Η ψηφιακή τεχνολογία προσφέρει νέες δυνατότητες οπτικοποίησης γεγονότων του παρελθόντος και βοηθάει τους ανθρώπους να κατανοήσουν καλύτερα την ιστορία
του Δημήτρη Μερκούρη
Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι σκέφτονταν με ιστορικούς όρους και διδάχτηκαν από την ιστορία και την εξέλιξή της (Le Goff, 1998: 212-266). Μέσα από την ιστορία έχουν αναζητηθεί απαντήσεις σε βασικά υπαρξιακά ερωτήματα. Πώς γίναμε αυτό που είμαστε; Τι έχει αλλάξει, με ποιον τρόπο και γιατί; Τι μπορούμε να κάνουμε σήμερα και στο μέλλον με βάση τη γνώση που έχουμε αποκομίσει από το παρελθόν; Επομένως, η ενασχόληση με το παρελθόν έχει κυρίως παιδαγωγική διάσταση η οποία θεωρείται σημαντική για την ανθρώπινη πρόοδο. Ωστόσο, στο δυτικό νεωτερικό κόσμο η επιστήμη της ιστορίας βασίστηκε στον ξεπερασμένο σήμερα αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ της ανθρωπιστικής παιδείας και των φυσικών επιστημών.
Σήμερα στην εποχή της Ψηφιακής Επανάστασης (επίσης γνωστή ως Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση) η ιστορική επιστήμη καλείται να μεταβάλει τον παραδοσιακό της ρόλο και να γίνει εφαρμοσμένη γνώση. Για παράδειγμα, προσπαθεί να βοηθήσει τους μαθητές και το ευρύ κοινό να κατανοήσουν καλύτερα το παρελθόν.
Η ψηφιακή τεχνολογία προσφέρει νέες δυνατότητες οπτικοποίησης γεγονότων του παρελθόντος και εισάγει νέες έννοιες - Ψηφιακή Ιστορία, Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες, Κοινωνικό δίκτυο, Ψηφιακό βιβλίο, Πληθοπορισμός κ.ά. (Παπαδοπούλου & Σμυρναίου, 2021), νέα ακαδημαϊκή κουλτούρα, αυτή της διεπιστημονικής συνεργατικότητας και πρακτικές που συνδέονται με την ψηφιακή ιστορία. Ταυτόχρονα όμως, εγκυμονεί και νέους κινδύνους. Για παράδειγμα, η εύκολη πρόσβαση στα «τεκμήρια» ή στην ανεπεξέργαστη πληροφορία οδηγεί όλο και περισσότερους ανθρώπους στην συμμετοχή σε κοινωνικές, πολιτισμικές και ιστορικές διαδικασίες, πιστεύοντας λανθασμένα ότι μπορούν να διαφωτίσουν το κοινωνικό σύνολο, χωρίς να είναι απαραίτητη η ανάλογη επιστημονική επάρκεια (Βόγλη, 2015). Αυτό φάνηκε περισσότερο από ποτέ στην εποχή του Covid-19. Ωστόσο, αναδύθηκε και μια σειρά από συναρπαστικά «παραγωγικά» έργα. Ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο παράδειγμα είναι αναμφίβολα το Coronarchiv με το σύνθημα «Το να μοιράζεσαι είναι φροντίδα - γίνε μέρος της ιστορίας!». Το αρχείο συλλέγει εμπειρίες, σκέψεις, μέσα και αναμνήσεις από την «κρίση του κορωνοϊού». Με τον τρόπο αυτό οι συντελεστές αποτυπώνουν το παρόν μέσα από τα ντοκιμαντέρ τους, με σκοπό να το διατηρήσουν για την ιστορία.
Όλα αλλάζουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η δημόσια ιστορία και επομένως η σχέση μεταξύ των ανθρώπων του σήμερα και του τεράστιου πεδίου της ιστορίας επηρεάζεται θεμελιωδώς από την ψηφιακή τεχνολογία (Βαλατσού, 2014: 1-23). Για αιώνες ήταν διαθέσιμα μόνο κείμενα και εικόνες, για να φέρουν το φως στο σκοτάδι. Τα οπτικοακουστικά μέσα έδωσαν μια σημαντική ώθηση στην εφαρμογή καινοτομίας στην ιστορία, στη διδασκαλία της ιστορίας και τη δημόσια ιστορία. Ξαφνικά μπορεί ο καθένας να ζήσει σημαντικές στιγμές του παρελθόντος μέσω των ηχογραφήσεων και των ταινιών. Το κοινό αποκτά πλέον την εντύπωση ότι έρχεται πιο κοντά στο παρελθόν χάρη στην εξαιρετική οπτικοποίηση που παρέχουν οι ταινίες. Για παράδειγμα, οι γυναίκες της Πίνδου έρχονται στο σαλόνι μας και οι σύγχρονοι μάρτυρες του Πολυτεχνείου στα κινητά μας τηλέφωνα μέσω εφαρμογών.
Τώρα βιώνουμε μια άλλη ώθηση στην εφαρμογή καινοτομίας, όπου τα όρια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος αρχίζουν φαινομενικά να διαλύονται. Έχουμε να κάνουμε με τη μικτή πραγματικότητα. Με τη χρήση γυαλιών 3D μπορούμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν και, για παράδειγμα, να συνομιλήσουμε με τον Περικλή στο Ναό του Παρθενώνα του 5ου αιώνα π.Χ., ή να συμμετέχουμε στην Απόβαση της Νορμανδίας (1944), επιλέγοντας στρατόπεδο μέσα από το video game «Medal of Honor». Επίσης, με τη συμμετοχή ως παίκτης σε εικονικό χώρο (virtual reality ή VR) έχουμε τη δυνατότητα, για παράδειγμα, να καθορίσουμε τις εξελίξεις και τα γεγονότα στην Ευρώπη.
Αυτό καθιστά σαφές ότι η ψηφιοποίηση της ιστορίας και της δημόσιας ιστορίας δημιουργεί χωρίς αμφιβολία νέες ευκαιρίες, αλλά επιβάλλει και νέα πειθαρχημένα πλαίσια δράσης. Η «ψηφιακή» δημόσια ιστορία είναι επίσης «Επιστήμη του Σχεδιασμού» (Simon, 1996: 138), που σε μια κυκλική διαδικασία, έρευνας, θεωρίας και πράξης, αναπτύσσει, στοχάζεται και εφαρμόζει ενεργά τη νέα γνώση. Η δημόσια ιστορία, όπως υποδεικνύεται και από το όνομά της, στηρίζεται στη σχέση με το κοινό και την κοινότητα. Η συμμετοχή όμως, του κοινού στη δημιουργία ιστορίας ενέχει σοβαρούς κινδύνους, ιδίως όταν θίγονται ευαίσθητα ζητήματα, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και η βία. Στο πλαίσιο αυτό ο Weible (2008) υποστηρίζει ότι οι δημόσιοι ιστορικοί έχουν ως καθήκον να προτάξουν τα επαγγελματικά πρότυπα και να βοηθήσουν το κοινό να κατανοήσει καλύτερα το παρελθόν. Ομοίως, η ψηφιακή ιστορία κάνει την ιστορία προσιτή στο κοινό, πιο φιλική και προσφέρει ευκαιρίες για τη συμμετοχή του. Δεν εφαρμόζει όμως, τα ίδια πρότυπα και τους περιορισμούς που εφαρμόζονται στην ακαδημαϊκή ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος της κακής χρήσης, παρανόησης ή παρερμηνείας. Συνεπώς, η ευθύνη του δημόσιου ιστορικού που ασχολείται με την ψηφιακή ιστορία είναι μεγάλη, καθώς πρέπει να διαφυλάξει ότι η συμμετοχή του κοινού θα γίνεται με τις προϋποθέσεις και τα πρότυπα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της ορθότητας και εγκυρότητας του τελικού αποτελέσματος.
Καταλήγοντας, η ψηφιακή ιστορία προσφέρει νέες δυνατότητες στη δημόσια ιστορία, με την προϋπόθεση όμως να εφαρμόζεται με τον σωστό και κατάλληλο τρόπο. O συνδυασμός τους προσφέρει στο κοινό μεγαλύτερη προσβασιμότητα και περισσότερες δυνατότητες πρόσβασης στο ιστορικό υλικό και πληροφορία. Συμβάλλουν δηλαδή, στον εκδημοκρατισμό της ιστορικής πληροφορίας. Χτίζουν γέφυρες ανάμεσα στο κοινό και την ιστορία, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές επιστημονικές κοινότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι εφικτή η διεπιστημονική έρευνα και συνεργασία για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων.
Δημήτριος Μερκούρης
Πολιτισμολόγος
Σύμβουλος Δημοτικής Κοινότητας Αλεξανδρούπολης
Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι σκέφτονταν με ιστορικούς όρους και διδάχτηκαν από την ιστορία και την εξέλιξή της (Le Goff, 1998: 212-266). Μέσα από την ιστορία έχουν αναζητηθεί απαντήσεις σε βασικά υπαρξιακά ερωτήματα. Πώς γίναμε αυτό που είμαστε; Τι έχει αλλάξει, με ποιον τρόπο και γιατί; Τι μπορούμε να κάνουμε σήμερα και στο μέλλον με βάση τη γνώση που έχουμε αποκομίσει από το παρελθόν; Επομένως, η ενασχόληση με το παρελθόν έχει κυρίως παιδαγωγική διάσταση η οποία θεωρείται σημαντική για την ανθρώπινη πρόοδο. Ωστόσο, στο δυτικό νεωτερικό κόσμο η επιστήμη της ιστορίας βασίστηκε στον ξεπερασμένο σήμερα αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ της ανθρωπιστικής παιδείας και των φυσικών επιστημών.
Σήμερα στην εποχή της Ψηφιακής Επανάστασης (επίσης γνωστή ως Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση) η ιστορική επιστήμη καλείται να μεταβάλει τον παραδοσιακό της ρόλο και να γίνει εφαρμοσμένη γνώση. Για παράδειγμα, προσπαθεί να βοηθήσει τους μαθητές και το ευρύ κοινό να κατανοήσουν καλύτερα το παρελθόν.
Η ψηφιακή τεχνολογία προσφέρει νέες δυνατότητες οπτικοποίησης γεγονότων του παρελθόντος και εισάγει νέες έννοιες - Ψηφιακή Ιστορία, Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες, Κοινωνικό δίκτυο, Ψηφιακό βιβλίο, Πληθοπορισμός κ.ά. (Παπαδοπούλου & Σμυρναίου, 2021), νέα ακαδημαϊκή κουλτούρα, αυτή της διεπιστημονικής συνεργατικότητας και πρακτικές που συνδέονται με την ψηφιακή ιστορία. Ταυτόχρονα όμως, εγκυμονεί και νέους κινδύνους. Για παράδειγμα, η εύκολη πρόσβαση στα «τεκμήρια» ή στην ανεπεξέργαστη πληροφορία οδηγεί όλο και περισσότερους ανθρώπους στην συμμετοχή σε κοινωνικές, πολιτισμικές και ιστορικές διαδικασίες, πιστεύοντας λανθασμένα ότι μπορούν να διαφωτίσουν το κοινωνικό σύνολο, χωρίς να είναι απαραίτητη η ανάλογη επιστημονική επάρκεια (Βόγλη, 2015). Αυτό φάνηκε περισσότερο από ποτέ στην εποχή του Covid-19. Ωστόσο, αναδύθηκε και μια σειρά από συναρπαστικά «παραγωγικά» έργα. Ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο παράδειγμα είναι αναμφίβολα το Coronarchiv με το σύνθημα «Το να μοιράζεσαι είναι φροντίδα - γίνε μέρος της ιστορίας!». Το αρχείο συλλέγει εμπειρίες, σκέψεις, μέσα και αναμνήσεις από την «κρίση του κορωνοϊού». Με τον τρόπο αυτό οι συντελεστές αποτυπώνουν το παρόν μέσα από τα ντοκιμαντέρ τους, με σκοπό να το διατηρήσουν για την ιστορία.
Όλα αλλάζουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η δημόσια ιστορία και επομένως η σχέση μεταξύ των ανθρώπων του σήμερα και του τεράστιου πεδίου της ιστορίας επηρεάζεται θεμελιωδώς από την ψηφιακή τεχνολογία (Βαλατσού, 2014: 1-23). Για αιώνες ήταν διαθέσιμα μόνο κείμενα και εικόνες, για να φέρουν το φως στο σκοτάδι. Τα οπτικοακουστικά μέσα έδωσαν μια σημαντική ώθηση στην εφαρμογή καινοτομίας στην ιστορία, στη διδασκαλία της ιστορίας και τη δημόσια ιστορία. Ξαφνικά μπορεί ο καθένας να ζήσει σημαντικές στιγμές του παρελθόντος μέσω των ηχογραφήσεων και των ταινιών. Το κοινό αποκτά πλέον την εντύπωση ότι έρχεται πιο κοντά στο παρελθόν χάρη στην εξαιρετική οπτικοποίηση που παρέχουν οι ταινίες. Για παράδειγμα, οι γυναίκες της Πίνδου έρχονται στο σαλόνι μας και οι σύγχρονοι μάρτυρες του Πολυτεχνείου στα κινητά μας τηλέφωνα μέσω εφαρμογών.
Τώρα βιώνουμε μια άλλη ώθηση στην εφαρμογή καινοτομίας, όπου τα όρια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος αρχίζουν φαινομενικά να διαλύονται. Έχουμε να κάνουμε με τη μικτή πραγματικότητα. Με τη χρήση γυαλιών 3D μπορούμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν και, για παράδειγμα, να συνομιλήσουμε με τον Περικλή στο Ναό του Παρθενώνα του 5ου αιώνα π.Χ., ή να συμμετέχουμε στην Απόβαση της Νορμανδίας (1944), επιλέγοντας στρατόπεδο μέσα από το video game «Medal of Honor». Επίσης, με τη συμμετοχή ως παίκτης σε εικονικό χώρο (virtual reality ή VR) έχουμε τη δυνατότητα, για παράδειγμα, να καθορίσουμε τις εξελίξεις και τα γεγονότα στην Ευρώπη.
Αυτό καθιστά σαφές ότι η ψηφιοποίηση της ιστορίας και της δημόσιας ιστορίας δημιουργεί χωρίς αμφιβολία νέες ευκαιρίες, αλλά επιβάλλει και νέα πειθαρχημένα πλαίσια δράσης. Η «ψηφιακή» δημόσια ιστορία είναι επίσης «Επιστήμη του Σχεδιασμού» (Simon, 1996: 138), που σε μια κυκλική διαδικασία, έρευνας, θεωρίας και πράξης, αναπτύσσει, στοχάζεται και εφαρμόζει ενεργά τη νέα γνώση. Η δημόσια ιστορία, όπως υποδεικνύεται και από το όνομά της, στηρίζεται στη σχέση με το κοινό και την κοινότητα. Η συμμετοχή όμως, του κοινού στη δημιουργία ιστορίας ενέχει σοβαρούς κινδύνους, ιδίως όταν θίγονται ευαίσθητα ζητήματα, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και η βία. Στο πλαίσιο αυτό ο Weible (2008) υποστηρίζει ότι οι δημόσιοι ιστορικοί έχουν ως καθήκον να προτάξουν τα επαγγελματικά πρότυπα και να βοηθήσουν το κοινό να κατανοήσει καλύτερα το παρελθόν. Ομοίως, η ψηφιακή ιστορία κάνει την ιστορία προσιτή στο κοινό, πιο φιλική και προσφέρει ευκαιρίες για τη συμμετοχή του. Δεν εφαρμόζει όμως, τα ίδια πρότυπα και τους περιορισμούς που εφαρμόζονται στην ακαδημαϊκή ιστορία. Αυτό σημαίνει ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος της κακής χρήσης, παρανόησης ή παρερμηνείας. Συνεπώς, η ευθύνη του δημόσιου ιστορικού που ασχολείται με την ψηφιακή ιστορία είναι μεγάλη, καθώς πρέπει να διαφυλάξει ότι η συμμετοχή του κοινού θα γίνεται με τις προϋποθέσεις και τα πρότυπα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της ορθότητας και εγκυρότητας του τελικού αποτελέσματος.
Καταλήγοντας, η ψηφιακή ιστορία προσφέρει νέες δυνατότητες στη δημόσια ιστορία, με την προϋπόθεση όμως να εφαρμόζεται με τον σωστό και κατάλληλο τρόπο. O συνδυασμός τους προσφέρει στο κοινό μεγαλύτερη προσβασιμότητα και περισσότερες δυνατότητες πρόσβασης στο ιστορικό υλικό και πληροφορία. Συμβάλλουν δηλαδή, στον εκδημοκρατισμό της ιστορικής πληροφορίας. Χτίζουν γέφυρες ανάμεσα στο κοινό και την ιστορία, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές επιστημονικές κοινότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι εφικτή η διεπιστημονική έρευνα και συνεργασία για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων.
Δημήτριος Μερκούρης
Πολιτισμολόγος
Σύμβουλος Δημοτικής Κοινότητας Αλεξανδρούπολης
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω