Άρθρο του Αρχιμ. Ειρηναίου Λαφτσή, Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως.
Σύμφωνα με την Παράδοση, η Παναγία γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ. Γονείς της ήταν ο Ιωακείμ και η Άννα, οι οποίοι ήταν άτεκνοι. Όμως, ο Θεός βράβευσε τις προσευχές του και το 16 π.Χ. απέκτησαν ένα κοριτσάκι, ως καρπό της συζυγικής τους αγάπης. Το κορίτσι αυτό ονομάστηκε Μαριάμ (Μαρία εξελληνισμένο) που σημαίνει Κυρία. Όταν η Μαρία ήταν 3 ετών οι γονείς της, σύμφωνα με την υπόσχεσή τους, την παρέδωσαν στους ιερείς του Ναού του Σολομώντα για να μείνει εκεί ώσπου να μεγαλώσει. Η Μαρία έζησε για 12 ολόκληρα χρόνια μέσα στα Άγια των Αγίων με προσευχή, προετοιμαζόμενη για το μεγάλο γεγονός που της επιφύλασσε η Θεία Οικονομία. Σε ηλικία 15 ετών οι ιερείς για να την αποκαταστήσουν σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο, την νύμφευσαν με τον Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ, έναν άντρα συνετό και δίκαιο, από το γένος του Δαβίδ, που ήταν χήρος και πατέρας επτά παιδιών από άλλη γυναίκα. Τα παιδιά του Ιωσήφ ονομάστηκαν αργότερα αδέλφια του Χριστού, ένας εκ των οποίων είναι ο γνωστός άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, επίσκοπος Ιεροσολύμων. Τον τέταρτο μήνα μετά την έξοδό της απ’ το Ναό, ο αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάστηκε μπροστά στην Μαρία και της μεταφέρει το μήνυμα ότι θα γεννήσει τον Υιό του Θεού ως άνθρωπο. Η Μαρία υπακούει στο θέλημα του Θεού και συλλαμβάνει ασπόρως με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος τον Ιησού Χριστό. Σε ηλικία 16 ετών γεννά τον Χριστό. Ζει μαζί Του 33 χρόνια και μετά την Ανάσταση και την Ανάληψή Του ζει άλλα 11 χρόνια στα Ιεροσόλυμα, χωρίς να απομακρυνθεί από την Αγία Πόλη. Όταν ήλθε η στιγμή να τελειώσει την επίγεια ζωή της, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ της το έκανε γνωστό τρεις μέρες πριν. Η χαρά της Θεοτόκου υπήρξε μεγάλη, διότι θα συναντούσε το μονογενή της Υιό. Πήγε, λοιπόν, και προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, κι έπειτα γύρισε στο σπίτι του Ιωάννη, όπου έκανε γνωστή την επικείμενη κοίμηση της. Κοιμάται στα Ιεροσόλυμα όπως αναφέρεται στα συναξάρια της 15ης Αυγούστου.
Παναγία
Την ονόμασαν Παναγία, επειδή είναι το αγιότερο και καθαρότερο δημιούργημα του Θεού από την δημιουργία μέχρι και την συντέλεια του κόσμου. Η παναγιότητα δε αυτή, επιτεύχθηκε από την προσωπική Της άσκηση και πνευματική καλλιέργεια, γι’ αυτό αξιώθηκε να γεννήσει τον Χριστό. Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν την ονόμασε Παναγία επειδή γέννησε τον Χριστό, δεν της έδωσε δηλαδή έναν τίτλο τιμής, αλλά η πανάγια ζωή Της καθόρισε το σχέδιο του Θεού.
Θεοτόκος
Την ονόμασαν Θεοτόκο, επειδή Αυτός που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία δεν ήταν μόνο άνθρωπος, αλλά και Θεός. Κι επίσης, για να επιβεβαιώσουν ότι είναι φυσικό να γεννηθεί Θεός, αφού η Μητέρα Του ήταν Παναγία και Αειπάρθενος. Από το 431 μ.Χ. μέχρι και σήμερα η διδασκαλία αυτή, όπως ακούμε στους Τρίτους Χαιρετισμούς, αποτελεί το «ἀναμφίβολον καύχημα» των πιστών και της Εκκλησίας. Με την γέννηση του Χριστού από την Παναγία ήρθε η σωτηρία στον κόσμο και όλοι οι άνθρωποι γνώρισαν τον Έναν, Αληθινό και Τριαδικό Θεό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η Παναγία έγινε ως μητέρα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, το όργανο της θείας οικονομίας για την σωτηρία του ανθρώπου.
Αειπάρθενος
Την ονόμασαν Αειπάρθενο, το οποίο είναι το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της Θεοτόκου. Δηλαδή η Παναγία παρθένος συνέλαβε, παρθένος έτεκε, παρθένος έμεινε. Και η παρθενία αυτή έχει να κάνει με ψυχή και σώμα. Η προ της γεννήσεως του Χριστού αειπαρθενία της Θεοτόκου αναφέρεται στη ψυχοσωματική της αγνότητα και ακεραιότητα και είναι φυσική για την εποχή εκείνη για μια δεκαπεντάχρονη κοπέλα. Η «εν τόκω» παρθενία αναφέρεται στην άνευ ανδρός σύλληψη του Χριστού και στην σωματική αφθαρσία της Παναγίας κατά την ώρα του τοκετού. Η πρώτη επιτυγχάνεται στη στιγμή του Ευαγγελισμού με την δια του Αγίου Πνεύματος σύλληψη του Χριστού στη μήτρα της Παναγίας. Η δεύτερη, δηλαδή η αφθαρσία, επιτελείται κατά την στιγμή του τοκετού όπου η Παναγία δεν έχει οδύνες αφού δεν είχε προπατορικό αμάρτημα καθόσον αυτό εξαλείφθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού όταν το Άγιο Πνεύμα πλήρωσε ολόκληρη την ύπαρξή της. Έτσι δεν φθείρεται κανένα όργανο της Παναγίας και έχουμε παρθενία και κατά τον τοκετό. Και το τρίτο είναι ευκολότερο να το κατανοήσουμε, καθώς η Παναγία που έζησε άσπορη Σύλληψη, άφθορη Γέννηση, Ανάσταση και Ανάληψη του Υιού της, είναι φυσικό στα υπόλοιπα έντεκα χρόνια τής ζωής Της να αφοσιωθεί πνευματικά στον Υιό και Θεό Της. Εδώ πραγματοποιείται ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους Ρωμαίους «Ὅταν ἔλθει τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται». Για την Παναγία το τέλειο ήλθε.
Παναγία
Την ονόμασαν Παναγία, επειδή είναι το αγιότερο και καθαρότερο δημιούργημα του Θεού από την δημιουργία μέχρι και την συντέλεια του κόσμου. Η παναγιότητα δε αυτή, επιτεύχθηκε από την προσωπική Της άσκηση και πνευματική καλλιέργεια, γι’ αυτό αξιώθηκε να γεννήσει τον Χριστό. Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν την ονόμασε Παναγία επειδή γέννησε τον Χριστό, δεν της έδωσε δηλαδή έναν τίτλο τιμής, αλλά η πανάγια ζωή Της καθόρισε το σχέδιο του Θεού.
Θεοτόκος
Την ονόμασαν Θεοτόκο, επειδή Αυτός που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία δεν ήταν μόνο άνθρωπος, αλλά και Θεός. Κι επίσης, για να επιβεβαιώσουν ότι είναι φυσικό να γεννηθεί Θεός, αφού η Μητέρα Του ήταν Παναγία και Αειπάρθενος. Από το 431 μ.Χ. μέχρι και σήμερα η διδασκαλία αυτή, όπως ακούμε στους Τρίτους Χαιρετισμούς, αποτελεί το «ἀναμφίβολον καύχημα» των πιστών και της Εκκλησίας. Με την γέννηση του Χριστού από την Παναγία ήρθε η σωτηρία στον κόσμο και όλοι οι άνθρωποι γνώρισαν τον Έναν, Αληθινό και Τριαδικό Θεό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η Παναγία έγινε ως μητέρα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, το όργανο της θείας οικονομίας για την σωτηρία του ανθρώπου.
Αειπάρθενος
Την ονόμασαν Αειπάρθενο, το οποίο είναι το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της Θεοτόκου. Δηλαδή η Παναγία παρθένος συνέλαβε, παρθένος έτεκε, παρθένος έμεινε. Και η παρθενία αυτή έχει να κάνει με ψυχή και σώμα. Η προ της γεννήσεως του Χριστού αειπαρθενία της Θεοτόκου αναφέρεται στη ψυχοσωματική της αγνότητα και ακεραιότητα και είναι φυσική για την εποχή εκείνη για μια δεκαπεντάχρονη κοπέλα. Η «εν τόκω» παρθενία αναφέρεται στην άνευ ανδρός σύλληψη του Χριστού και στην σωματική αφθαρσία της Παναγίας κατά την ώρα του τοκετού. Η πρώτη επιτυγχάνεται στη στιγμή του Ευαγγελισμού με την δια του Αγίου Πνεύματος σύλληψη του Χριστού στη μήτρα της Παναγίας. Η δεύτερη, δηλαδή η αφθαρσία, επιτελείται κατά την στιγμή του τοκετού όπου η Παναγία δεν έχει οδύνες αφού δεν είχε προπατορικό αμάρτημα καθόσον αυτό εξαλείφθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού όταν το Άγιο Πνεύμα πλήρωσε ολόκληρη την ύπαρξή της. Έτσι δεν φθείρεται κανένα όργανο της Παναγίας και έχουμε παρθενία και κατά τον τοκετό. Και το τρίτο είναι ευκολότερο να το κατανοήσουμε, καθώς η Παναγία που έζησε άσπορη Σύλληψη, άφθορη Γέννηση, Ανάσταση και Ανάληψη του Υιού της, είναι φυσικό στα υπόλοιπα έντεκα χρόνια τής ζωής Της να αφοσιωθεί πνευματικά στον Υιό και Θεό Της. Εδώ πραγματοποιείται ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους Ρωμαίους «Ὅταν ἔλθει τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται». Για την Παναγία το τέλειο ήλθε.
† Αρχιμ. Ειρηναίος Λαφτσής
Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Αλεξανδρουπόλεως
[post_ads]Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Αλεξανδρουπόλεως
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω