Σε μια πόλη με το ιστορικό παρελθόν του Διδυμοτείχου, είναι λογικό να υπάρχουν επαγγέλματα τα οποία διατηρήθηκαν για πολλούς αιώνες.
Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Ως πρώτο δημιούργημα επαγγελματικής - επιχειρηματικής δραστηριότητας στο Διδυμότειχο (επιτρέψτε μου να μεταφερθώ περίπου δύο χιλιετίες πίσω), θεωρώ τα αρχαιολογικά ευρήματα στην Πλωτινόπολη. Στο σημαντικό αυτό αρχαιολογικό χώρο βρίσκουμε αξιόλογα συστήματα υδραυλικής αρχιτεκτονικής, υπέροχα ψηφιδωτά, κοσμήματα και πολλά άλλα. Όλα αυτά βεβαίως μπορούμε να τα εντάξουμε και ως δείγματα επιχειρηματικής δραστηριότητας υψηλής αισθητικής τέχνης, καθώς αναφερόμαστε σε μία πόλη, η οποία φέρει το όνομα της Πομπηίας Πλωτίνης, συζύγου του τότε αυτοκράτορα, "πλανητάρχη" της εποχής Τραϊανού (98-117 μ.Χ). Για να μην βγω εκτός θέματος, δεν θα επεκταθώ περισσότερο στη σημαντικότητα της Πλωτινόπολης, απλά θα σημειώσω, ότι όταν ένα μέρος της Πλωτινόπολης γίνει επισκέψιμο για τον κόσμο, τότε ο υπέροχος αυτός αρχαιολογικός χώρος θα αποτελέσει έναν σημαντικό πόλο επιχειρηματικής και οικονομικής ανάπτυξης, όχι μόνο για το Διδυμότειχο αλλά για όλο τον Κεντρικό και Βόρειο Έβρο.
Επίσης σκαλίζοντας την ιστορία του Διδυμοτείχου, συνεχίζουμε να ανασύρουμε στοιχεία επιχειρηματικής δραστηριότητας «αυτοκρατορικού επιπέδου». Κατά τη στέψη του Καντακουζηνού σε αυτοκράτορα, στις 26 Οκτωβρίου 1341 στο Διδυμότειχο (με βάση τα γραφόμενα του ιδίου), προκύπτει ότι τα βασιλικά ενδύματα και το στέμμα παρασκευάστηκαν στο Διδυμότειχο, γεγονός που καταδεικνύει, ότι κατά την εποχή αυτή ήκμαζε η τέχνη της ραπτικής (αν και υπήρξε ένα πρόβλημα στο ράψιμο της φορεσιάς του) και της χρυσοχοΐας, η οποία διατηρήθηκε και επί τουρκοκρατίας όπως αποδεικνύεται και από την ύπαρξη του εσναφίου των κουγιουμτζήδων (χρυσοχόων), το οποίο χαρακτήρισε μια ολόκληρη συνοικία της πόλης, η οποία έφερε το όνομα Κουγιουμτζή - μαχαλεσί.
Η Βυζαντινολόγος Δρ. Άννα Λαμπροπούλου, προσκεκλημένη από τον σεβασμιότατο Μητροπολίτη μας κ. Δαμασκηνό το 2016 στα «Παλαιολόγεια», αναφερόμενη στην εποχή του Καντακουζηνού κατά την παραμονή του στο Διδυμότειχο και στη δυναμική του Δήμου και των επαγγελματιών της εποχής, τονίζει ότι: «υπήρχε ένα σύνολο ανθρώπων της μεσαίας και κατώτερης αστικής κοινωνικής τάξης, τα μέλη της οποίας ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και ενδεχομένως μπορούσαν να ενεργήσουν ανεξαρτήτως της κεντρικής εξουσίας και των αρχών της πόλης, ή και, κάποτε ίσως, εναντίον τους».
Όπως καταλαβαίνουμε είναι λογικό σε μια πόλη με το ιστορικό παρελθόν του Διδυμοτείχου, να υπάρχουν επαγγέλματα, τα οποία διατηρήθηκαν για πολλούς αιώνες. Επίσης σημαντικός παράγοντας για την εμπορική ανάπτυξη του Διδυμοτείχου διαχρονικά, υπήρξε και ο ποταμός Έβρος, ο οποίος ήταν πλωτός από την αρχαιότητα μέχρι τον 19ο αιώνα. Ο αρχαιολόγος κος Τσουρής αναφέρει σχετικώς: «το Διδυμότειχο βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την όχθη και επομένως ήταν δυνατό για εμπορικά, πολεμικά και μεταγωγικά πλοία να μεταφέρουν από τη θάλασσα στους ανωτέρω προορισμούς εμπορεύματα, προμήθειες και στρατιωτικό προσωπικό. Από την άποψη αυτή η πόλη ήταν σε κάποιες περιπτώσεις προορισμός, ενώ σε άλλες ήταν ενδιάμεσος σταθμός στο δρόμο για τους σημαντικούς προορισμούς της Θρακικής ενδοχώρας. Επιπλέον μικρά σκάφη μπορούσαν από τον Έβρο να αναπλεύσουν στον παραπόταμό του, τον Ερυθροπόταμο, και να φτάσουν μέχρι τα τείχη του κάστρου».
Από το ένδοξο Ρωμαϊκό και Βυζαντινό παρελθόν της πόλης, θα περάσουμε στα δύσκολα χρόνια της Οθωμανοκρατίας, την εποχή εκείνη η επιχειρηματική δραστηριότητα βρίσκεται στα χέρια των Ρωμηών, των Εβραίων, των Αρμενίων και βεβαίως των Τούρκων της πόλης.
Από το βιβλίο του Θανάση Γουρίδη Διδυμότειχο μια αέναη περιπλάνηση, παραθέτουμε στοιχεία που αφορούν τη διήγηση του Εβλιγιά Τσελεμπή (ο οποίος επισκέφθηκε το Διδυμότειχο τον Ιανουάριο του 1667), σε σχέση με την οικονομική κατάσταση του Διδυμοτείχου κατά τον 17ο αιώνα. Ο τούρκος περιηγητής κάνει λόγο για αρκετές εμπορικές στοές στο Διδυμότειχο με ξεχωριστή την κεραμοσκέπαστη στοά-χάνι του Νασούχ Μπέη. Επίσης δηλώνει εντυπωσιασμένος από την αφθονία των αγαθών, το μεγάλο αριθμό των καταστημάτων, τα λιθόστρωτα δρομάκια της αγοράς και τους πωλητές πήλινων και μεταλλικών σκευών που ξεπερνούσαν τους διακόσιους, καθώς και από την γεωργική παραγωγή της περιοχής.
Είναι γεγονός που το μαρτυρούν πολλές πηγές, ότι στο Διδυμότειχο υπήρχε έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα σχετική με την αγγειοπλαστική και την εκτροφή κουκουλιών. Ειδικότερα για το σινάφι των Αγγειοπλαστών των τζανακτζίδων (ποιοτικοί κατασκευαστές) και των μπαρδακτζήδων (απλοί κατασκευαστές), ο Θανάσης Γουρίδης μνημονεύει, ότι ήταν το ισχυρότερο σινάφι στο Διδυμότειχο. Επίσης αναφέρει ότι: «Η παράδοση θέλει τους χριστιανούς που σφάχτηκαν στην πόλη τον Απρίλιο του 1821 να είναι τόσοι πολλοί, αλλά και τις καταστροφές που υπέστη αυτή από το φανατισμένο όχλο τόσο εκτεταμένες, ώστε από τότε να χρονολογείται η κατάπτωση των δύο σημαντικότερων "βιομηχανιών" της πόλης, της αγγειοπλαστικής και της μεταξουργίας».
Ο αείμνηστος δάσκαλος Θεοχάρης Βολάνιος γράφει για τους αγγειοπλάστες του Διδυμοτείχου τα εξής: «τα περισσότερα αγειοπλαστεία βρισκόταν δίπλα στον Ερυθροπόταμο, εκεί που κάποτε ήταν τα πηγαδάκια, κοντά στην Αγία Μαρίνα. Υπήρχαν όμως και αρκετά στο κέντρο της πόλης, μέσα στον Καλέ, αλλά και στο χώρο που είναι σήμερα τα διδακτήρια της Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης. Τα προϊόντα της αγγειοπλαστικής πουλιόταν σε όλες τις Θρακικές πόλεις και είχαν καλή φήμη, όχι μόνο για την τεχνική τους κατασκευή μα κυρίως για την αντοχή τους. Η ανθεκτικότητα και στερεότητα των αγγείων οφειλόταν, όχι μόνο στο καλό ψήσιμο αλλά κυρίως στο κατάλληλο χώμα που μόνο στην περιοχή του Διδυμοτείχου υπήρχε». Σύμφωνα με πληροφορία του Παντελή Αθανασιάδη, ο τελευταίος γνωστός αγγειοπλάστης του Διδυμοτείχου ήταν ο Χρήστος Αυγίδης, μέλος της γνωστής οικογενείας της πόλης.
Εκτός από τους αγγειοπλάστες στο Διδυμότειχο δραστηριοποιούνταν και οι κεραμοποιοί - τουβλάδες. Από τον κώδικα ΙΓ της Εφοροδημογεροντίας Διδυμοτείχου 1911-1917, τον οποίο εξέδωσε ο Δρ Θανάσης Μπράβος, βλέπουμε ότι το 1911 ο κεραμέας Περικλής Ιωσήφ, επιλέχθηκε από την Εφοροδημογεροντία Διδυμοτείχου να κατασκευάσει 150.000 τούβλα για την δημιουργία της Αστικής Σχολής, ποσότητα που καταδεικνύει την ύπαρξη μιας μεγάλης επιχείρησης.
Επίσης μεγάλο συνάφι ήταν αυτό των υποδηματοποιών, όπου τα εργαστήρια τους ήταν στους πρόποδες του λόφου του κάστρου, τα λεγόμενα Γεμενετζήδικα. Ο Βολάνιος σχετικά με τους Γεμενετζήδες αναφέρει το εξής εντυπωσιακό: «σε κώδικα με χρονολογία 12 Δεκεμβρίου 1871, είναι καταχωρημένη μια απόφαση του Σωματείου, που αποσκοπούσε στην πάταξη της φοροδιαφυγής και του αθέμιτου ανταγωνισμού».
Ένα άλλο μεγάλο συνάφι στο Διδυμότειχο ήταν αυτό των γουναράδων: «οι γουναράδες ήταν εύπορη τάξη και είχαν πολλή δουλειά, γιατί λόγω των κλιματολογικών συνθηκών, άνδρες και γυναίκες φορούσαν γούνινα ρούχα σχεδόν όλες τις εποχές του χρόνου». Παράλληλα με τους γουναράδες αλλά και τους ραφτάδες, ήκμαζαν και οι λεγόμενοι μπογιατζήδες, αυτοί δηλαδή που δούλευαν το βάψιμο των ρούχων.
Γενικότερα για τα επαγγελματικά συνάφια της εποχής, σύμφωνα με την Ελένη Βουραζέλη - Μαρινάκου, στο Διδυμότειχο κατά τον 19ο αιώνα υπήρχαν οργανωμένες συντεχνίες, που κάλυπταν όλες τις ανάγκες της κοινότητας. Από τις πιο γνωστές ήταν αυτές των ραπτάδων, χρυσοχόων (κουγιουμτζήδων), αμπατζήδων (υφασματέμπορων), αραμπατζήδων (καροποιών), γουναράδων, δουλγέρηδων (τεκτόνων), μπακάληδων, μπακιρτζήδων σιμητζήδων, γεμενετζήδων (υποδηματοποιών), μπογιατζήδων και τερζήδων (ραπτάδων). Φυσικά, υπήρχαν και άλλες όπως των καλαντζήδων (χαλκουργών), καζάζηδων (μεταξουργών), μουμτζήδων (κηροποιών) και ουντζήδων (αλευροπώλων).
Αξίζει να μνημονεύσουμε, ότι το κάθε σινάφι είχε ορίσει και τον προστάτη άγιο του ή την Παναγία, τους οποίους κατά την ημέρα της εορτής τους τιμούσαν μεγαλοπρεπώς. Γενικώς τα σινάφια της πόλης βοηθούσαν οικονομικά στην ανέγερση και συντήρηση των ναών, καθώς βεβαίως και στην προσφορά των εικόνων: «Οι εικόνες του τέμπλου και των προσκυνηταριών του Αγίου Αθανασίου, οι περισσότερες φιλοτεχνημένες για το ναό λίγο μετά την ίδρυσή του, αποτελούν, μαζί με τις εικόνες των άλλων ναών του Διδυμοτείχου, ένα αντιπροσωπευτικό σύνολο αγιογραφικής τέχνης της περιοχής, κατά την περίοδο αυτή (πρώτο μισό του 19ου αι.), αλλά και της κοινωνικοοικονομικής διάρθρωσης της κοινότητας, μια και το σύνολο σχεδόν των εικόνων αποτελούν προσφορές των συντεχνιών της πόλης».
Από το κείμενο του Παντελή Αθανασιάδη «οι τρεις μεγάλες πυρκαγιές, που σημάδεψαν το Διδυμότειχο» αλιεύουμε στοιχεία που προέκυψαν από την εφημερίδα των Αθηνών "Παλιγγενεσία", όπου περιγράφεται η μεγάλη πυρκαγιά στο Διδυμότειχο κατά το έτος 1873. Το δημοσίευμα αναφέρει, ότι μέσα σε τέσσερις ώρες αποτεφρώθηκαν περίπου 100 εμπορικά καταστήματα και εργαστήρια, γεγονός που καταδεικνύει τη δυναμική της τοπικής αγοράς κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Δεν πρέπει βεβαίως να ξεχνάμε και τους κτιστάδες της περιφέρειας του Διδυμοτείχου, οι οποίοι δούλευαν περίτεχνα την πέτρα και μας άφησαν υπέροχα κτίρια στην πόλη αλλά και στην περιφέρειά της. Όπως τον λιθόκτιστο οικισμό των Μεταξάδων και τους μεταβυζαντινούς ναούς Αγίου Αθανασίου (Μεταξάδων) Αγίας Παρασκευής ή Αγίου Παντελεήμονα (Παλιούρι) και Αγίου Αθανασίου (Αλεποχωρίου). Εστιάζω στην περιοχή των Μεταξάδων καθώς το 2019 υπογράφθηκε η απόφαση από το Υπουργείο Πολιτισμού για την εγγραφή στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, της Λιθοξοϊκής Οικοδομικής Τέχνης των Μεταξάδων Έβρου.
Συνεχίζοντας την πορεία στο χρόνο, από τον Στρατή Τσιρταβή αντλούμε στοιχεία για την εποχή μετά την απελευθέρωση και μέχρι την Γερμανική κατοχή (τη λεγόμενη εποχή του μεσοπολέμου), όπου στην πόλη του Διδυμοτείχου, αλλά και στην περιφέρεια του, μετά την καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών, κατοικούν πλέον πολλοί ανατολικοθρακιώτες, οι οποίοι δίνουν μια νέα ώθηση, πολλές φορές και με νέα δεδομένα στην επιχειρηματική δραστηριότητα του τόπου.
Ο Τσιρταβής περιγράφει την πλατεία του Διδυμοτείχου, όπου μπροστά από το τέμενος Βαγιαζήτ υπήρχε ένα πελώριο υπόστεγο, όπου γινόταν το παζάρι με τα κουκούλια. Τα κουκούλια αποτελούσαν μια σίγουρη επιχειρηματική δραστηριότητα για κάθε σπίτι στο Διδυμότειχο, καθώς το εισόδημα ήταν χονδρό και το χρήμα έπεφτε ζεστό στην παλάμη, όπως χαρακτηριστικά γράφει. Γι’ αυτό μας έμεινε και η έκφραση «στα κουκούλια τον καιρό» ή «καλά κουκούλια».
Επίσης ο Τσιρταβής περιγράφει μια λαϊκή αγορά που ξεκινούσε από τη σκεπαστή και έφτανε ως το πέτρινο ρολόι. Ειδικότερα αναφέρει τα εξής: «Θημωνιές τα φρέσκα λαχανικά, απλωμένα πάνω σε ψάθες - τότε πάγκοι δεν χρησιμοποιούνταν - μοσχομύριζε όλη η ανηφόρα από ανόθευτα χωρίς λιπάσματα "ζαρζαβατικά" - σέλινα, καρότα, πιπεριές, μαρουλάκια, αγγουράκια - όλα στον καιρό τους, άφθονα τυροκομικά και πουλερικά. Τα κοκόρια πολύχρωμα καμάρωναν μέσα στα καφάσια. Όσο για τις ψάθες, ήταν τα ντόπια χαλιά για τα "χαγιάτια". Παραγωγή σε οικογενειακή βιοτεχνία στο κοντινό χωριό Ψαθάδες, που προμήθευε όλη την περιοχή. Από κει και το όνομα. Είχαν παράδοση που ακόμη και τώρα την κρατούν».
Επίσης στο Διδυμότειχο αλλά και στην περιφέρειά του δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά γαλακτοπαραγωγοί και τυρέμποροι. Αναφέρει ο Τσιρταβής: «Έπρεπε οι τυρέμποροι να γνωρίζουν προκαταβολικά τι θα πάρουν και πόσο γάλα θα δουλέψουν, για να ετοιμάσουν ανάλογα τα συνεργεία για τις "μάνδρες". Έτσι λεγότανε οι μικρές αυτές βιομηχανίες που στηνότανε στα χωριά, κοντά στην παραγωγή, και είχαν ζωή μερικών μηνών. Ξεκινούσαν από τον Μάρτη ή λίγο πιο μπροστά που πουλιόταν τ’ αρνάκια και κρατούσαν το πολύ ως τον Ιούλιο, οπότε βλέπανε τον τελικό λογαριασμό, εξοφλούσαν και δίνανε και μια μικρή δεξίωση με χαλβά, φτιαγμένο και φρέσκο ανάλατο τυρί. "Χουσμέρι" το λέγανε και ήταν ένα σπάνιο και πολύ εκλεκτό γλύκισμα. Το Διδυμότειχο στο είδος αυτό παρουσίαζε αρκετή κίνηση γιατί διέθετε τα μοναδικά ψυγεία στην περιοχή. Το παγοποιείο - ψυγείο του αείμνηστου Αντώνη Γρηγορίου - Γενή Ζεγκίνη, ο οποίος διέθετε τον πάγο μονοπωλιακά σε όλο τον Βόρειο Έβρο. Επίσης υπήρχε ακόμη ένα πρωτόγονο ψυγείο, του Εβραίου "Μποσκανά"».
Επιπροσθέτως ο Τσιρταβής κάνει μνεία στο ζωεμπόριο, "Χαϊβάν Παζάρι", το οποίο γινότανε προς την περιοχή της Αγίας Πέτρας, μια πάρα πολύ σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς όλες οι γεωργικές δουλειές τότε γινόταν με τα ζώα. Και βεβαίως η αγροτοκτηνοτροφία αποτελούσε και τότε την κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα του Διδυμοτείχου και της περιφέρειάς του (σιτηρά, καλαμπόκι, σουσάμι, καπνά, βαμβάκι, όσπρια μποστάνια και άλλες καλλιέργειες). «Η μεγάλη παραγωγή των σιτηρών είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλοί μύλοι. Μόνο μέσα στο Διδυμότειχο ήταν τρεις. Του Μανδαλίδη, που είχε και τον ηλεκτροφωτισμό (το Διδυμότειχο ήταν από τις πρώτες πόλεις στη Θράκη που είχε ηλεκτρικό δίκτυο, ήδη από το 1924, έργο του ευεργέτη της πόλης Ι. Μανδαλίδη), του Μπέη κοντά στο ποτάμι εκεί στο γεφύρι και παραδίπλα του Τσικούρα. Ακόμη η επεξεργασία του σησαμιού είχε αναπτυγμένη μια άλλη βιοτεχνία, τους "Γιαχανάδες", όπως τους έλεγαν, που άλεθαν το σησάμι και έβγαζαν το μυρωδάτο σουσαμόλαδο, το ταχίνι για τους χαλβάδες και την "κούσπα" για ζωοτροφή».
Όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στην περιοχή του Σκορδομαχαλά, ο Εμμανουήλ Δουλάς δημιούργησε την πρώτη βιομηχανική δομή, στην οποία θα γινόταν η επεξεργασία του μεταξιού. Δυστυχώς η έναρξη των Βαλκανικών πολέμων και οι διώξεις του από Βουλγάρους και Τούρκους, στάθηκαν εμπόδιο στο να ξεκινήσει η διαδικασία παραγωγής, και το όλο κτιριακό συγκρότημα χρησιμοποιήθηκε για άλλους λόγους. Στην υπόψη συνοικία πάντως συνεχίστηκε η επιχειρηματική ζωή, καθώς όπως γράφει ο Θανάσης Γουρίδης: «η νεόδμητη συνοικία του σκορδομαχαλά, στο βόρειο άκρο της πόλης έχει τα περισσότερα μεγάλα "προβιομηχανικά" κτίρια, στα οποία λαμβάνουν χώρα η εκτροφή μεταξοσκωλήκων και η ξήρανση καπνών».
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα επιχειρηματική δραστηριότητα της εποχής του μεσοπολέμου, που περιγράφει ο Τσιρταβής, είναι τα Σαλάτσια. Τα Σαλάτσια ήταν υπαίθρια καφενεδάκια (απλές ξύλινες κατασκευές) μπροστά στην όχθη του Ερυθροποτάμου, τα οποία στηνόταν και λειτουργούσαν από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο, και σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, από εκεί περνούσαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης ανεξαρτήτως τάξεως. Και μια που αναφέρθηκα σε δημοσιεύματα και εφημερίδες, να τονίσουμε ότι στο Διδυμότειχο του μεσοπολέμου εκδίδονταν δύο εφημερίδες ο «Έβρος» από το 1929 του Γεωργίου Αποστολίδη και η «Θράκη» από το 1930 του Γρηγόρη Μήτκα.
Όλη αυτή η ακμάζουσα εμπορική δραστηριότητα, είχε ως αποτέλεσμα ήδη από το 1925, να λειτουργήσει υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών στο Διδυμότειχο, υπό την διεύθυνση του τραπεζίτη Εμμανουήλ Δουλά.
Κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής το Διδυμότειχο ορίζεται ως η έδρα του Νομού Έβρου. Με τις σωστές ενέργειες των Ελλήνων νομαρχών το Διδυμότειχο και γενικά ο γερμανοκρατούμενος νομός, παρουσιάζει μεγάλη αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή, με αποτέλεσμα να προμηθεύει με προϊόντα την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου ειδικά στα αστικά κέντρα υπήρχε μεγάλος λιμός. Από το 1942 λειτουργούν στο Διδυμότειχο η Εθνική και η Αγροτική Τράπεζα. Μετά την κατοχή και τα χρόνια του εμφυλίου, μεγάλο μέρος του πληθυσμού για βιοποριστικούς λόγους από τη δεκαετία του 50 και μετά επέλεξε τη μετανάστευση προς το εξωτερικό, αλλά και προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Παρόλα αυτά η γεωργοκτηνοτροφία αποτελεί και πάλι την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα, η οποία βοηθάει στο να αναπτυχθούν και πάλι πολλά εμπορικά καταστήματα στο Διδυμότειχο.
Φθάνοντας στις τελευταίες δεκαετίες, το Διδυμότειχο βασιζόμενο κυρίως στην γεωργοκτηνοτροφία, αλλά και στο στρατό (στην περιοχή δημιουργούνται πολλά στρατόπεδα με αποτέλεσμα να ζουν στην πόλη πολλοί στρατιωτικοί), παρουσιάζει μια οικονομική άνθηση, που ευνοεί σε μεγάλο βαθμό το τοπικό εμπόριο και τις υπάρχουσες πάσης φύσεως επιχειρήσεις.
Η εστίαση βιώνει μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, βασιζόμενη σε τοπικά προϊόντα, όπως κρέας, γαλακτοκομικά, λαχανικά και ποτά. Ποιος παλιός Διδυμοτειχίτης δεν θυμάται το μεζεδοπωλείο του Τζεγκόζη με τα υπέροχα μικρά κεφτεδάκια, τα οποία συνοδευόταν για τους μεγάλους με ούζο Ρακιτζή και για τους μικρούς με γκαζόζα Τσακίρη (αλησμόνητες τοπικές ακμάζουσες επιχειρήσεις).
Δυστυχώς οι λάθος επιλογές και η μη εκμετάλλευση του μνημειακού, φυσικού, παραδοσιακού και γαστρονομικού πλούτου της πόλης, άφησαν ανοχύρωτο το Διδυμότειχο κατά την εποχή της οικονομικής κρίσης, γεγονός που αντανακλάται μέχρι και σήμερα.
Παρόλα αυτά το Διδυμότειχο διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά για να ανακάμψει οικονομικά διά μέσω του τουρισμού, ο οποίος βεβαίως θα δώσει ώθηση και σε πολλά άλλα επαγγέλματα. Γενικά ο Δήμος Διδυμοτείχου μπορεί να αποτελέσει έναν αξιολογότατο προορισμό «πέντε αισθήσεων», ο επισκέπτης άμεσα θα χρησιμοποιεί: την όραση και την αφή (μνημεία, φυσική ομορφιά), την όσφρηση (ευωδίες από το καθαρό και αμόλυντο περιβάλλον), την ακοή (το τιτίβισμα των πουλιών και το καλωσόρισμα των ανθρώπων) και τέλος τη γεύση (παραδοσιακή Εβρίτικη - καστρινή κουζίνα)!!!
Αν εστιάσουμε σε όλα αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του Διδυμοτείχου και συνεργαστούμε Περιφέρεια - Δήμος - Επιμελητήριο Έβρου και Εμπορικός Σύλλογος Διδυμοτείχου, μεθοδικά και ενωτικά, τότε το ακατέργαστο διαμάντι που λέγεται Διδυμότειχο μπορεί να αποτελέσει την ατμομηχανή ανάπτυξης για τον Κεντρικό και Βόρειο Έβρο!!!
Ως πρώτο δημιούργημα επαγγελματικής - επιχειρηματικής δραστηριότητας στο Διδυμότειχο (επιτρέψτε μου να μεταφερθώ περίπου δύο χιλιετίες πίσω), θεωρώ τα αρχαιολογικά ευρήματα στην Πλωτινόπολη. Στο σημαντικό αυτό αρχαιολογικό χώρο βρίσκουμε αξιόλογα συστήματα υδραυλικής αρχιτεκτονικής, υπέροχα ψηφιδωτά, κοσμήματα και πολλά άλλα. Όλα αυτά βεβαίως μπορούμε να τα εντάξουμε και ως δείγματα επιχειρηματικής δραστηριότητας υψηλής αισθητικής τέχνης, καθώς αναφερόμαστε σε μία πόλη, η οποία φέρει το όνομα της Πομπηίας Πλωτίνης, συζύγου του τότε αυτοκράτορα, "πλανητάρχη" της εποχής Τραϊανού (98-117 μ.Χ). Για να μην βγω εκτός θέματος, δεν θα επεκταθώ περισσότερο στη σημαντικότητα της Πλωτινόπολης, απλά θα σημειώσω, ότι όταν ένα μέρος της Πλωτινόπολης γίνει επισκέψιμο για τον κόσμο, τότε ο υπέροχος αυτός αρχαιολογικός χώρος θα αποτελέσει έναν σημαντικό πόλο επιχειρηματικής και οικονομικής ανάπτυξης, όχι μόνο για το Διδυμότειχο αλλά για όλο τον Κεντρικό και Βόρειο Έβρο.
Επίσης σκαλίζοντας την ιστορία του Διδυμοτείχου, συνεχίζουμε να ανασύρουμε στοιχεία επιχειρηματικής δραστηριότητας «αυτοκρατορικού επιπέδου». Κατά τη στέψη του Καντακουζηνού σε αυτοκράτορα, στις 26 Οκτωβρίου 1341 στο Διδυμότειχο (με βάση τα γραφόμενα του ιδίου), προκύπτει ότι τα βασιλικά ενδύματα και το στέμμα παρασκευάστηκαν στο Διδυμότειχο, γεγονός που καταδεικνύει, ότι κατά την εποχή αυτή ήκμαζε η τέχνη της ραπτικής (αν και υπήρξε ένα πρόβλημα στο ράψιμο της φορεσιάς του) και της χρυσοχοΐας, η οποία διατηρήθηκε και επί τουρκοκρατίας όπως αποδεικνύεται και από την ύπαρξη του εσναφίου των κουγιουμτζήδων (χρυσοχόων), το οποίο χαρακτήρισε μια ολόκληρη συνοικία της πόλης, η οποία έφερε το όνομα Κουγιουμτζή - μαχαλεσί.
Η Βυζαντινολόγος Δρ. Άννα Λαμπροπούλου, προσκεκλημένη από τον σεβασμιότατο Μητροπολίτη μας κ. Δαμασκηνό το 2016 στα «Παλαιολόγεια», αναφερόμενη στην εποχή του Καντακουζηνού κατά την παραμονή του στο Διδυμότειχο και στη δυναμική του Δήμου και των επαγγελματιών της εποχής, τονίζει ότι: «υπήρχε ένα σύνολο ανθρώπων της μεσαίας και κατώτερης αστικής κοινωνικής τάξης, τα μέλη της οποίας ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και ενδεχομένως μπορούσαν να ενεργήσουν ανεξαρτήτως της κεντρικής εξουσίας και των αρχών της πόλης, ή και, κάποτε ίσως, εναντίον τους».
Όπως καταλαβαίνουμε είναι λογικό σε μια πόλη με το ιστορικό παρελθόν του Διδυμοτείχου, να υπάρχουν επαγγέλματα, τα οποία διατηρήθηκαν για πολλούς αιώνες. Επίσης σημαντικός παράγοντας για την εμπορική ανάπτυξη του Διδυμοτείχου διαχρονικά, υπήρξε και ο ποταμός Έβρος, ο οποίος ήταν πλωτός από την αρχαιότητα μέχρι τον 19ο αιώνα. Ο αρχαιολόγος κος Τσουρής αναφέρει σχετικώς: «το Διδυμότειχο βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την όχθη και επομένως ήταν δυνατό για εμπορικά, πολεμικά και μεταγωγικά πλοία να μεταφέρουν από τη θάλασσα στους ανωτέρω προορισμούς εμπορεύματα, προμήθειες και στρατιωτικό προσωπικό. Από την άποψη αυτή η πόλη ήταν σε κάποιες περιπτώσεις προορισμός, ενώ σε άλλες ήταν ενδιάμεσος σταθμός στο δρόμο για τους σημαντικούς προορισμούς της Θρακικής ενδοχώρας. Επιπλέον μικρά σκάφη μπορούσαν από τον Έβρο να αναπλεύσουν στον παραπόταμό του, τον Ερυθροπόταμο, και να φτάσουν μέχρι τα τείχη του κάστρου».
Από το ένδοξο Ρωμαϊκό και Βυζαντινό παρελθόν της πόλης, θα περάσουμε στα δύσκολα χρόνια της Οθωμανοκρατίας, την εποχή εκείνη η επιχειρηματική δραστηριότητα βρίσκεται στα χέρια των Ρωμηών, των Εβραίων, των Αρμενίων και βεβαίως των Τούρκων της πόλης.
Από το βιβλίο του Θανάση Γουρίδη Διδυμότειχο μια αέναη περιπλάνηση, παραθέτουμε στοιχεία που αφορούν τη διήγηση του Εβλιγιά Τσελεμπή (ο οποίος επισκέφθηκε το Διδυμότειχο τον Ιανουάριο του 1667), σε σχέση με την οικονομική κατάσταση του Διδυμοτείχου κατά τον 17ο αιώνα. Ο τούρκος περιηγητής κάνει λόγο για αρκετές εμπορικές στοές στο Διδυμότειχο με ξεχωριστή την κεραμοσκέπαστη στοά-χάνι του Νασούχ Μπέη. Επίσης δηλώνει εντυπωσιασμένος από την αφθονία των αγαθών, το μεγάλο αριθμό των καταστημάτων, τα λιθόστρωτα δρομάκια της αγοράς και τους πωλητές πήλινων και μεταλλικών σκευών που ξεπερνούσαν τους διακόσιους, καθώς και από την γεωργική παραγωγή της περιοχής.
Είναι γεγονός που το μαρτυρούν πολλές πηγές, ότι στο Διδυμότειχο υπήρχε έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα σχετική με την αγγειοπλαστική και την εκτροφή κουκουλιών. Ειδικότερα για το σινάφι των Αγγειοπλαστών των τζανακτζίδων (ποιοτικοί κατασκευαστές) και των μπαρδακτζήδων (απλοί κατασκευαστές), ο Θανάσης Γουρίδης μνημονεύει, ότι ήταν το ισχυρότερο σινάφι στο Διδυμότειχο. Επίσης αναφέρει ότι: «Η παράδοση θέλει τους χριστιανούς που σφάχτηκαν στην πόλη τον Απρίλιο του 1821 να είναι τόσοι πολλοί, αλλά και τις καταστροφές που υπέστη αυτή από το φανατισμένο όχλο τόσο εκτεταμένες, ώστε από τότε να χρονολογείται η κατάπτωση των δύο σημαντικότερων "βιομηχανιών" της πόλης, της αγγειοπλαστικής και της μεταξουργίας».
Ο αείμνηστος δάσκαλος Θεοχάρης Βολάνιος γράφει για τους αγγειοπλάστες του Διδυμοτείχου τα εξής: «τα περισσότερα αγειοπλαστεία βρισκόταν δίπλα στον Ερυθροπόταμο, εκεί που κάποτε ήταν τα πηγαδάκια, κοντά στην Αγία Μαρίνα. Υπήρχαν όμως και αρκετά στο κέντρο της πόλης, μέσα στον Καλέ, αλλά και στο χώρο που είναι σήμερα τα διδακτήρια της Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης. Τα προϊόντα της αγγειοπλαστικής πουλιόταν σε όλες τις Θρακικές πόλεις και είχαν καλή φήμη, όχι μόνο για την τεχνική τους κατασκευή μα κυρίως για την αντοχή τους. Η ανθεκτικότητα και στερεότητα των αγγείων οφειλόταν, όχι μόνο στο καλό ψήσιμο αλλά κυρίως στο κατάλληλο χώμα που μόνο στην περιοχή του Διδυμοτείχου υπήρχε». Σύμφωνα με πληροφορία του Παντελή Αθανασιάδη, ο τελευταίος γνωστός αγγειοπλάστης του Διδυμοτείχου ήταν ο Χρήστος Αυγίδης, μέλος της γνωστής οικογενείας της πόλης.
Εκτός από τους αγγειοπλάστες στο Διδυμότειχο δραστηριοποιούνταν και οι κεραμοποιοί - τουβλάδες. Από τον κώδικα ΙΓ της Εφοροδημογεροντίας Διδυμοτείχου 1911-1917, τον οποίο εξέδωσε ο Δρ Θανάσης Μπράβος, βλέπουμε ότι το 1911 ο κεραμέας Περικλής Ιωσήφ, επιλέχθηκε από την Εφοροδημογεροντία Διδυμοτείχου να κατασκευάσει 150.000 τούβλα για την δημιουργία της Αστικής Σχολής, ποσότητα που καταδεικνύει την ύπαρξη μιας μεγάλης επιχείρησης.
Επίσης μεγάλο συνάφι ήταν αυτό των υποδηματοποιών, όπου τα εργαστήρια τους ήταν στους πρόποδες του λόφου του κάστρου, τα λεγόμενα Γεμενετζήδικα. Ο Βολάνιος σχετικά με τους Γεμενετζήδες αναφέρει το εξής εντυπωσιακό: «σε κώδικα με χρονολογία 12 Δεκεμβρίου 1871, είναι καταχωρημένη μια απόφαση του Σωματείου, που αποσκοπούσε στην πάταξη της φοροδιαφυγής και του αθέμιτου ανταγωνισμού».
Ένα άλλο μεγάλο συνάφι στο Διδυμότειχο ήταν αυτό των γουναράδων: «οι γουναράδες ήταν εύπορη τάξη και είχαν πολλή δουλειά, γιατί λόγω των κλιματολογικών συνθηκών, άνδρες και γυναίκες φορούσαν γούνινα ρούχα σχεδόν όλες τις εποχές του χρόνου». Παράλληλα με τους γουναράδες αλλά και τους ραφτάδες, ήκμαζαν και οι λεγόμενοι μπογιατζήδες, αυτοί δηλαδή που δούλευαν το βάψιμο των ρούχων.
Γενικότερα για τα επαγγελματικά συνάφια της εποχής, σύμφωνα με την Ελένη Βουραζέλη - Μαρινάκου, στο Διδυμότειχο κατά τον 19ο αιώνα υπήρχαν οργανωμένες συντεχνίες, που κάλυπταν όλες τις ανάγκες της κοινότητας. Από τις πιο γνωστές ήταν αυτές των ραπτάδων, χρυσοχόων (κουγιουμτζήδων), αμπατζήδων (υφασματέμπορων), αραμπατζήδων (καροποιών), γουναράδων, δουλγέρηδων (τεκτόνων), μπακάληδων, μπακιρτζήδων σιμητζήδων, γεμενετζήδων (υποδηματοποιών), μπογιατζήδων και τερζήδων (ραπτάδων). Φυσικά, υπήρχαν και άλλες όπως των καλαντζήδων (χαλκουργών), καζάζηδων (μεταξουργών), μουμτζήδων (κηροποιών) και ουντζήδων (αλευροπώλων).
Αξίζει να μνημονεύσουμε, ότι το κάθε σινάφι είχε ορίσει και τον προστάτη άγιο του ή την Παναγία, τους οποίους κατά την ημέρα της εορτής τους τιμούσαν μεγαλοπρεπώς. Γενικώς τα σινάφια της πόλης βοηθούσαν οικονομικά στην ανέγερση και συντήρηση των ναών, καθώς βεβαίως και στην προσφορά των εικόνων: «Οι εικόνες του τέμπλου και των προσκυνηταριών του Αγίου Αθανασίου, οι περισσότερες φιλοτεχνημένες για το ναό λίγο μετά την ίδρυσή του, αποτελούν, μαζί με τις εικόνες των άλλων ναών του Διδυμοτείχου, ένα αντιπροσωπευτικό σύνολο αγιογραφικής τέχνης της περιοχής, κατά την περίοδο αυτή (πρώτο μισό του 19ου αι.), αλλά και της κοινωνικοοικονομικής διάρθρωσης της κοινότητας, μια και το σύνολο σχεδόν των εικόνων αποτελούν προσφορές των συντεχνιών της πόλης».
Από το κείμενο του Παντελή Αθανασιάδη «οι τρεις μεγάλες πυρκαγιές, που σημάδεψαν το Διδυμότειχο» αλιεύουμε στοιχεία που προέκυψαν από την εφημερίδα των Αθηνών "Παλιγγενεσία", όπου περιγράφεται η μεγάλη πυρκαγιά στο Διδυμότειχο κατά το έτος 1873. Το δημοσίευμα αναφέρει, ότι μέσα σε τέσσερις ώρες αποτεφρώθηκαν περίπου 100 εμπορικά καταστήματα και εργαστήρια, γεγονός που καταδεικνύει τη δυναμική της τοπικής αγοράς κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Δεν πρέπει βεβαίως να ξεχνάμε και τους κτιστάδες της περιφέρειας του Διδυμοτείχου, οι οποίοι δούλευαν περίτεχνα την πέτρα και μας άφησαν υπέροχα κτίρια στην πόλη αλλά και στην περιφέρειά της. Όπως τον λιθόκτιστο οικισμό των Μεταξάδων και τους μεταβυζαντινούς ναούς Αγίου Αθανασίου (Μεταξάδων) Αγίας Παρασκευής ή Αγίου Παντελεήμονα (Παλιούρι) και Αγίου Αθανασίου (Αλεποχωρίου). Εστιάζω στην περιοχή των Μεταξάδων καθώς το 2019 υπογράφθηκε η απόφαση από το Υπουργείο Πολιτισμού για την εγγραφή στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, της Λιθοξοϊκής Οικοδομικής Τέχνης των Μεταξάδων Έβρου.
Συνεχίζοντας την πορεία στο χρόνο, από τον Στρατή Τσιρταβή αντλούμε στοιχεία για την εποχή μετά την απελευθέρωση και μέχρι την Γερμανική κατοχή (τη λεγόμενη εποχή του μεσοπολέμου), όπου στην πόλη του Διδυμοτείχου, αλλά και στην περιφέρεια του, μετά την καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών, κατοικούν πλέον πολλοί ανατολικοθρακιώτες, οι οποίοι δίνουν μια νέα ώθηση, πολλές φορές και με νέα δεδομένα στην επιχειρηματική δραστηριότητα του τόπου.
Ο Τσιρταβής περιγράφει την πλατεία του Διδυμοτείχου, όπου μπροστά από το τέμενος Βαγιαζήτ υπήρχε ένα πελώριο υπόστεγο, όπου γινόταν το παζάρι με τα κουκούλια. Τα κουκούλια αποτελούσαν μια σίγουρη επιχειρηματική δραστηριότητα για κάθε σπίτι στο Διδυμότειχο, καθώς το εισόδημα ήταν χονδρό και το χρήμα έπεφτε ζεστό στην παλάμη, όπως χαρακτηριστικά γράφει. Γι’ αυτό μας έμεινε και η έκφραση «στα κουκούλια τον καιρό» ή «καλά κουκούλια».
Εκτροφή κουκουλιών σε οικία του Διδυμοτείχου |
Επίσης ο Τσιρταβής περιγράφει μια λαϊκή αγορά που ξεκινούσε από τη σκεπαστή και έφτανε ως το πέτρινο ρολόι. Ειδικότερα αναφέρει τα εξής: «Θημωνιές τα φρέσκα λαχανικά, απλωμένα πάνω σε ψάθες - τότε πάγκοι δεν χρησιμοποιούνταν - μοσχομύριζε όλη η ανηφόρα από ανόθευτα χωρίς λιπάσματα "ζαρζαβατικά" - σέλινα, καρότα, πιπεριές, μαρουλάκια, αγγουράκια - όλα στον καιρό τους, άφθονα τυροκομικά και πουλερικά. Τα κοκόρια πολύχρωμα καμάρωναν μέσα στα καφάσια. Όσο για τις ψάθες, ήταν τα ντόπια χαλιά για τα "χαγιάτια". Παραγωγή σε οικογενειακή βιοτεχνία στο κοντινό χωριό Ψαθάδες, που προμήθευε όλη την περιοχή. Από κει και το όνομα. Είχαν παράδοση που ακόμη και τώρα την κρατούν».
Επίσης στο Διδυμότειχο αλλά και στην περιφέρειά του δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά γαλακτοπαραγωγοί και τυρέμποροι. Αναφέρει ο Τσιρταβής: «Έπρεπε οι τυρέμποροι να γνωρίζουν προκαταβολικά τι θα πάρουν και πόσο γάλα θα δουλέψουν, για να ετοιμάσουν ανάλογα τα συνεργεία για τις "μάνδρες". Έτσι λεγότανε οι μικρές αυτές βιομηχανίες που στηνότανε στα χωριά, κοντά στην παραγωγή, και είχαν ζωή μερικών μηνών. Ξεκινούσαν από τον Μάρτη ή λίγο πιο μπροστά που πουλιόταν τ’ αρνάκια και κρατούσαν το πολύ ως τον Ιούλιο, οπότε βλέπανε τον τελικό λογαριασμό, εξοφλούσαν και δίνανε και μια μικρή δεξίωση με χαλβά, φτιαγμένο και φρέσκο ανάλατο τυρί. "Χουσμέρι" το λέγανε και ήταν ένα σπάνιο και πολύ εκλεκτό γλύκισμα. Το Διδυμότειχο στο είδος αυτό παρουσίαζε αρκετή κίνηση γιατί διέθετε τα μοναδικά ψυγεία στην περιοχή. Το παγοποιείο - ψυγείο του αείμνηστου Αντώνη Γρηγορίου - Γενή Ζεγκίνη, ο οποίος διέθετε τον πάγο μονοπωλιακά σε όλο τον Βόρειο Έβρο. Επίσης υπήρχε ακόμη ένα πρωτόγονο ψυγείο, του Εβραίου "Μποσκανά"».
Επιπροσθέτως ο Τσιρταβής κάνει μνεία στο ζωεμπόριο, "Χαϊβάν Παζάρι", το οποίο γινότανε προς την περιοχή της Αγίας Πέτρας, μια πάρα πολύ σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς όλες οι γεωργικές δουλειές τότε γινόταν με τα ζώα. Και βεβαίως η αγροτοκτηνοτροφία αποτελούσε και τότε την κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα του Διδυμοτείχου και της περιφέρειάς του (σιτηρά, καλαμπόκι, σουσάμι, καπνά, βαμβάκι, όσπρια μποστάνια και άλλες καλλιέργειες). «Η μεγάλη παραγωγή των σιτηρών είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλοί μύλοι. Μόνο μέσα στο Διδυμότειχο ήταν τρεις. Του Μανδαλίδη, που είχε και τον ηλεκτροφωτισμό (το Διδυμότειχο ήταν από τις πρώτες πόλεις στη Θράκη που είχε ηλεκτρικό δίκτυο, ήδη από το 1924, έργο του ευεργέτη της πόλης Ι. Μανδαλίδη), του Μπέη κοντά στο ποτάμι εκεί στο γεφύρι και παραδίπλα του Τσικούρα. Ακόμη η επεξεργασία του σησαμιού είχε αναπτυγμένη μια άλλη βιοτεχνία, τους "Γιαχανάδες", όπως τους έλεγαν, που άλεθαν το σησάμι και έβγαζαν το μυρωδάτο σουσαμόλαδο, το ταχίνι για τους χαλβάδες και την "κούσπα" για ζωοτροφή».
Όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στην περιοχή του Σκορδομαχαλά, ο Εμμανουήλ Δουλάς δημιούργησε την πρώτη βιομηχανική δομή, στην οποία θα γινόταν η επεξεργασία του μεταξιού. Δυστυχώς η έναρξη των Βαλκανικών πολέμων και οι διώξεις του από Βουλγάρους και Τούρκους, στάθηκαν εμπόδιο στο να ξεκινήσει η διαδικασία παραγωγής, και το όλο κτιριακό συγκρότημα χρησιμοποιήθηκε για άλλους λόγους. Στην υπόψη συνοικία πάντως συνεχίστηκε η επιχειρηματική ζωή, καθώς όπως γράφει ο Θανάσης Γουρίδης: «η νεόδμητη συνοικία του σκορδομαχαλά, στο βόρειο άκρο της πόλης έχει τα περισσότερα μεγάλα "προβιομηχανικά" κτίρια, στα οποία λαμβάνουν χώρα η εκτροφή μεταξοσκωλήκων και η ξήρανση καπνών».
Η αγορά του Διδυμοτείχου κατά την εποχή του Μεσοπολέμου |
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα επιχειρηματική δραστηριότητα της εποχής του μεσοπολέμου, που περιγράφει ο Τσιρταβής, είναι τα Σαλάτσια. Τα Σαλάτσια ήταν υπαίθρια καφενεδάκια (απλές ξύλινες κατασκευές) μπροστά στην όχθη του Ερυθροποτάμου, τα οποία στηνόταν και λειτουργούσαν από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο, και σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, από εκεί περνούσαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης ανεξαρτήτως τάξεως. Και μια που αναφέρθηκα σε δημοσιεύματα και εφημερίδες, να τονίσουμε ότι στο Διδυμότειχο του μεσοπολέμου εκδίδονταν δύο εφημερίδες ο «Έβρος» από το 1929 του Γεωργίου Αποστολίδη και η «Θράκη» από το 1930 του Γρηγόρη Μήτκα.
Όλη αυτή η ακμάζουσα εμπορική δραστηριότητα, είχε ως αποτέλεσμα ήδη από το 1925, να λειτουργήσει υποκατάστημα της Τράπεζας Αθηνών στο Διδυμότειχο, υπό την διεύθυνση του τραπεζίτη Εμμανουήλ Δουλά.
Κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής το Διδυμότειχο ορίζεται ως η έδρα του Νομού Έβρου. Με τις σωστές ενέργειες των Ελλήνων νομαρχών το Διδυμότειχο και γενικά ο γερμανοκρατούμενος νομός, παρουσιάζει μεγάλη αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή, με αποτέλεσμα να προμηθεύει με προϊόντα την υπόλοιπη Ελλάδα, όπου ειδικά στα αστικά κέντρα υπήρχε μεγάλος λιμός. Από το 1942 λειτουργούν στο Διδυμότειχο η Εθνική και η Αγροτική Τράπεζα. Μετά την κατοχή και τα χρόνια του εμφυλίου, μεγάλο μέρος του πληθυσμού για βιοποριστικούς λόγους από τη δεκαετία του 50 και μετά επέλεξε τη μετανάστευση προς το εξωτερικό, αλλά και προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Παρόλα αυτά η γεωργοκτηνοτροφία αποτελεί και πάλι την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα, η οποία βοηθάει στο να αναπτυχθούν και πάλι πολλά εμπορικά καταστήματα στο Διδυμότειχο.
Το Παζάρι στο Διδυμότειχο από το αρχείο του Σπύρου Μελετζή |
Φθάνοντας στις τελευταίες δεκαετίες, το Διδυμότειχο βασιζόμενο κυρίως στην γεωργοκτηνοτροφία, αλλά και στο στρατό (στην περιοχή δημιουργούνται πολλά στρατόπεδα με αποτέλεσμα να ζουν στην πόλη πολλοί στρατιωτικοί), παρουσιάζει μια οικονομική άνθηση, που ευνοεί σε μεγάλο βαθμό το τοπικό εμπόριο και τις υπάρχουσες πάσης φύσεως επιχειρήσεις.
Το παντοπωλείο των αδερφών Σιναπίδη |
Η εστίαση βιώνει μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, βασιζόμενη σε τοπικά προϊόντα, όπως κρέας, γαλακτοκομικά, λαχανικά και ποτά. Ποιος παλιός Διδυμοτειχίτης δεν θυμάται το μεζεδοπωλείο του Τζεγκόζη με τα υπέροχα μικρά κεφτεδάκια, τα οποία συνοδευόταν για τους μεγάλους με ούζο Ρακιτζή και για τους μικρούς με γκαζόζα Τσακίρη (αλησμόνητες τοπικές ακμάζουσες επιχειρήσεις).
Ούζο Ρακιτζή - Γκαζόζα Τσακίρη |
Δυστυχώς οι λάθος επιλογές και η μη εκμετάλλευση του μνημειακού, φυσικού, παραδοσιακού και γαστρονομικού πλούτου της πόλης, άφησαν ανοχύρωτο το Διδυμότειχο κατά την εποχή της οικονομικής κρίσης, γεγονός που αντανακλάται μέχρι και σήμερα.
Μαγαζιά τη δεκαετία του '80 |
Παρόλα αυτά το Διδυμότειχο διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά για να ανακάμψει οικονομικά διά μέσω του τουρισμού, ο οποίος βεβαίως θα δώσει ώθηση και σε πολλά άλλα επαγγέλματα. Γενικά ο Δήμος Διδυμοτείχου μπορεί να αποτελέσει έναν αξιολογότατο προορισμό «πέντε αισθήσεων», ο επισκέπτης άμεσα θα χρησιμοποιεί: την όραση και την αφή (μνημεία, φυσική ομορφιά), την όσφρηση (ευωδίες από το καθαρό και αμόλυντο περιβάλλον), την ακοή (το τιτίβισμα των πουλιών και το καλωσόρισμα των ανθρώπων) και τέλος τη γεύση (παραδοσιακή Εβρίτικη - καστρινή κουζίνα)!!!
Αν εστιάσουμε σε όλα αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του Διδυμοτείχου και συνεργαστούμε Περιφέρεια - Δήμος - Επιμελητήριο Έβρου και Εμπορικός Σύλλογος Διδυμοτείχου, μεθοδικά και ενωτικά, τότε το ακατέργαστο διαμάντι που λέγεται Διδυμότειχο μπορεί να αποτελέσει την ατμομηχανή ανάπτυξης για τον Κεντρικό και Βόρειο Έβρο!!!
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω