Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη μας ρίχνει στην ευθύνη που έχουμε για τον άλλον.
Το ευαγγέλιο της Κυριακής έρχεται να ισοπεδώσει τις ηθικές επιταγές αξιακών συστημάτων, είτε πολιτικών, είτε κοινωνικών, καθιστώντας την αγάπη ως βίωμα με οντολογική αλληλοπεριχώρηση και εμβάθυνση. Το ευαγγέλιο αφορά την παραβολή του καλού Σαμαρείτη (Λουκ. 10, 25-37).
Εκείνο που απογοητεύει στην παραβολή είναι η συμπεριφορά του ιερέα και του λευίτη, οι οποίοι αδιαφόρησαν για τον ημιθανή που συνάντησαν. Κι ένας εχθρός των Ιουδαίων, ένας Σαμαρείτης τον περιποιήθηκε, τον οδήγησε σε πανδοχείο και φρόντισε ώστε να γιατρευτεί. Αυτός που φέρθηκε με αγάπη είναι ο καλός Σαμαρείτης. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ο νομικός του ευαγγελίου, ήταν ποιος είναι ο πλησίον, γι’ αυτό και ρώτησε τον Χριστό. Οι νομικοί της εποχής εστίαζαν στους νόμους, στους τύπους και θεωρούσαν πως ήταν αυτάρκεις, αλλά δεν έδιναν βάση στην πραγματική συμπεριφορά του Θεού προς τους άλλους.
Η παραβολή αυτή ξεπερνάει οποιοδήποτε φιλοσοφικό, κοινωνικό, ηθικό κείμενο, δοκίμιο, βιβλίο. Ξεπερνάει τα πάντα. Μήπως η αγάπη του Θεού δεν ξεπερνάει τα πάντα; Αυτό συμβαίνει στην παραβολή. Ο Χριστός συνθλίβει τον νομικισμό, την τυπολατρεία, τις φυλετικές διακρίσεις, τις διαχωριστικές γραμμές που χαράσσουν οι άνθρωποι για τους συνανθρώπους τους, τους οποίους αντιμετωπίζουν ως ξένους, ως εχθρούς. Γιατί ο ιερέας και ο λευίτης της παραβολής αδιαφόρησαν για τον ημιθανή που συνάντησαν στον δρόμο; Άνθρωποι της εκκλησίας ήταν. Μήπως σήμερα άνθρωποι της εκκλησίας δεν αδιαφορούν για τον συνάνθρωπο τους; Στην ουσία για τον Θεό;
Γιατί όμως ο συνάνθρωπος, αυτός ο άλλος να σημαίνει αδιαφορία προς τον Θεό; Το βλέπουμε στο ευαγγέλιο της Κρίσεως (Ματθ. 25, 31-46). Ό,τι κάνουμε προς τον συνάνθρωπο είναι σαν να το κάνουμε προς τον Θεό. Αυτός μας λέει ο Χριστός ξεκαθαρίζοντας τα πράγματα. Ο άλλος είναι ο αδελφός μου. Δεν είναι ένας ακόμη εγώ. Είναι ένας διαφορετικός, ένας ξένος, ο απόλυτα άλλος. Θα χρησιμοποιήσω έναν όρο ως δάνειο από την φιλοσοφία του Levinas. Ο Levinas κάνει λόγο συχνά για την ευθύνη και λέει πως «εγώ είμαι σημαίνει εφεξής δεν μπορώ να ξεφύγω από την ευθύνη». Αν και φιλοσοφικός ο λόγος του, εντούτοις θα τον θαύμαζε ακόμη και ο απόστολος Παύλος! Ο Levinas τοποθετεί πολύ ψηλά τον άλλον και σφραγίζει την εμπειρία της διυποκειμενικότητας, αφήνοντας στην άκρη οποιαδήποτε διαμάχη ταυτότητας και ετερότητας, αφού η ευθύνη προηγείται της ελευθερίας, όπως θα πει. Είναι η "ευθύνη του ομήρου", που με καθιστά εαυτό σε ευθύνη απέναντι στον άλλον, η ελευθερία του οποίου δεν με απειλεί, δεν με υπονομεύει, αλλά καταξιώνει την ελευθερία μου απέναντι του. Κι ο Husserl κάνει λόγο για τον άλλον, αλλά η αναφορά αυτή έχει γνωσιοθεωρητική βάση.
Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη μας ρίχνει στην ευθύνη που έχουμε για τον άλλον. Θα λέγαμε, αν χρησιμοποιούσαμε την ορολογία του Heidegger, πως είμαστε "ριγμένοι" ή "ερριμένοι" στην ευθύνη αυτή. Ε, αυτό που λέει παραπάνω ο Levinas για τον άλλον, το λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Αγίας Τράπεζας και λέγοντας εν ολίγοις πως ο άλλος είναι πιο ιερός από την Αγία Τράπεζα! Τόσο σημαντικός είναι ο άλλος στην πατερική σκέψη. «Αυτό το θυσιαστήριο (εν. τον συνάνθρωπο) μπορείς να το δεις στημένο παντού, και σε στενούς δρόμους και σε αγορές, και μπορείς να τελείς θυσίες πάνω σ’ αυτό κάθε ώρα. Γιατί και σ’ αυτό γίνεται θυσία. Κι όπως στέκεται ο ιερέας και επικαλείται το άγιο Πνεύμα, έτσι κι εσύ επικαλείσαι το άγιο Πνεύμα, όχι όμως με τη φωνή σου αλλά με τις πράξεις σου. Γιατί τίποτα δε διατηρεί και δεν ανάβει περισσότερο τη φωτιά του Πνεύματος, όσο αυτό το λάδι (της ελεημοσύνης) αν χύνεται άφθονο». Αυτά είναι τα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου.
Η συνάντηση με τον άλλον δεν σημαίνει ηθική επίταξη, αλλά υπαρξιακή αυτοσυγκράτηση από την χαοτική δύναμη του εγώ. Αυτό το εγώ είναι που προσπέρασε τον ημιθανή της παραβολής. Ένα τέτοιο εγώ ως αλλοτρίωση της αυθεντικότητας που μαρτυρείται στην σχεσιακή δομή εαυτού και ετερότητας ως συνάντησης και αλληλοπεριχώρησης, δεν μπορεί ποτέ να δει τον άλλον ως αδελφό, ως τον δικό μου άνθρωπο, αλλά και να πάει πιο πέρα∙ να σαρκώσει δηλαδή τον άλλον στην μήτρα της δικής μου εαυτότητας.
Στην χριστιανική αγάπη συναντώ τον άλλον σημαίνει συναντώ τον Θεό. Ποτέ η σωτηρία σ’ ολόκληρο το ευαγγέλιο, σε όλα τα πατερικά κείμενα δεν ειδώθηκε ως ατομική υπόθεση. Όλο το ευαγγέλιο φωνάζει δυνατά πως η σωτηρία μου περνάει μέσα από τον άλλον που είναι εικόνα του Θεού, όπως είμαι κι εγώ εικόνα του Θεού. Η χριστιανική αγάπη δεν είναι ιδεολογικό, ηθικό, φιλοσοφικό απωθημένο. Ηθικά απωθημένα έχουν και οι άθεοι. Στην ύπαρξη του άλλου βρίσκεται ο Θεός. Εκεί που προσγειώνονται οι απαιτήσεις.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος
Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Εκείνο που απογοητεύει στην παραβολή είναι η συμπεριφορά του ιερέα και του λευίτη, οι οποίοι αδιαφόρησαν για τον ημιθανή που συνάντησαν. Κι ένας εχθρός των Ιουδαίων, ένας Σαμαρείτης τον περιποιήθηκε, τον οδήγησε σε πανδοχείο και φρόντισε ώστε να γιατρευτεί. Αυτός που φέρθηκε με αγάπη είναι ο καλός Σαμαρείτης. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ο νομικός του ευαγγελίου, ήταν ποιος είναι ο πλησίον, γι’ αυτό και ρώτησε τον Χριστό. Οι νομικοί της εποχής εστίαζαν στους νόμους, στους τύπους και θεωρούσαν πως ήταν αυτάρκεις, αλλά δεν έδιναν βάση στην πραγματική συμπεριφορά του Θεού προς τους άλλους.
Η παραβολή αυτή ξεπερνάει οποιοδήποτε φιλοσοφικό, κοινωνικό, ηθικό κείμενο, δοκίμιο, βιβλίο. Ξεπερνάει τα πάντα. Μήπως η αγάπη του Θεού δεν ξεπερνάει τα πάντα; Αυτό συμβαίνει στην παραβολή. Ο Χριστός συνθλίβει τον νομικισμό, την τυπολατρεία, τις φυλετικές διακρίσεις, τις διαχωριστικές γραμμές που χαράσσουν οι άνθρωποι για τους συνανθρώπους τους, τους οποίους αντιμετωπίζουν ως ξένους, ως εχθρούς. Γιατί ο ιερέας και ο λευίτης της παραβολής αδιαφόρησαν για τον ημιθανή που συνάντησαν στον δρόμο; Άνθρωποι της εκκλησίας ήταν. Μήπως σήμερα άνθρωποι της εκκλησίας δεν αδιαφορούν για τον συνάνθρωπο τους; Στην ουσία για τον Θεό;
Γιατί όμως ο συνάνθρωπος, αυτός ο άλλος να σημαίνει αδιαφορία προς τον Θεό; Το βλέπουμε στο ευαγγέλιο της Κρίσεως (Ματθ. 25, 31-46). Ό,τι κάνουμε προς τον συνάνθρωπο είναι σαν να το κάνουμε προς τον Θεό. Αυτός μας λέει ο Χριστός ξεκαθαρίζοντας τα πράγματα. Ο άλλος είναι ο αδελφός μου. Δεν είναι ένας ακόμη εγώ. Είναι ένας διαφορετικός, ένας ξένος, ο απόλυτα άλλος. Θα χρησιμοποιήσω έναν όρο ως δάνειο από την φιλοσοφία του Levinas. Ο Levinas κάνει λόγο συχνά για την ευθύνη και λέει πως «εγώ είμαι σημαίνει εφεξής δεν μπορώ να ξεφύγω από την ευθύνη». Αν και φιλοσοφικός ο λόγος του, εντούτοις θα τον θαύμαζε ακόμη και ο απόστολος Παύλος! Ο Levinas τοποθετεί πολύ ψηλά τον άλλον και σφραγίζει την εμπειρία της διυποκειμενικότητας, αφήνοντας στην άκρη οποιαδήποτε διαμάχη ταυτότητας και ετερότητας, αφού η ευθύνη προηγείται της ελευθερίας, όπως θα πει. Είναι η "ευθύνη του ομήρου", που με καθιστά εαυτό σε ευθύνη απέναντι στον άλλον, η ελευθερία του οποίου δεν με απειλεί, δεν με υπονομεύει, αλλά καταξιώνει την ελευθερία μου απέναντι του. Κι ο Husserl κάνει λόγο για τον άλλον, αλλά η αναφορά αυτή έχει γνωσιοθεωρητική βάση.
Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη μας ρίχνει στην ευθύνη που έχουμε για τον άλλον. Θα λέγαμε, αν χρησιμοποιούσαμε την ορολογία του Heidegger, πως είμαστε "ριγμένοι" ή "ερριμένοι" στην ευθύνη αυτή. Ε, αυτό που λέει παραπάνω ο Levinas για τον άλλον, το λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Αγίας Τράπεζας και λέγοντας εν ολίγοις πως ο άλλος είναι πιο ιερός από την Αγία Τράπεζα! Τόσο σημαντικός είναι ο άλλος στην πατερική σκέψη. «Αυτό το θυσιαστήριο (εν. τον συνάνθρωπο) μπορείς να το δεις στημένο παντού, και σε στενούς δρόμους και σε αγορές, και μπορείς να τελείς θυσίες πάνω σ’ αυτό κάθε ώρα. Γιατί και σ’ αυτό γίνεται θυσία. Κι όπως στέκεται ο ιερέας και επικαλείται το άγιο Πνεύμα, έτσι κι εσύ επικαλείσαι το άγιο Πνεύμα, όχι όμως με τη φωνή σου αλλά με τις πράξεις σου. Γιατί τίποτα δε διατηρεί και δεν ανάβει περισσότερο τη φωτιά του Πνεύματος, όσο αυτό το λάδι (της ελεημοσύνης) αν χύνεται άφθονο». Αυτά είναι τα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου.
Η συνάντηση με τον άλλον δεν σημαίνει ηθική επίταξη, αλλά υπαρξιακή αυτοσυγκράτηση από την χαοτική δύναμη του εγώ. Αυτό το εγώ είναι που προσπέρασε τον ημιθανή της παραβολής. Ένα τέτοιο εγώ ως αλλοτρίωση της αυθεντικότητας που μαρτυρείται στην σχεσιακή δομή εαυτού και ετερότητας ως συνάντησης και αλληλοπεριχώρησης, δεν μπορεί ποτέ να δει τον άλλον ως αδελφό, ως τον δικό μου άνθρωπο, αλλά και να πάει πιο πέρα∙ να σαρκώσει δηλαδή τον άλλον στην μήτρα της δικής μου εαυτότητας.
Στην χριστιανική αγάπη συναντώ τον άλλον σημαίνει συναντώ τον Θεό. Ποτέ η σωτηρία σ’ ολόκληρο το ευαγγέλιο, σε όλα τα πατερικά κείμενα δεν ειδώθηκε ως ατομική υπόθεση. Όλο το ευαγγέλιο φωνάζει δυνατά πως η σωτηρία μου περνάει μέσα από τον άλλον που είναι εικόνα του Θεού, όπως είμαι κι εγώ εικόνα του Θεού. Η χριστιανική αγάπη δεν είναι ιδεολογικό, ηθικό, φιλοσοφικό απωθημένο. Ηθικά απωθημένα έχουν και οι άθεοι. Στην ύπαρξη του άλλου βρίσκεται ο Θεός. Εκεί που προσγειώνονται οι απαιτήσεις.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος
Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω