορά στο Έθνος αν μπορούσαν να βρουν το σκήνωμα που περιγράφει η βεβαίωση.
Μόλις ο Μιχαηλίδης είδε τον Κανδηλάπτη να ετοιμάζεται να αντιγράψει τη βεβαίωση, κατάλαβε ότι αυτό μπορεί να είχε μεγάλη αξία και ότι θα μπορούσε να αποκομίσει πολλά υλικά οφέλη. Άρπαξε το χαρτί και το έκλεισε στο χαρτοφυλάκιό του. Παράλληλα του εξομολογήθηκε ότι κατά την παραμονή του στο ναό, στα ΝΑ της Αγίας Τράπεζας είδε μια κινητή πλάκα, κάτω από την οποία υπήρχε ένα κιβώτιο. Μέσα υπήρχαν οστά και μια φιάλη στην οποία βρισκόταν ένα χαρτί. Αφού έσπασε τη φιάλη βρήκε μέσα τη βεβαίωση που κρατούσε στα χέρια του. Στη συνέχεια παρακάλεσε τον Κανδηλάπτη να προσπαθήσει να πάρει το κιβώτιο στην κατοχή του. Όμως αυτό ήταν πολύ δύσκολο καθώς ο ναός εκκενώθηκε από τους πρόσφυγες και κηρύχθηκε περιουσία του Δημοσίου. Επιπλέον ο προαύλιος χώρος μπροστά από τη Μητρόπολη είχε μετατραπεί σε στρατώνα.
Εδώ όμως φάνηκε η μεγάλη θέληση του Κανδηλάπτη. Προφασίστηκε ότι ήταν ασθενής και δεν πήγε στο γραφείο της Επιτροπής. Αφιέρωσε όλο το χρόνο του, σκεπτόμενος τον τρόπο με τον οποίον θα μπορούσε να πάρει το κιβώτιο. Ο χρόνος ήταν πολύ πιεστικός και δε σήκωνε αναβολή. Έτσι, αφού έκανε το σταυρό του τρεις φορές μπήκε στο προαύλιο της Μητρόπολης κι έφτασε έως τον τάφο. Όμως πολύ γρήγορα άκουσε μια φωνή «Γιασάκ» - απαγορεύεται, τι θέλεις εκεί; Γύρισε και είδε τρεις στρατιώτες να τον παρακολουθούν από τα απέναντι παράθυρα. Αναγκάστηκε να αποχωρήσει.
Την επομένη, πολύ πρωί πήγε και πάλι στο ναό. Οι Μουσουλμάνοι είχαν το ραμαζάνι τους και οι στρατιώτες που ήταν στο Μητροπολιτικό Μέγαρο εκείνη την ώρα κοιμόντουσαν. Ο Κανδηλάπτης μπήκε στο ναό. Το τέμπλο και τα στασίδια βρίσκονταν στο πάτωμα κατεστραμμένα. Προχώρησε βιαστικά έως το Άγιο Βήμα, βρήκε την πλάκα, όμως ήταν αδύνατον να την μετακινήσει χωρίς μοχλό. Έτσι έφυγε και πάλι άπρακτος.
Στην τρίτη προσπάθεια πήρε μαζί του κεριά και φτάνοντας στο σταθμό της Μητρόπολης ζήτησε να δει τον επικεφαλής, ένα λοχία από τη Σεβάστεια. Τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να ανάψει τα κεριά, δήθεν για το όραμα που είδε. Πράγματι ο λοχίας του έδωσε την άδεια. Όμως τον ακολούθησε ένας στρατιώτης κι έτσι αποχώρησε άπρακτος.
Φεύγοντας συνάντησε ένα συμπατριώτη του δεκανέα τον Αλή Ριζά, ο οποίος τον κάλεσε στο θάλαμό του για να συνομιλήσουν. Ο Κανδηλάπτης τότε αναγκάστηκε να του φανερώσει το σκοπό του. Του είπε δηλαδή ότι στο ναό ήταν θαμμένα τα οστά ενός αγίου αρχιερέα και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να τα πάρει. Ο Αλή Ριζά συμφώνησε με ένα καλό μπαξίσι. Ο Κανδηλάπτης του έδωσε προκαταβολή 5 χάρτινες λίρες ενώ συμφώνησαν ότι θα του έδινε άλλες 3 μετά την επίτευξη του σκοπού του.
Το επόμενο πρωί βρέθηκε και πάλι στο ναό, όμως για κακή του τύχη εκείνη την ώρα γινόταν επιθεώρηση του στρατώνα. Έτσι και πάλι έφυγε άπρακτος. Εντωμεταξύ τα καθήκοντά του στην Επιτροπή Ανταλλαγής τον κράτησαν για ένα εικοσιτετράωρο μακρυά από την Τραπεζούντα.
Μόλις επέστρεψε, πολύ πρωί ξαναβρέθηκε στο ναό κι έμεινε άναυδος με το θέαμα που αντίκρισε. Η Αγία Τράπεζα ήταν αναποδογυρισμένη και η πλάκα που κάλυπτε τα οστά είχε αφαιρεθεί. Το κιβώτιο ήταν θρυμματισμένο και τα οστά διασκορπισμένα. Συγκινημένος συγκέντρωσε περίπου 12 οστά και τα έκρυψε κάτω από τα ρούχα του καθώς κι ένα κομμάτι από το κιβώτιο. Βγαίνοντας από το ναό τον αντιλήφθηκε ο σκοπός στρατιώτης και του έκανε έρευνα. Όταν βρήκε τα οστά έβαλε τα γέλια νομίζοντας ότι είχε να κάνει με τρελό. Ο Κανδηλάπτης κατάφερε να φύγει αφού δωροδόκησε το σκοπό με όσα χρήματα είχε μαζί του.
Όμως η σκέψη ότι δεν πήρε όλα τα οστά δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Αποφάσισε αυτή τη φορά να πάει πάλι με κεριά στο ναό. Αυτή τη φορά το συνόδευε η νύφη του Ελισάβετ, η οποία ήταν καλυμμένη με ένα μεγάλο σάλι, σύμφωνα με τα ήθη της Ανατολής. Έφθασαν στο ναό, κατόρθωσαν να μαζέψουν και τα υπόλοιπα οστά, πολλά από τα οποία είχαν σκορπιστεί κάτω από την πλάκα. Η συγκίνηση και η ικανοποίηση του Κανδηλάπτη ήταν μεγάλη, καθώς εκτέλεσε το καθήκον του και με κίνδυνο μάλιστα της ίδιας της ζωής του.
Την ίδια μέρα συνάντησε τον Α. Μιχαηλίδη και του ζήτησε την επιστολή. Εκείνος όμως αρνήθηκε να την παραδώσει. Ευτυχώς σ΄ εκείνη τη συνάντηση ήταν παρόντες οι συμπατριώτες του Κανδηλάπτη με τις οικογένειές τους και γνώριζαν όλα όσα είχαν προηγηθεί για τη συγκέντρωση των οστών καθώς και την άρνηση του Α. Μιχαηλίδη να του παραδώσει τη βεβαίωση του Μητροπολίτη Χρύσανθου.
Μετά δυο μέρες απέπλευσαν για την Ελλάδα... Τα οστά παραδόθηκαν στο Ταμείο Ανταλλαξίμων. Στη συνέχεια αφού τοποθετήθηκαν σε λάρνακα παραδόθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Χρόνια αργότερα τα οστά του αυτοκράτορα Αλέξιου Δ' θα μεταφερθούν αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη και θα παραμείνουν για προσκύνηση στον ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Καλαμαριά στις 25 Μαΐου 1980. Την επομένη, με τιμές αρχηγού κράτους και σύσσωμο τον ποντιακό ελληνισμό θα μεταφερθούν στην Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο.
Το αυτοκρατορικό όνομα Αλέξιος Κομνηνός φέρει σήμερα ο Μορφωτικός Σύλλογος Ποντίων Ν. Έβρου, για να θυμίζει την κραταιά Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με έμβλημά της το μονοκέφαλο αετό. Όνομα βαρύ, είναι η αλήθεια, όπως και η παρακαταθήκη που μας άφησαν οι πρόγονοί μας, που οφείλουμε να σεβαστούμε και να διαφυλάξουμε.
Υ.Γ. Το περιστατικό της εύρεσης και παράδοσης των οστών του Αλέξιου Κομνηνού από τον Ρώσο αρχαιολόγο Θεόδωρο Ουσπένσκι, την ταφή τους στο Μητροπολιτικό Ναό καθώς και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα αναφέρει και ο Μητροπολίτης Χρύσανθος στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Εκκλησίας της Τραπεζούντος», σελ. 388.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
Πηγές:
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 θα δημιουργηθούν τρία ελληνικά κράτη, με σκοπό την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Ο Αλέξιος και ο αδελφός του Δαυίδ Κομνηνός - εγγονοί του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α' Κομνηνού και γιοι του Μιχαήλ Κομνηνού και της Γεωργιανής Ρουσουδάν - έκαναν την Τραπεζούντα πρωτεύουσα του βασιλείου τους. Ο Αλέξιος Α' ανακήρυξε τον εαυτό του Αυτοκράτορα και νόμιμο διάδοχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, φέροντας τον τίτλο «Πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Ήταν τότε 22 ετών.
Μετά όμως την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1261, οι Μεγαλοκομνηνοί αναγκάστηκαν να αλλάξουν τον τίτλο τους. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας έγινε ο «Πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας».
«Πάσης Ανατολής» για να υπογραμμίζεται η Βυζαντινή μικρασιατική κληρονομιά της Τραπεζούντας, «Ιβήρων» για να υπενθυμίζεται η συγγένεια και η πατροπαράδοτη φιλία των δύο δυναστικών οίκων της Γεωργίας και της Τραπεζούντας, αλλά και το γεγονός ότι κάποτε έλεγχαν ένα μέρος της Ιβηρίας (του Καυκάσου) και τέλος «Περατείας» για να μνημονεύεται η κυριαρχία στη χερσόνησο της Κριμαίας, στις απέναντι από την Τραπεζούντα ακτές.
Κάθε άρχοντας της Τραπεζούντας αυτοαποκαλούνταν Μέγας Κομνηνός ή Μεγαλοκομνηνός. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η οποία οργανώθηκε ακολουθώντας τα πρότυπα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας των Κομνηνών του 11ου και 12 αιώνα, ονομάζονταν και κράτος των Κομνηνών, λόγω της άρχουσας δυναστείας. Φημιζόταν δε για τον πλούτο της, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό προερχόταν από τους Γενουάτες και Βενετούς εμπόρους, που διέσχιζαν το λεγόμενο δρόμο του μεταξιού. Δυτικοί ταξιδιώτες χρησιμοποιούσαν την Τραπεζούντα ως σημείο εκκίνησης για τα ταξίδια τους στην Ασία. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μάρκο Πόλο που το 1295 επέστρεψε στην Ευρώπη μέσω Τραπεζούντας.
Οι αυτοκρατορίες Νίκαιας και Τραπεζούντας καθώς και το Δεσποτάτο της Ηπείρου μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 |
Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας θα πέσει στα χέρια των Οθωμανών στις 15 Αυγούστου 1461, οκτώ χρόνια μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453. Για να θρηνήσει, όπως λέει η παράδοση το χαμό της πόλης, που ποτέ δεν κατόρθωσε ν΄ αναστήσει: «Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!».
Τα τείχη της Τραπεζούντας |
Μετά τον Αλέξιο Α' Μέγα Κομνηνό, τον ιδρυτή της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και κατά τη διάρκεια των 257 χρόνων που επέζησε αυτή (1204-1461) άλλοι τρεις αυτοκράτορες θα φέρουν το ίδιο όνομα με τον ιδρυτή της (οι Αλέξιος Β΄, Γ΄ και Δ΄).
Η μεταφορά των οστών του Αλέξιου Δ' στην Ελλάδα από τον Γεώργιο Κανδηλάπτη
Θα σταθώ στον τελευταίο Αλέξιο Κομνηνό, καθώς έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς το πως ο δάσκαλος Γεώργιος Κανδηλάπτης - Κάνις έσωσε και μετέφερε στην Ελλάδα τα οστά του αυτοκράτορα Αλέξιου Δ' Κομνηνού, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι γνωστό ότι ο Γεώργιος Κανδηλάπτης υπήρξε δάσκαλος, εκτός από τον Πόντο και σε σχολεία της Αλεξανδρούπολης και των περιχώρων της (www.alexpolisonline.com/2019/08/georgios-kandilaptis.html).
Ο Αλέξιος Δ' Μέγας Κομνηνός βασίλευσε στην Τραπεζούντα από το 1417 έως το 1429. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του είχε να παλέψει με τις ορδές των Τούρκων, που όλο και πλησίαζαν στη Βασιλεύουσα αλλά και με το διεφθαρμένο περιβάλλον του. Ο συμβασιλέας και πρωτότοκος γιος του Ιωάννης, ο οποίος σφετεριζόταν το θρόνο θα προσεγγίσει μέλη της βασιλικής φρουράς για να σκοτώσουν τον Αλέξιο. Ο Ιωάννης ισχυριζόταν πως είχε διατάξει μόνο τη σύλληψη του πατέρα του και όχι το θάνατό του.
Αφού τιμώρησε τους δολοφόνους, με τύφλωση του ενός και με κόψιμο των χεριών του άλλου, έθαψε τον Αλέξιο με αυτοκρατορικές τιμές στη Μονή της Παναγίας Θεοσκεπάστου και αργότερα του έφτιαξε μαυσωλείο πίσω από το άγιο βήμα του Μητροπολιτικού Ναού της Τραπεζούντας «Παναγία Χρυσοκέφαλος».
Η Μονή Θεοσκεπάστου στην Τραπεζούντα σήμερα, μετά την αναστήλωσή της |
Ο τάφος είχε σχήμα κιβωρίου αποτελούμενος από τέσσερις κυλινδρικούς κίονες από μάρμαρο. Οι κίονες ήταν διακοσμημένοι με σταυρό και φύλλα φοίνικα. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 οι Τούρκοι τοποθέτησαν στη λάρνακα του Αλεξίου έναν δικό τους ήρωα τον Χόσογλαν, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στην κατάληψη της Τραπεζούντας, η οποία έπεσε στα χέρια των Τούρκων έπειτα από πολιορκία 32 ημερών. Λέγεται ότι ο Χόσογλαν με μια οβίδα τηλεβόλου έσπασε την αλυσίδα που συγκρατούσε τη γέφυρα και έτσι παραβιάστηκε η πύλη του φρουρίου της Τραπεζούντας.
Οι Τούρκοι έκλεισαν με σανίδια και ξύλα το μνημείο και τοποθέτησαν επάνω επιγραφή που εξυμνούσε τα κατορθώματα του Τούρκου ήρωα. Με τις προσθήκες που έκαναν κατάντησαν το μνημείο σε τούρκικο «Τουρμπέ». Τα τουρμπέ είναι τα τούρκικα μαυσωλεία αποτελούμενα από δυο μέρη την κρύπτη που είναι τοποθετημένοι οι νεκροί και τον τουρμπέ ένα είδος σαν το δικό μας παρεκκλήσι, όπου υπάρχουν κενά φέρετρα σκεπασμένα με πολύτιμα υφάσματα και κεντητές επιγραφές από το κοράνι.
Το 1916 την Τραπεζούντα καταλαμβάνουν οι Ρώσοι και ο Ρώσος αρχαιολόγος Θεόδωρος Ουσπένσκι αποκατέστησε το μνημείο αφαιρώντας τα πρόσθετα υλικά και το επανέφερε στην αρχική του μορφή. Μέσα στο μνημείο υπήρχαν δυο λάρνακες με οστά, του Αλεξίου και του Τούρκου. Τα οστά του Αλεξίου μετά από επιμονή του Μητροπολίτη Χρύσανθου παραδόθηκαν λίγο πριν αναχωρήσουν οι Ρώσοι από την Τραπεζούντα. Τα κειμήλια του τάφου μπήκαν σε τέσσερα μεγάλα κιβώτια και στάλθηκαν στην Ρωσία. Το 1918 τα οστά θάφτηκαν στο ναό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ο οποίος από το 1665 ήταν ο μητροπολιτικός ναός της Τραπεζούντας.
Ο Ναός του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης στην Τραπεζούντα (το 1930 ο ναός θ΄ ανατιναχθεί για να χτισθεί στη θέση του άλλο κτίριο) |
Ο Γεώργιος Κανδηλανάπτης έφερε τα οστά του Αλέξιου μαζί του στην Ελλάδα, κάνοντας αγώνα δρόμου και καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες με κίνδυνο της ζωής του. Σύμφωνα με όσα είχε γράψει ο ίδιος στο περιοδικό "Ποντιακά Φύλλα" το 1937, τον Ιούνιο του 1924 μαζί με άλλους συμπατριώτες Αργυρουπολίτες βρισκόταν στην Τραπεζούντα, περιμένοντας το πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα (Συνθήκη της Λωζάνης περί ανταλλαγής των πληθυσμών).
Ο Κανδηλάπτης όσο διάστημα παρέμεναν στην Τραπεζούντα υπηρετούσε στο γραφείο της Επιτροπής της Ανταλλαγής, καταγράφοντας την εγκαταλειφθείσα ακίνητη περιουσία των προσφύγων. Μεταξύ των προσερχομένων προς καταγραφή της περιουσίας τους ήταν και ο αρτοποιός από την Άτρα της Αργυρούπολης Αναστάσιος Μιχαηλίδης (γνωστός ως Αναστάσης της Μακρέσσας). Αυτός μαζί με άλλους πρόσφυγες είχαν στεγαστεί στο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Γρηγορίου. Κατά την καταγραφή της περιουσίας του έδειξε στον Κανδηλάπτη ένα έγγραφο - βεβαίωση, την οποίαν υπέγραφε ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος.
Όταν τον ρώτησε ο Κανδηλάπτης που βρήκε το χαρτί, ο Μιχαηλίδης του απάντησε στην αυλή της εκκλησίας. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Κανδηλάπτης επισκέφτηκε και πάλι τον Α. Μιχαηλίδη για να δει το έγγραφο, τονίζοντας του ότι θα ήταν μεγάλη προσφορά στο Έθνος αν μπορούσαν να βρουν το σκήνωμα που περιγράφει η βεβαίωση.
Μόλις ο Μιχαηλίδης είδε τον Κανδηλάπτη να ετοιμάζεται να αντιγράψει τη βεβαίωση, κατάλαβε ότι αυτό μπορεί να είχε μεγάλη αξία και ότι θα μπορούσε να αποκομίσει πολλά υλικά οφέλη. Άρπαξε το χαρτί και το έκλεισε στο χαρτοφυλάκιό του. Παράλληλα του εξομολογήθηκε ότι κατά την παραμονή του στο ναό, στα ΝΑ της Αγίας Τράπεζας είδε μια κινητή πλάκα, κάτω από την οποία υπήρχε ένα κιβώτιο. Μέσα υπήρχαν οστά και μια φιάλη στην οποία βρισκόταν ένα χαρτί. Αφού έσπασε τη φιάλη βρήκε μέσα τη βεβαίωση που κρατούσε στα χέρια του. Στη συνέχεια παρακάλεσε τον Κανδηλάπτη να προσπαθήσει να πάρει το κιβώτιο στην κατοχή του. Όμως αυτό ήταν πολύ δύσκολο καθώς ο ναός εκκενώθηκε από τους πρόσφυγες και κηρύχθηκε περιουσία του Δημοσίου. Επιπλέον ο προαύλιος χώρος μπροστά από τη Μητρόπολη είχε μετατραπεί σε στρατώνα.
Εδώ όμως φάνηκε η μεγάλη θέληση του Κανδηλάπτη. Προφασίστηκε ότι ήταν ασθενής και δεν πήγε στο γραφείο της Επιτροπής. Αφιέρωσε όλο το χρόνο του, σκεπτόμενος τον τρόπο με τον οποίον θα μπορούσε να πάρει το κιβώτιο. Ο χρόνος ήταν πολύ πιεστικός και δε σήκωνε αναβολή. Έτσι, αφού έκανε το σταυρό του τρεις φορές μπήκε στο προαύλιο της Μητρόπολης κι έφτασε έως τον τάφο. Όμως πολύ γρήγορα άκουσε μια φωνή «Γιασάκ» - απαγορεύεται, τι θέλεις εκεί; Γύρισε και είδε τρεις στρατιώτες να τον παρακολουθούν από τα απέναντι παράθυρα. Αναγκάστηκε να αποχωρήσει.
Την επομένη, πολύ πρωί πήγε και πάλι στο ναό. Οι Μουσουλμάνοι είχαν το ραμαζάνι τους και οι στρατιώτες που ήταν στο Μητροπολιτικό Μέγαρο εκείνη την ώρα κοιμόντουσαν. Ο Κανδηλάπτης μπήκε στο ναό. Το τέμπλο και τα στασίδια βρίσκονταν στο πάτωμα κατεστραμμένα. Προχώρησε βιαστικά έως το Άγιο Βήμα, βρήκε την πλάκα, όμως ήταν αδύνατον να την μετακινήσει χωρίς μοχλό. Έτσι έφυγε και πάλι άπρακτος.
Στην τρίτη προσπάθεια πήρε μαζί του κεριά και φτάνοντας στο σταθμό της Μητρόπολης ζήτησε να δει τον επικεφαλής, ένα λοχία από τη Σεβάστεια. Τον παρακάλεσε να του επιτρέψει να ανάψει τα κεριά, δήθεν για το όραμα που είδε. Πράγματι ο λοχίας του έδωσε την άδεια. Όμως τον ακολούθησε ένας στρατιώτης κι έτσι αποχώρησε άπρακτος.
Φεύγοντας συνάντησε ένα συμπατριώτη του δεκανέα τον Αλή Ριζά, ο οποίος τον κάλεσε στο θάλαμό του για να συνομιλήσουν. Ο Κανδηλάπτης τότε αναγκάστηκε να του φανερώσει το σκοπό του. Του είπε δηλαδή ότι στο ναό ήταν θαμμένα τα οστά ενός αγίου αρχιερέα και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να τα πάρει. Ο Αλή Ριζά συμφώνησε με ένα καλό μπαξίσι. Ο Κανδηλάπτης του έδωσε προκαταβολή 5 χάρτινες λίρες ενώ συμφώνησαν ότι θα του έδινε άλλες 3 μετά την επίτευξη του σκοπού του.
Το επόμενο πρωί βρέθηκε και πάλι στο ναό, όμως για κακή του τύχη εκείνη την ώρα γινόταν επιθεώρηση του στρατώνα. Έτσι και πάλι έφυγε άπρακτος. Εντωμεταξύ τα καθήκοντά του στην Επιτροπή Ανταλλαγής τον κράτησαν για ένα εικοσιτετράωρο μακρυά από την Τραπεζούντα.
Μόλις επέστρεψε, πολύ πρωί ξαναβρέθηκε στο ναό κι έμεινε άναυδος με το θέαμα που αντίκρισε. Η Αγία Τράπεζα ήταν αναποδογυρισμένη και η πλάκα που κάλυπτε τα οστά είχε αφαιρεθεί. Το κιβώτιο ήταν θρυμματισμένο και τα οστά διασκορπισμένα. Συγκινημένος συγκέντρωσε περίπου 12 οστά και τα έκρυψε κάτω από τα ρούχα του καθώς κι ένα κομμάτι από το κιβώτιο. Βγαίνοντας από το ναό τον αντιλήφθηκε ο σκοπός στρατιώτης και του έκανε έρευνα. Όταν βρήκε τα οστά έβαλε τα γέλια νομίζοντας ότι είχε να κάνει με τρελό. Ο Κανδηλάπτης κατάφερε να φύγει αφού δωροδόκησε το σκοπό με όσα χρήματα είχε μαζί του.
Όμως η σκέψη ότι δεν πήρε όλα τα οστά δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Αποφάσισε αυτή τη φορά να πάει πάλι με κεριά στο ναό. Αυτή τη φορά το συνόδευε η νύφη του Ελισάβετ, η οποία ήταν καλυμμένη με ένα μεγάλο σάλι, σύμφωνα με τα ήθη της Ανατολής. Έφθασαν στο ναό, κατόρθωσαν να μαζέψουν και τα υπόλοιπα οστά, πολλά από τα οποία είχαν σκορπιστεί κάτω από την πλάκα. Η συγκίνηση και η ικανοποίηση του Κανδηλάπτη ήταν μεγάλη, καθώς εκτέλεσε το καθήκον του και με κίνδυνο μάλιστα της ίδιας της ζωής του.
Την ίδια μέρα συνάντησε τον Α. Μιχαηλίδη και του ζήτησε την επιστολή. Εκείνος όμως αρνήθηκε να την παραδώσει. Ευτυχώς σ΄ εκείνη τη συνάντηση ήταν παρόντες οι συμπατριώτες του Κανδηλάπτη με τις οικογένειές τους και γνώριζαν όλα όσα είχαν προηγηθεί για τη συγκέντρωση των οστών καθώς και την άρνηση του Α. Μιχαηλίδη να του παραδώσει τη βεβαίωση του Μητροπολίτη Χρύσανθου.
Μετά δυο μέρες απέπλευσαν για την Ελλάδα... Τα οστά παραδόθηκαν στο Ταμείο Ανταλλαξίμων. Στη συνέχεια αφού τοποθετήθηκαν σε λάρνακα παραδόθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Χρόνια αργότερα τα οστά του αυτοκράτορα Αλέξιου Δ' θα μεταφερθούν αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη και θα παραμείνουν για προσκύνηση στον ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Καλαμαριά στις 25 Μαΐου 1980. Την επομένη, με τιμές αρχηγού κράτους και σύσσωμο τον ποντιακό ελληνισμό θα μεταφερθούν στην Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο.
Το αυτοκρατορικό όνομα Αλέξιος Κομνηνός φέρει σήμερα ο Μορφωτικός Σύλλογος Ποντίων Ν. Έβρου, για να θυμίζει την κραταιά Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με έμβλημά της το μονοκέφαλο αετό. Όνομα βαρύ, είναι η αλήθεια, όπως και η παρακαταθήκη που μας άφησαν οι πρόγονοί μας, που οφείλουμε να σεβαστούμε και να διαφυλάξουμε.
Υ.Γ. Το περιστατικό της εύρεσης και παράδοσης των οστών του Αλέξιου Κομνηνού από τον Ρώσο αρχαιολόγο Θεόδωρο Ουσπένσκι, την ταφή τους στο Μητροπολιτικό Ναό καθώς και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα αναφέρει και ο Μητροπολίτης Χρύσανθος στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Εκκλησίας της Τραπεζούντος», σελ. 388.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
Πηγές:
- Τραπεζούντα "Η Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών" (www.ime.gr/choros/trapezounda/gr/webpages/300.html).
- Γιώτα Ιωακειμίδου "Αλέξιος Δ' Κομνηνός - Οι περιπέτειες ενός νεκρού" (www.schooltime.gr/2016/05/15/alexios-d-komninos-oi-peripeteies-enos-nekrou).
- Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, περιοδικό "Ποντιακά Φύλλα", 1937.
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω