Στοιχεία για τον βίο του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Ε΄ για τον οποίο το Διδυμότειχο αποτέλεσε έναν από τους σταθμούς της σταδιοδρομίας του.
Κείμενο: Ιωάννης Α. Σαρσάκης (Καστροπολίτης)
Το Διδυμότειχο είναι μία ιστορική Καστροπολιτεία, στην οποία διαχρονικά, πολλές και σημαντικές φυσιογνωμίες έζησαν για μικρό ή μεγάλο διάστημα. Ιδιαίτερα δε, ως μία επαρχιακή πόλη, διαθέτει μία πλούσια αυτοκρατορική παράδοση αιώνων. Εκτός όμως από αυτοκράτορες και άλλες ιστορικές προσωπικότητες, το Διδυμότειχο συνδέεται και με Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, στο Διδυμότειχο κατέφυγε και διασώθηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 ο Πατριάρχης Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, όπου και απεβίωσε στις 26 Ιουνίου του 1206. Ο αντίπαλος του Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας εξορίστηκε το 1347 στο Διδυμότειχο, μετά την επικράτηση του πρώτου, στον δεύτερο εμφύλιο των Παλαιολόγων. Λίγα χρόνια αργότερα το 1352 ο Καντακουζηνός έστειλε στο Διδυμότειχο τον πατριάρχη Κάλλιστο Α΄, προκειμένου να συνετίσει τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο και να σταματήσουν οι εμφύλιες εχθροπραξίες. Πέντε αιώνες αργότερα, κατά την Οθωμανική περίοδο, το 1887 ενθρονίζεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο Διονύσιος Ε΄, ο οποίος είχε διατελέσει δημοδιδάσκαλος στο Διδυμότειχο, καθώς και Μητροπολίτης (1868-1873). Στη σύγχρονη εποχή το Διδυμότειχο επισκέφθηκε ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος επί Μητροπολιτών Νικηφόρου το 1999 και Δαμασκηνού το 2014, μάλιστα με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Διδυμοτείχου αναγορεύθηκε επίτιμος δημότης Διδυμοτείχου.
Στο παρόν κείμενο θα παραθέσουμε στοιχεία για τον βίο του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Χαριτωνίδη, για τον οποίο το Διδυμότειχο αποτέλεσε έναν από τους σταθμούς της σταδιοδρομίας του. Μάλιστα προς τιμήν του ο δρόμος επάνω στο κάστρο που οδηγεί προς την Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου και τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αθανασίου ονομάστηκε Οδός Πατριάρχου Διονυσίου.
Καταγωγή - Τα πρώτα βήματα στην Παιδεία και την Ιεροσύνη
Ο Διονύσιος Χαριτωνίδης ήταν Θρακικής καταγωγής: «γεννήθηκε στην Αδριανούπολη στις 22 Μαρτίου 1820, με καταγωγή από την κώμη Ευκάριο των Σαράντα Εκκλησιών». Ήταν: «Τέκνον λαϊκής τάξεως και ευσεβεστάτης οικογενείας μετά την αποφοίτησιν της Σχολής της πατρίδας του υπηρέτησεν ως δημοδιδάσκαλος εις πολλά μέρη της Ανατολικής Θράκης. Ασπασθείς το μοναχικόν σχήμα ως κληρικός εισήλθεν εις την Αυλήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπου διανύσας τους ανωτέρους εκκλησιαστικούς βαθμούς κατέλαβεν ιεραρχικώς τους Μητροπολιτικούς θρόνους Κρήτης, Διδυμοτείχου και Αδριανουπόλεως. Σεμνός, δραστήριος, φιλόπατρις και κατ’ εξοχήν εθνικόφρων, δια της εξαιρετικής φιλομάθειας και ευφυΐας του κατέστη δοκιμώτατος περί την εκκλησιαστικήν φιλολογίαν».
Ο Διονύσιος προτού διακονήσει την Εκκλησία του Χριστού, διακόνησε την παιδεία του Γένους ως δημοδιδάσκαλος. Φοίτησε στη δημόσια σχολή της Αδριανουπόλεως και μετά το πέρας των σπουδών του προσλήφθηκε δάσκαλος στις Σαράντα Εκκλησιές, όπου δίδαξε για οκτώ χρόνια (1840-1848) και ακολούθως στο Διδυμότειχο όπου δίδαξε επί μία τριετία (1848-1851), αυτή ήταν και η πρώτη του επαφή με την Βυζαντινή Καστροπολιτεία.
Ο Διονύσιος συγκαταλέγεται μεταξύ των λαμπρών εκπαιδευτικών: «που συνέδεσαν το όνομά τους με την πόλη και την επαρχία του Διδυμοτείχου, όπως οι: αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης, ο ιατροφιλόσοφος Ευστάθιος Καβάσιλας, ο Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος, ο Νικόλαος Πετσόγλου ή Πετσίδης, ο Γεώργιος Βαφειάδης, ο Νικ. Ζαννίδης (Ζαννής), ο Αδάμ Ταμβακίδης κ.α.».
Το 1851 επί πατριαρχίας Άνθιμου Δ΄ Βαμβάκη χειροτονήθηκε διάκονος και το 1856 επί πατριαρχίας Κυρίλλου Ζ΄ ανήλθε στο αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου. Το υπόψη οφίκιο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποτελεί τον εκπρόσωπο του Πατριάρχη και διευθύνει τον κλήρο της Αρχιεπισκοπής. Για τον Διονύσιο αποτέλεσε και τον βατήρα για την χειροτονία του σε Μητροπολίτη.
Ο Διονύσιος Μητροπολίτης Κρήτης
Στις 27 Ιουλίου 1858 ο Θρακιώτης ιερωμένος χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κρήτης ως Διονύσιος Β΄. Στη θέση αυτή έμεινε μέχρι το 1866, καθώς ξέσπασε η Κρητική επανάσταση (1866-1869) και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη μεγαλόνησο και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Η ενθρόνιση του Διονυσίου στην Κρήτη το 1858, συνέπεσε με τις προεπαναστατικές ενέργειες των Κρητικών κατά της Οθωμανικής διοίκησης. Αναφορικά με τα γεγονότα που συντάραξαν τη μεγαλόνησο και κατέληξαν στην επανάσταση του 1866, παραθέτουμε τα εξής: «Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αφορούσαν τους μη μουσουλμάνους υπηκόους και αποτέλεσαν μια ανάσα ανακούφισης δεν έφτασαν μέχρι την Κρήτη. Ήδη το 1858, οκτώ χιλιάδες Κρητικοί ένοπλοι συνήλθαν στα Περιβόλια και απείλησαν την κεντρική εξουσία, ότι θα καταφύγουν στη βία αν δεν εφαρμοζόταν το Χάτι Χουμαγιούν και στο νησί τους. Αρχικά η Υψηλή Πύλη φάνηκε διατεθειμένη να υποχωρήσει και υποσχέθηκε την ίδρυση επαρχιακών συμβουλίων. Χρόνο με το χρόνο η εφαρμογή των επαγγελιών αυτών ματαιωνόταν και η έκρηξη της επανάστασης ήταν προ των θυρών. Το 1862 διορίστηκε στην Κρήτη διοικητής ο Ισμαήλ πασάς, ο οποίος διοίκησε ακολουθώντας το δόγμα "διαίρει και βασίλευε", μεροληπτώντας υπέρ των Σφακιανών και θέλοντας να δημιουργήσει έτσι εσωτερικές έριδες. Οι πρόκριτοι πολλές φορές παρουσιάστηκαν ενώπιόν του για να παραπονεθούν, αλλά δεν εισακούστηκαν. Κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα διώχτηκαν και φυλακίστηκαν. Η κατάσταση φαινόταν ότι δεν θα εξελισσόταν προς το καλύτερο. Ένα νέο πρόβλημα εμφανίστηκε και αυτό αφορούσε το "μοναστηριακό ζήτημα". Οι πρόσοδοι που συγκέντρωναν οι μονές στο ανατολικό μέρος του νησιού και πως διετίθεντο χώρισαν τους χριστιανούς σε δύο παρατάξεις. Από τη μία πλευρά οι ανώτεροι κληρικοί μ’ επικεφαλής τον μητροπολίτη (Διονύσιο) ήθελαν να έχουν τον έλεγχο και από την άλλη τα προοδευτικά στοιχεία συνεπικουρούμενα από τους προύχοντες που ήθελαν να έχουν τη διαχείριση των χρημάτων αυτών».
Όσον αφορά το "μοναστηριακό ζήτημα": «την αντιπαράθεση δηλαδή για τη διαχείριση και τη διάθεση των μοναστηριακών εσόδων. Ουσιαστικά επρόκειτο για αντιπαράθεση μεταξύ δύο παρατάξεων, αυτών που επιθυμούσαν τη χρηματοδότηση της παιδείας από τα μοναστηριακά έσοδα με εποπτεία λαϊκών, και αυτών που αντιδρούσαν σε ενδεχόμενη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην αξιοποίηση των παραπάνω εσόδων. Στην πρώτη παράταξη ανήκαν μορφωμένοι νέοι, αλλά και φιλοπρόοδοι κάτοικοι της ανατολικής Κρήτης, ενώ στη δεύτερη πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτιζαν ο μητροπολίτης Διονύσιος, οι επίσκοποι, οι δημογέροντες, κάποιοι τουρκόφιλοι χριστιανοί και ο Ισμαήλ πασάς».
Οι ενέργειες αυτές ξέφευγαν από τα όρια του κανονισμού των μοναστηριών, καθώς: «και οι δύο πλευρές ερμήνευαν τον κανονισμό κατά το δοκούν. Σύμφωνα μ’ αυτόν η εποπτεία των μοναστηριακών προσόδων είχε ανατεθεί πράγματι στη "δημογεροντία", ωστόσο δεν υπήρχε κάποια διάταξη που να αποκλείει και τη συμμετοχή αντιπροσώπων από τις επαρχίες στις οποίες βρίσκονταν οι μονές. Οι μεν αρχιερείς και δημογέροντες υποστήριζαν ότι η απουσία ρητής αναφοράς στους λαϊκούς αντιπροσώπους απαγόρευε τη συμμετοχή των τελευταίων στο διαχειριστικό έλεγχο της μοναστηριακής περιουσίας, ενώ οι κάτοικοι των επαρχιών κατηγορούσαν τους δημογέροντες για ευνοϊκή ερμηνεία του κανονισμού υπέρ τους. Το 1864 ο μητροπολίτης Διονύσιος μετέβη στο Φανάρι, όπου σύμφωνα με τη δημογεροντία κατόρθωσε να λάβει από το Πατριαρχείο μια "διαταγήν ερμηνευτική του Κανονισμού", που απαγόρευε την παρέμβαση από αντιπροσώπους των επαρχιών. Επιπλέον, η συγκεκριμένη ερμηνευτική διαταγή όριζε ότι όλα τα έξοδα που έκαναν οι κάτοικοι του Μεραμπέλλου για την ανέγερση σχολείων θα βάρυναν τους ίδιους. Υπό αυτές τις συνθήκες το Νοέμβριο του 1864 ο Διονύσιος αποφάσισε να εφαρμόσει τον Κανονισμό ζητώντας από τα μοναστήρια να παραδώσουν τα κατάστιχα και τις σφραγίδες τους στις κεντρικές δημογεροντίες, με σκοπό να ξεκινήσει η ενοικίαση των μοναστηριακών κτημάτων. Οι επαρχίες της ανατολικής Κρήτης αντέδρασαν και τον Ιανουάριο του επόμενου έτους οι έφοροι του Μεραμπέλλου, που με εντολή του Ισμαήλ Πασά και τη σύμφωνη γνώμη του μητροπολίτη Διονυσίου είχαν ορισθεί υπεύθυνοι για την αξιοποίηση των μοναστηριακών εσόδων της επαρχίας τους, έστειλαν αναφορά στον Γενικό Διοικητή της Κρήτης εξηγώντας το πλαίσιο αντιδικίας με τη δημογεροντία και την αξίωσή τους να διασαφηνιστεί το κείμενο του Κανονισμού».
Η άκαμπτη στάση του μητροπολίτη Διονυσίου και η επιμονή της αντίπαλης παράταξης λειτουργούσαν θετικά για τον Ισμαήλ πασά, καθώς άπαντες προσέτρεχαν σ’ αυτόν για να δώσει λύση επί του θέματος. Έτσι: «η επέμβαση του Ισμαήλ σε ένα τόσο καίριο θέμα, όπως αυτό της λαϊκής αντιπροσώπευσης και της διαχείρισης της μοναστηριακής περιουσίας, προκάλεσε το λαϊκό αίσθημα και κλόνισε την εμπιστοσύνη του λαού προς την εκκλησιαστική αρχή, η οποία εν ολίγοις ταυτίστηκε με τα συμφέροντα του Γενικού Διοικητή. Το μοναστηριακό ζήτημα τυπικά έκλεινε με τη ψήφιση του νέου κανονισμού στις 12 Νοεμβρίου 1865, ωστόσο, κατά πολλούς μελετητές, τα πάθη που αυτό δημιούργησε κυοφόρησαν και πυροδότησαν λίγους μήνες αργότερα το ξέσπασμα ενάντια στην οθωμανική ασυδοσία, την επανάσταση του 1866».
Αναφορικά με την επανάσταση του 1866 θα πρέπει να τονίσουμε, ότι ο μητροπολίτης Διονύσιος και η δημογεροντία Ηρακλείου ήταν αντίθετοι: «ήδη πριν από την επίσημη κήρυξή της στις 21 Αυγούστου 1866, και με μια σειρά ενέργειες προσπαθούσαν να εμποδίσουν την εκδήλωσή της. Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι το δυσμενές κλίμα κατά του Διονυσίου είχε διαμορφωθεί χρόνια πριν, όταν ο ίδιος από το 1858 εμπόδιζε τη συμμετοχή των λαϊκών πληρεξουσίων στο διαχειριστικό έλεγχο των μονών. Αν και οι επαναστάτες δε ζητούσαν την αλλαγή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, δε δίσταζαν να στηλιτεύσουν συμπεριφορές που δίχαζαν το λαό, ακόμα και να χαρακτηρίσουν "προδότες" εκείνους που υποτάσσονταν στη θέληση των οθωμανικών αρχών». Επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Διονύσιος για ένα χρονικό διάστημα έλειπε από την Κρήτη, καθώς: «παρέμεινεν επί διετίαν εν Κωνσταντινουπόλει ως συνοδικός (9 Μαρτίου 1864 - 1 Μαρτίου 1866)», και επέστρεψε λίγους μήνες πριν την έναρξη της επαναστάσεως μη έχοντας (ενδεχομένως) την δέουσα επαφή με τους επαναστάτες και το επαναστατικό κίνημα.
Παρά την αντίδραση του Διονυσίου κατά της επανάστασης, γεγονός είναι ότι ο απλός κλήρος και ο λαός τάχθηκαν υπέρ αυτής, μάλιστα δύο μεγάλες μορφές του αγώνα ήταν οι ιερομόναχοι Παρθένιος Περίδης και Παρθένιος Κελαϊδής. Τελικώς: «Στις 9 Νοεμβρίου 1966 έγινε το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, ενώ το σύνολο των κρητικών μοναστηριών καταστράφηκαν. Άλλα πυρπολήθηκαν, άλλα βεβηλώθηκαν, ενώ οι περιουσίες τους ερημώθηκαν κατά τη διάρκεια του τριετούς ένοπλου αγώνα. Αν και η επανάσταση δεν έφερε τα προσδοκώμενα για τους Χριστιανούς αποτελέσματα, αποτέλεσε όμως μοχλό πίεσης προς την Πύλη για να κάνει κάποια βήματα για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των χριστιανών. Από τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1867 ο σουλτάνος παραχωρούσε γενική αμνηστία σ’ όλους τους επαναστάτες, ενώ λίγο αργότερα έστειλε στην Κρήτη το Μεγάλο Βεζίρη Ααλή Πασά, συνοδευόμενο από το μητροπολίτη Διονύσιο και άλλους χριστιανούς, για να απευθύνει μια σειρά προτάσεων προς τους χριστιανούς».
Όπως είδαμε ανωτέρω, ο μητροπολίτης Διονύσιος ανήλθε στον μητροπολιτικό θρόνο της Κρήτης σε μία εποχή με μεγάλες αναταράξεις και συγκρούσεις. Δεν θα πρέπει όμως να κρίνουμε την αρχιερατεία του μονοδιάστατα και με βάση τα γεγονότα που αφορούν το μοναστηριακό ζήτημα και τις διχόνοιες μεταξύ των Ρωμηών.
Ένα από τα πρώτα θέματα που συνάντησε και επίλυσε ο Διονύσιος στην Κρήτη ήταν η αναγνώριση του θεσμού της Δημογεροντίας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι: «αντίθετα με την ηπειρωτική Ελλάδα όπου η κοινοτική αυτοδιοίκηση ήταν βασικό θεμέλιο των χριστιανικών κοινοτήτων ήδη από την πρώιμη οθωμανική κυριαρχία, στην Κρήτη δε μαρτυρήθηκε η ύπαρξη οργανωμένων δημογεροντικών δομών. Παρόλο που η ύπαρξη προκρίτων και προεστών έδιναν το χαρακτήρα μιας υποτυπώδους εκπροσώπησης των τοπικών κοινωνιών έναντι του Οθωμανού κυριάρχου, ο δημογεροντικός θεσμός στην Κρήτη λειτούργησε πολύ αργότερα, μόλις το 1843, όταν και συστάθηκε η πρώτη δημογεροντία στο Ηράκλειο. Με την εφαρμογή των Γενικών Κανονισμών του 1858 ο θεσμός της δημογεροντίας αναγνωρίστηκε επίσημα, ωστόσο ο εσωτερικός κανονισμός, που όριζε το πλαίσιο λειτουργίας του ψηφίστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 15 Δεκεμβρίου 1862, από τους δημογέροντες του νησιού, παρόντος του Αρχιμανδρίτη Καλλινίκου, εκπροσώπου του μητροπολίτη Κρήτης Διονυσίου (1858-1868)».
Το 1859, δηλαδή λίγους μήνες μετά την ενθρόνισή του Διονυσίου, προέκυψε σοβαρό ζήτημα με τις προσηλυτιστικές ενέργειες ρωμαιοκαθολικών μοναχών επί των ορθοδόξων. Οι ενέργειες αυτές των παπικών γινόταν συντονισμένα και κάτω από την υποστήριξη του Γαλλικού προξενείου, ζητώντας από τους ορθοδόξους: «μόνον την αναγνώρισιν του πάπα ως αντιπροσώπου του Θεού επί της γης υποσχόμενοι την εν παντί συμπαράστασιν της Γαλλίας». Βλέπουμε ότι ο προσηλυτισμός αυτός ήταν καλά σχεδιασμένος και στηριζόμενος σε υποσχέσεις κρατικής συμπαράστασης, έτσι: «επειδή δ’ έλαβε το πράγμα ασυνήθη διάστασιν, ελήφθησαν έκτακτα μέτρα διαφωτίσεως του πληθυσμού, αποσταλέντων ιεροκηρύκων και κληρικών. Ο Διονύσιος διά προκηρύξεώς του εκ Χανίων (31 Δεκεμβρίου 1859) εξηγεί την απάτην των προσηλυτιστών, εκάλει δε τους πλανηθέντας να επανέλθουν εις την ορθοδοξίαν». Προσπάθεια προσηλυτισμού των ορθοδόξων στην ρωμαιοκαθολική πλάνη δεν έγινε μόνο στα Χανιά αλλά και στο Ηράκλειο: «εξ ανεκδότων εγγράφων συνάγομεν ότι και εις Ηράκλειον διενεργήθη προσηλυτισμός. (Α.Δ.Η., έγγραφα αντιπροσώπων των Χανίων της 29 Φεβρουαρίου 1860 προς τους κατοίκους του Τμήματος Ηρακλείου, των αντιπροσώπων των επαρχιών Χανίων και Ρεθύμνης της 22 Απριλίου 1860 προς τους κατοίκους των επαρχιών Πεδιάδος, Μαλεβιζίου, προς τους Δημογέροντας Ηρακλείου κ.λ.π.)».
Θα πρέπει να σημειώσουμε (και αυτό είναι ίσως ενδεικτικό των παθών και των διαφορών που υπήρχαν στην Κρήτη μεταξύ των Ρωμηών), ότι ο Διονύσιος κατηγορήθηκε, ως ο υπαίτιος του εθνοφθόρου τούτου κινήματος (του προσηλυτισμού) και ότι έδειξε αδιαφορία. Σε επιστολή όμως, που έστειλαν οι κάτοικοι του Ηρακλείου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Ζ΄ γράφουν για τις ενέργειες του Διονυσίου τα εξής: «η Πανιερότης του, ως καλός ποιμήν την ψυχήν αυτού τιθέμενος υπέρ των λογικών αυτού προβάτων, άμα τω δυσαρέστω ακούσματι τούτω εκ Χανίων, χωρίς ουδέ στιγμή να παρέλθη και χειμώνος και οδοιπορίας και κόπου καταφρονήσας έτρεξεν, όπου το κακόν και φθοροποιόν μίασμα είχεν αρχίσει και κατέβαλε παν το ενόν αυτώ προς περιστολήν τούτου».
Αναφορά στην άμεση και σωτήρια παρέμβαση του Διονυσίου κατά του προσηλυτισμού των ορθοδόξων έκανε και ο Οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος Ζ΄ σε επιστολή του τον Φεβρουάριο του 1860, μέσω της οποίας δεν κάνει αποδεκτή την παραίτηση του Διονυσίου. Σε επόμενη επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη τον Μάρτιο του ιδίου έτους, βλέπουμε ότι υπήρξε επιμονή του Διονυσίου ώστε να γίνει δεκτή η παραίτησή του, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό από το Πατριαρχείο.
Παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Διονύσιος συνέχισε το έργο του, που αφορούσε την αναδιοργάνωση της Μητρόπολης Κρήτης. Λόγω της μεγάλης ελάττωσης του πληθυσμού, την δεκαετία του 1830 οι επισκοπές της Κρήτης είχαν συγχωνευθεί σε πέντε, έτσι: «το 1862 οι επισκοπές της Κρήτης ανασυστήθηκαν, εκτός από την Κνωσού, που οριστικά καταργήθηκε και προσαρτήθηκε στην μητρόπολη».
Ένα άλλο σημαντικό γεγονός για το Ηράκλειο επί της αρχιερατείας του Διονυσίου: «υπήρξεν η επί των ημερών του Διονυσίου θεμελίωσις του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά (21 Μαρτίου 1862, Τετάρτη του Μ. Κανόνος). Έγινεν η αρχή των θεμελίων και την 25 ιδίου Κυριακής Ε΄ των νηστειών, ετέθη ο θεμέλιος λίθος μεθ’ όλης της λαμπρότητος παρά του Διονυσίου Κρήτης του Αδριανουπολίτου».
Στην Μητρόπολη Διδυμοτείχου
Οι όλες συνθήκες και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Κρήτη, όπως τα περιγράψαμε ανωτέρω, δεν ευνόησαν την παραμονή του Διονυσίου στη μεγαλόνησο, έτσι επί πατριαρχίας Γρηγορίου Στ΄ στις 16 Νοεμβρίου 1868: «εψηφίσθη μητροπολίτης Διδυμοτείχου». Την ίδια ημερομηνία εκλέχθηκε μητροπολίτης Κρήτης ο τότε Διδυμοτείχου Μελέτιος Ε΄ Καβάσιλας και έτσι υπήρξε μία αντικατάσταση - μετακίνηση μεταξύ των δύο μητροπόλεων από την Κρήτη στο Διδυμότειχο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι από το 1868 έως το 1882 υπήρξαν εναλλαγές μητροπολιτών Διδυμοτείχου και Κρήτης μεταξύ των Αρχιερέων Διονυσίου Χαριτωνίδη, Μελετίου Καβάσιλα και Σωφρονίου Χρηστίδη. Συγκεκριμένα ο Μητροπολίτης Σάρδεων Γερμανός γράφει τα εξής: «Μελετίου μετατεθέντος και προβιβασθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης μητροπόλεως Κρήτης εξελέγη (16 Νοεμβρίου 1868) ο πανιερώτατος μητροπολίτης πρώην Κρήτης Διονύσιος. Σωφρονίου μετατεθέντος εις την θεόσωστον επαρχίαν Κρήτης αποκατέστη εν τη επαρχία Διδυμοτείχου (23 Νομεβρίου 1874) ο και άλλοτε ευδοκίμως αρχιερατεύσας πρ. Κρήτης Μελέτιος».
Έτσι λοιπόν τον Νοέμβριο του 1868 ο Διονύσιος επέστρεψε στο Διδυμότειχο (στο οποίο όπως προαναφέραμε είχε χρηματίσει διδάσκαλος για τρία χρόνια), αναλαμβάνοντας τον μητροπολιτικό θρόνο μέχρι την 1η Μαΐου του 1873.
Πρώτο μέλημα του Διονυσίου λίγους μήνες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, ήταν η αναδιοργάνωση της Δημογεροντίας Διδυμοτείχου. Σχετικά με τον θεσμό της Δημογεροντίας να αναφέρουμε ότι: «Ο θεσμός των κοινοτήτων (κοινοτισμός και η απορρέουσα από αυτόν τοπική αυτοδιοίκηση) στον ελληνικό χώρο, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, από ιστορικής και νομικής πλευράς, θέματα κατά την περίοδο εκείνη. Η σπουδαιότητα του έγκειται στο γεγονός ότι έδωσε τη δυνατότητα στον υπόδουλο Ελληνισμό να αναπτύξει σε σημαντικό βαθμό διοικητική, δικαστική και οικονομική αυτοτέλεια μέσα στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους».
Ο Γρηγόρης Ευθυμίου γράφει για την Εφοροδημογεροντία Διδυμοτείχου τα εξής: «Αναδιφώντας όμως τελευταία τους κώδικας της Μητροπόλεως Διδυμότειχου, βρήκαμε των κώδικα εξερχομένων εγγράφων των ετών 1869-1873. Στα χρόνια ετούτα αρχιεράτευσε στο Διδυμότειχο ο Αδριανουπολίτης Διονύσιος, ο οποίος αργότερα έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο κώδηξ αυτός έχει διαστάσεις 16Χ12 και αποτελείται από 55 φύλλα, γραμμένα, τρία φύλλα στο τέλος κομμένα και λευκό. Στο πρώτο φύλλο υπάρχει καταχωρισμένο πρακτικό της Δημογεροντίας, που έχει ως εξής: «Σήμερον 27ην Μαρτίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού εξηκοστού ενάτου Σωτηρίου έτους, ημέραν Πέμπτην της εβδομάδος, συνελθόντες εν τη ιερά Μητροπόλει οι υποφαινόμενοι Πρόκριτοι τε της Πόλεως ταύτης, και οι εκ των συντεχνιών και λοιπών κατοίκων της Πόλεως ταύτης Προϊστάμενοι εις εκλογήν προσώπων καταλλήλων μελλόντων να αντικαταστήσωσι τους άχρι τούδε Κυρίους Δημογέροντας οικειοθελώς παραιτηθέντας, κοινή και ομοφώνω γνώμη ενώπιον της ημών ταπεινότητας, εξελέξαντο υπό το όνομα Εφοροδημογεροντία, τους εφεξής εντιμότατους Κυρίους (παρακάτω αναγράφονται τα ονόματα των δημογερόντων καθώς και οι κανονισμοί λειτουργίας της Εφοροδημογεροντίας)».
Αναφορικά με τη σημαντικότητα της ύπαρξης στοιχείων από τους κώδικες της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου ο Γρηγόρης Ευθυμίου αναφέρει τα εξής: «Είναι ευτύχημα ότι από τους δύο αυτούς Μητροπολίτας, δηλ. τον Μελέτιο και τον Διονύσιο, έχουμε την οργάνωση της Δημογεροντίας της πόλεως και την ιδιόχειρη καταγραφή του κανονισμού της στους κώδικες. Κι’ είναι η μόνη γραπτή μαρτυρία, που σώζεται ως τα σήμερα». Σχετικά με την συμβολή του προκατόχου του Διονυσίου, του Μελέτιου θα πρέπει να σημειώσουμε ότι: «Επτά χρόνια, ωστόσο, πριν από το 1869, στις 22 Ιανουαρίου 1861, συνετάχθη καταστατικός χάρτης της Δημογεροντίας με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Μελετίου Καβάσιλα, σύμφωνα με τον οποίο προβλεπόταν η σύσταση δωδεκαμελούς επιτροπής με σκοπό την επίλυση ιδιωτικών διαφορών μεταξύ χριστιανών, τη φροντίδα ναών και σχολείων "και ει τι άλλο τοιούτον πατριωτικής προνοίας και χριστιανικής διευθετήσεως χρήζον", ενώ στη σφραγίδα της Δημογεροντίας αναγραφόταν η πρόταση Ρωμαϊκή Κοινότης Διδυμοτείχου».
Επόμενο βήμα μετά την αναδιοργάνωση της Δημογεροντίας ήταν η αναβάθμιση και ανασυγκρότηση της παιδείας. Από το κείμενο του Γρηγόρη Ευθυμίου: Η παιδεία εν Διδυμοτείχω κατά την Τουρκοκρατίαν παραθέτουμε τα παρακάτω: «δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι και αι εκκλησίαι της πόλεως ήτο αδύνατον να παρίδωσι και τα ιδικάς των οικονομικάς ανάγκας. Βεβαίως η προσφορά των εις την λειτουργίαν των σχολείων υπήρξε πρωτοφανούς εκτάσεως, ως μαρτυρείται εκ των εκτεθέντων. Αλλ’ εν τοσούτω, όση και αν εγίνετο χορηγία και όση και αν επεδεικνύετο καλή διάθεσις, δεν ήτο δυνατόν να εξακολουθήση άνευ σοβαράς βλάβης η δυσάρεστος αυτή κατάστασις, δοθέντος μάλιστα ότι, ως είχον περιαχθή τα κοινοτικά πράγματα, ουδεμία εκ της κατευθύνσεως εκείνης βοήθεια ούτε ανεμένετο, ούτε ηδύνατο να παρασχεθή. Τούτο δεν διέλαθε της προσοχής του Μητροπολίτου Διονυσίου, ο οποίος διέγνωσε την οργανικήν αιτίαν της πλημμελούς των σχολείων λειτουργίας και έλαβεν τα κάτωθι μέτρα, ως εκ του Κώδικος Η΄ εξερχομένων εγγράφων της Μητροπόλεως διασώζονται: Ο Διδυμοτείχου Διονύσιος επιβεβαιοί. Σήμερον την 28ην του αυτού μηνός και έτους (Σ.Σ. Μαρτίου 1869) ημέραν Παρασκευήν συνελθόντες εν τη Ιερά Μητροπόλει, καθ’ ημετέραν πρόσκλησιν, άπαντες οι κύριοι πρόκριτοι και εφοροδημογέροντες και υπό την ημετέραν προεδρείαν συσκέψεως εμβριθούς γενομένης περί διατηρήσεως και βελτιώσεως των εκπαιδευτικών καταστημάτων, ενεκρίθη παμψηφεί η απαραίτητος ανάγκη συστάσεως εν τη έδρα της ημετέρας επαρχίας κεντρικής Ελλ.(ηνικής) Σχολής υπό το όνομα επαρχιακής, εν η να φοιτώσιν ανεξαιρέτως άπαντες οι εκ της επαρχίας ταύτης εφιέμενοι να σπουδάσωσι Ελληνικά μαθήματα ως και οι αλλαχόθεν προσερχόμενοι, χωρίς να πληρώνωσι δίδακτρα».
Ακολούθως στον υπόψη κώδικα αναγράφονται οι πόροι και οι δωρητές, μέσω των οποίων θα καλύπτονταν τα λειτουργικά έξοδα της σχολής, καθώς και η δωρεάν παροχή βιβλίων σε άπορους μαθητές. Ο μητροπολίτης Διονύσιος κατέχει την πρώτη θέση: «Η ημετέρα ταπεινότης αυτοπροαιρέτως προσφέρει εξ ιδίων της, ετησίαν συνεισφοράν γρόσια δύο χιλιάδας, πληρωνόμενα από τούδε τη αξιοτίμω εφορία κατά μήνα ή κατά τριμηνίαν ή και άπαξ». Οι υπόλοιποι δωρητές της σχολής ήταν: η Ιερά Μονή της Δαδιάς, η Ιερά Μονή Κορνοφωλέας (μετόχι της Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους), το εν Μανδρίτση της ημετέρας επαρχίας Μετόχιον, το εν Κιρζιά Ζαλουφίω Μετόχιον (της Μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους), το ενταύθα (στο Διδυμότειχο) ιερόν Μονίδριον του Παναγίου Τάφου καθώς και Τυχηρά δε εισοδήματα της μητροπόλεως.
Ο αείμνηστος δάσκαλος Θεοχάρης Βολάνιος ερευνώντας τους κώδικες της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου παραθέτει τα εξής: «Η ίδρυση νέων σχολείων στο Διδυμότειχο είχε σαν φυσική συνέπεια την απαραίτητη πρόσληψη δασκάλων. Η ενέργεια αυτή απαιτούσε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση του Κοινοτικού Ταμείου, που δεν ήταν όμως σε θέση εκείνη την περίοδο ν’ ανταποκριθεί, ουσιαστικά και τυπικά, στις υποχρεώσεις του, γιατί ως φαίνεται, τα φορολογικά μέτρα του προηγούμενου χρόνου δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού συναντούμε ανεξόφλητες τις υποχρεώσεις από τις Μονές της Δαδιάς και της Κορνοφωλιάς. Καινούργια Γενική Συνέλευση, ένα χρόνο μετά την προηγούμενη, στις 15 Απριλίου 1870, επιβάλει νέα για τα σχολεία φορολογία, χωρίς και να καταργηθεί η προηγούμενη».
Παρά τις προαναφερθείσες οικονομικές δυσκολίες, από τον κώδικα Δ΄ (31 Δεκεμβρίου 1870) της Μητρόπολης Διδυμοτείχου πληροφορούμαστε ότι επί της εποχής του Διονυσίου: «ανηγέρθη και ετέρα Αλληλοδιδακτική Σχολή εις την συνοικίαν Καλέ, προς δε και διά πρώτην φοράν Παρθεναγωγείον».
Γενικότερα για τα χρόνια της Αρχιερατείας του Διονυσίου και την ανάπτυξη της παιδείας στο Διδυμότειχο, ο Δρ. Θανάσης Γουρίδης γράφει τα εξής: «Το Παρθεναγωγείο λειτουργεί στο ισόγειο της παλαιάς Αλληλοδιδακτικής Σχολής του πρώην Χαρεμλίκ, που είχε επισκευαστεί από τον Διδυμοτειχίτη μάστορα Αντών-Καλφά, το νηπιαγωγείο στεγάζεται στον όροφο του ιδίου κτιρίου και το αρρεναγωγείο ή Ελληνική (Επαρχιακή) Σχολή στον αυλόγυρο της Παναγίας. Τα βάρη της λειτουργίας των σχολείων επωμίζεται η Μητρόπολη μέσω των ναών της πόλης. Τον Μάρτιο του 1869, επί Μητροπολίτου Διονυσίου, αποφασίζεται η ίδρυση "Κεντρικής Ελληνικής Σχολής" ως "Επαρχιακής" στην ενορία της Παναγίας, τετραετούς φοίτησης, η οποία θα προσέφερε εκπαίδευση στους μαθητές όλης της επαρχίας δίχως δίδακτρα. Για τον λόγο αυτό αποφασίζεται η διεύρυνση και μονιμοποίηση των πόρων της Σχολής, πέραν των εράνων και δωρεών. Έτσι, αρχίζει η παρακράτηση ποσών από ιεροτελεστίες, όπως από την ενοικίαση των στεφάνων του γάμου και τη φορολόγηση προϊόντων, της εισαγόμενης ρακής ή των κουκουλιών, κύριας τοπικής βιοποριστικής ασχολίας. Επίσης, επιβάλλονται εισφορές στα μοναστήρια και τα μετόχια της ευρύτερης περιοχής. Παράλληλα, ξαναρχίζει η λειτουργία της Ελληνικής Σχολής με την εισαγωγή μαθημάτων, εκτός των άλλων, της γαλλικής και της τουρκικής γλώσσας. Περί το έτος 1870 ολοκληρώνεται η επισκευή στον Καλέ του κτιρίου που θα λειτουργήσει ως κεντρική Αλληλοδιδακτική Σχολή και Παρθεναγωγείο. Το έτος αυτό συνιστά καμπή για την εκπαίδευση στο Διδυμότειχο και την επαρχία του, αφού τότε λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις για την αναδιοργάνωσή της, που συναντούν την πρωτοφανή, καθολική συμμετοχή των κατοίκων, με εμπνευστή και πρωτεργάτη αυτής της αναγέννησης τον Διονύσιο».
Ο Διονύσιος διετέλεσε μητροπολίτης Διδυμοτείχου μέχρι την 1η Μαΐου 1873, δηλαδή έμεινε στον Μητροπολιτικό θρόνο του Διδυμοτείχου για τέσσερα χρόνια και πεντέμισι μήνες. Να αναφέρουμε επίσης ότι το 1871, ενόσω ήταν μητροπολίτης Διδυμοτείχου ο Διονύσιος διετέλεσε και τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου.
Εκλογή και μετάθεση στην Αδριανούπολη
Την 1 Μαΐου 1873 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως αντικαθιστώντας τον Κύριλλο Γ΄ Κυριακίδη: «Κυρίλλου δι’ ευλόγους και κανονικούς λόγους παυθέντος από της επαρχίας και πλέον απομακρυθέντος εξελέγη ο παν(οσιολογιότατος) Μ(ητροπολίτης) Διδυμοτείχου Διονύσιος».
Έτσι ο Διονύσιος ανέλαβε τον Μητροπολιτικό θρόνο της γενέτειράς του, τελώντας τα αρχιερατικά του καθήκοντα παράλληλα με την ενασχόλησή του με τα κοινωνικά και τα εθνικά θέματα, σε μία χρονική περίοδο μεγάλων αναστατώσεων. Ένα χρόνο πριν την ανάρρησή του στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης, είχε ήδη ξεσπάσει το Βουλγαρικό σχίσμα, το οποίο βασιζόταν στον εθνικισμό των Βουλγάρων και ήταν απότοκος του πανσλαβισμού, με ηθικό αυτουργό τον Ρωσικό παράγοντα. Τα πάθη κορυφώθηκαν λίγα χρόνια αργότερα: «με την λήξη της περιπέτειας του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1878, η οποία υπήρξε άκρως δραματική για τους Έλληνες της Θράκης. Η νίκη του "ξανθού γένους" των Ρώσων στον πόλεμο αυτό, είχε αναπτερώσει τις ελπίδες των Ελλήνων για πολιτική απελευθέρωση και απόκτηση δικαιωμάτων. Οι ελπίδες τους σύντομα διαψεύσθηκαν γιατί οι Ρώσοι εφαρμόζοντας την πολιτική του πρεσβευτή τους στην Κωνσταντινούπολη ναυάρχου Ιγνάτιεφ για επιβολή Πανσλαβισμού, έδωσαν προβάδισμα στα αιτήματα των Βουλγάρων, οι οποίοι ήδη εκινούντο δραστήρια σε όλα τα επίπεδα, θρησκευτικά και κοινωνικά, εκτοπίζοντας τους Έλληνες. Είχε επέλθει ήδη από το 1872 και το εκκλησιαστικό βουλγαρικό σχίσμα, γεγονός που φανάτιζε τα πλήθη. Οι αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου για αποχώρηση των Ρώσων από τα κατακτημένα Οθωμανικά εδάφη, προκάλεσε φόβους στους Βουλγάρους, ότι οι Τούρκοι επανερχόμενοι θα προέβαιναν σε πράξεις αντεκδίκησης εις βάρος τους, γιατί είχαν συνταχθεί με τους Ρώσους κατακτητές. Τα πάθη είχαν εξαφθεί. Ο άκρατος εθνικός φανατισμός οδηγούσε σε πράξεις βίας. Στις 6 Φεβρουαρίου 1879 μια απαίσια είδηση διέτρεξε την Αδριανούπολη. Και έφτασε και στο Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, κάνοντας τους πάντες να παγώσουν. Πολυπληθής ομάδα Βουλγάρων επιτέθηκε εναντίον του Μητροπολίτη Διονυσίου, τον λίντσαρε και επιχείρησε να τον σκοτώσει».
Ας δούμε όμως πως εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Αδριανούπολη και ποια ήταν στάση του Διονυσίου κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου: «Την 1ην Ιανουαρίου 1878 εισήλθεν εις την Αδριανούπολιν, προχωρών εκ Φιλιππουπόλεως, ο ρωσικός στρατός. Οι Έλληνες της Αδριανουπόλεως, θεωρούντες αυτόν ως ελευθερωτήν από τον τουρκικόν ζυγόν, τον υπεδέχθησαν μετ’ ενθουσιασμού και ετέλεσαν δοξολογίαν εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ. Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ήτο τότε ο εχέφρων Διονύσιος, ο μετά ταύτα Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Ε΄. Ούτος γνωρίζων τον σλαβικόν κίνδυνον και πολλά κακά προβλέπων παρά των Ρώσων και Βουλγάρων, συνεβούλευσε το ποίμνιον του να είναι επιφυλακτικόν απέναντι αυτών. Τας συστάσεις ταύτας του Μητροπολίτου επληροφορήθησαν οι Ρώσοι και οι Βούλγαροι παρά των κατασκόπω των, τους οποίους είχον διασκορπίσει καθ’ όλην την πόλιν. Διά τούτο απεφάσισαν την εξόντωσιν του Διονυσίου. Μιαν Κυριακήν λοιπόν, μετά την θείαν λειτουργίαν, εξεχύθη εν των προαστείων, όπου κατώκουν Βούλγαροι και προ πάντων εκ Κερίς-χανέ, όχλος μανιώδης ακολουθούμενος και υπό μαινάδων γυναικών, ο οποίος κατηυθύνθη προς την Ιεράν Μητρόπολιν. Οι αρχηγοί του συφερτού, ανελθόντες εις τον άνω όροφον του Μητροπολιτικού μεγάρου, όπου ήτο το γραφείον του Ιεράρχου, τον συνέλαβον και σύροντες αυτόν εκ των ποδών, τον κατεβίβασαν από τας κλίμακας του μεγάρου, ενώ η κεφαλή του εκτύπα και επληγώνετο εις κάθε σκαλοπάτι».
Ο Μητροπολίτης Διονύσιος όπως ήταν φυσικό έχασε τις αισθήσεις του και ο μανιασμένος όχλος των Βουλγάρων τον έσερνε στους δρόμους της πόλης. Τότε κάποιοι Έλληνες που αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε όρμησαν κρατώντας στα χέρια τους ξύλα, προκειμένου να υπερασπιστούν τον ιεράρχη τους. Κατάφεραν να τον σώσουν με τη βοήθεια της οικογένειας Κυριαζοπούλου, οι οποίοι διέμεναν στην οικία του Εθνοϊερομάρτυρα και Οικουμενικού Πατριάρχη Αγίου Κυρίλλου Στ΄, καθώς άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού, και με τη βοήθεια όλων όσων προσέτρεξαν να τον υπερασπιστούν κατόρθωσαν να τον σώσουν από τον βέβαιο θάνατο. Αποτέλεσμα αυτής της άνανδρης επίθεσης που δέχθηκε ο Διονύσιος ήταν πέραν των σοβαρών τραυματισμών που υπέστη να χάσει και το ένα του μάτι, το οποίο αντικατέστησε αργότερα μ’ ένα γυάλινο.
Κατόπιν μετέφεραν τον Διονύσιο: «εις την Μητρόπολιν, όπου τον ετύλιξαν εις νωπά δέρματα βοών και τον ενοσήλευσαν επί μακρόν. Και όταν πλέον εθεραπεύθη τελείως, εζήτησεν από την οικογένειαν Κυριαζοπούλου προς ανάμνησιν το προσόψιον, με το οποίον είχε σπογγίσει το καθημαγμένον πρόσωπόν του».
Αξίζει να αναφέρουμε ότι: «Ταυτόχρονα σχεδόν με την επίθεση κατά του Μητροπολίτη Διονυσίου στην Αδριανούπολη, διαδηλώσεις Βουλγάρων έγιναν και στο Διδυμότειχο, εναντίον της εκεί Μητρόπολης. Αφορμή υπήρξε η άφιξη του νέου διοικητή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ομογενούς Τζώρτζη Πασά. Κατά την εφημερίδα «Βυζαντίς» της 16ης Φεβρουαρίου 1879 σύμφωνα με τηλεγραφήματα που είχαν ληφθεί στα Πατριαρχεία έγινε επίθεση εναντίον του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Μεθόδιου (Αρώνη), ο οποίος κατόρθωσε να αποδράσει και να αποφύγει τη μανία του βουλγαρικού όχλου. Οι αντιδρώντες μπήκαν βιαίως μέσα στη Μητρόπολη όπου προκάλεσαν καταστροφές σε έπιπλα και προχώρησαν σε διάφορες αρπαγές».
Λίγες μέρες μετά το τραγικό συμβάν της επίθεσης κατά του Μητροπολίτη Διονυσίου, στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως κατέφθασε πλήθος υποστηρικτικών τηλεγραφημάτων. Τα τηλεγραφήματα απέστειλαν: πατριάρχες, μητροπολίτες, ιερείς και επιφανείς λαϊκοί, μέχρι και τις 4 Φεβρουαρίου 1880. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ απέστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Εθλίβημεν εγκαρδίως επί τω βαρβάρω και ανιαρώ υμών παθήματι· θάρρος και υπομονή· θα ικανοποιηθήτε».
Επίσης ο ιατρός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής (1802-1879), της γνωστής οικογενείας, απέστειλε στις 12 Φεβ 1879 το παρακάτω τηλεγράφημα: «Ανήσυχος ειμί της καταστάσεως της σεβασμιότητός της. Αναμένω πληροφορίας. Εύχομαι ταχείαν ανάρρωσιν».
Ο μητροπολίτης Διδυμοτείχου Μεθόδιος, τρεις μέρες πριν και ο ίδιος δεχθεί επίθεση στο Διδυμότειχο από μανιασμένο όχλο Βουλγάρων, απέστειλε τηλεγράφημα προς τον Διονύσιο, γράφοντας μεταξύ άλλων ότι απειλείται και ο ίδιος: «Πολύαθλε και πανσέβαστέ μοι αδελφέ. Είθε να μη ημήν μετά των ζώντων και ούτω μη ακούσω όσα οι πολύαθλοι άλλοτε εν καιροίς χαλεποίς υπέφερον. Δυστυχώς όμως ζω. Η θλίψις μου ήτον αφόρητος, ήθελον να Σας συλλυπηθώ με γράμμα μου, αλλ’ έλεγον· η θέσις του δεν είναι διά γράμματος να μάθη την θλίψιν μου· ήθελον να στείλω άνθρωπόν μου, αλλ’ έβλεπον τα ζοφερά νέφη της καταιγίδος ερχόμενα και κατ’ εμού και είχον ανάγκην ανθρώπων. Παραλείπων τα καθέκαστα, άτινα πάντως θα έμαθεν η αγάπη Της και θα μάθη από του τραυματισθέντος επιδότου του παρόντος μου, δοξάζω τον Ύψιστον ότι διέσωσε της ζωήν της υμετέρας σεβασμιότητος μετά της εμής και της ξενιζομένου παρ’ εμοί μουτεσαρίφου. Επιφυλαττόμενος εν ευθέτω καιρώ να έλθω μόνος μου προς Αυτήν, ήδη τη επεύχομαι το στάδιον της αγίας τεσσαρακοστής να διέλθη αισίως και επ’ αγαθοίς οιωνοίς και διατελώ. Εν Διδυμοτείχω, 1879 Φεβ 13».
Θα κλείσουμε την αναφορά μας στα πολλά τηλεγραφήματα που δέχθηκε ο Διονύσιος με μία ελεγεία που συνέγραψε ο Χ. Καλωταίος με τίτλο Ηρωελεγείον Διονυσίω τω σεβασμιωτάτω και πολυάθλω μητροπολίτη Αδριανουπόλεως (παραθέτουμε λίγους στίχους): «Έβροιο αμφί ροάς πάλαι Ορφέος σάρκας αοιδού / Μαινάδες λυσσαλέαι διεσπάσαντο· / Ένθ’ ο μεν εσττονάχιζεν όσω ρα ετύγχανε πνείων, / Αι δε αλάλιζον βακχικόν σκιρτώσαι, / Θηρών ωμότεραι τ’ Αΐδου κρυεροίο λίθων τε, / Των φύσις εντρέπετο γ’ Ορφείοις μέλεσιν· / Ως άρα καπί σοί, αρχιερεύ, Διονύσιε κλεινέ, / Μυστιπόλος Χριστού, αυταίς ροαίς, / Μητροπόλει ενί Ορεστιάδι θήρες, ύαιναι, / Βούλγαροι λυσσομανείς είσθορον είσω ομώς· / Ουδέ τοι οτρηροί θεράποντες θυρών εδύναντο / Αψ γε απώσασθαι λύσσης πνείοντας… κλπ».
Θα πρέπει να αναφέρουμε πως διατυπώθηκαν κατηγορίες από τις ξένες πρεσβείες, ότι στην επίθεση κατά του Διονυσίου συμμετείχαν και Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι είχαν μία φιλορωσική στάση. Επίσης πρέπει να σημειώσουμε, ότι είχαν δημιουργηθεί στους Ρωμηούς της Αδριανούπολης συγκρούσεις μεταξύ δύο στρατοπέδων των Προοδευτικών (φιλορώσων και με την Ελληνική κρατική υποστήριξη) και των Συντηρητικών (πατριαρχικών, οι οποίοι κατηγορούνταν ως φιλότουρκοι): «Γνωρίζουμε την έκταση αυτών των συγκρούσεων για την αμέσως μετά την αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων περίοδο, οπότε η πατριαρχική κοινότητα θα βρεθεί διχασμένη και πάλι λόγω της απομάκρυνσης του αρχιερατικού επιτρόπου Γρ. Ναζιανζού τότε, που εκλήθη να ποιμάνει στο μεταξύ την πόλη στην θέση του Μητροπολίτη Διονυσίου που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη παραμένοντας ωστόσο Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως. Το γεγονός αυτό πρέπει να το συγκρατήσουμε, γιατί ο Διονύσιος απομακρύνθηκε μετά τα γεγονότα στα 1880 από τον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης και κυρίως επειδή η πίεση της εθνικιστικής πτέρυγας των προοδευτικών στην Αδριανούπολη προς αυτή την κατεύθυνση είχε κορυφωθεί, οπότε το Πατριαρχείο αναγκάστηκε να εκτονώσει την κατάσταση, χωρίς όμως να άρει την εμπιστοσύνη του στον Μητροπολίτη, τον οποίο άλλωστε έχρισε Μητροπολίτη Νικαίας , για να επανέλθει στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης το 1886. Ωστόσο δεν ξέρουμε επακριβώς πως ενήργησαν, αν όντως ενήργησαν αυτοί οι άνθρωποι στα επεισόδια βίας σε βάρος του Μητροπολίτη τον Φεβρουάριο του 1879».
Ο Διονύσιος Οικουμενικός Πατριάρχης
Όπως προαναφέρθηκε ο Διονύσιος επέστρεψε στον Μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης μετά από έξι χρόνια: «στα 1886 ξανά στην Μητρόπολη Αδριανουπόλεως για ένα χρόνο περίπου, εφόσον εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης τον Γενάρη του 1887 (βλ. ΕΑ τ.8 έτος ΣΤ΄/Β΄ τευχ. Β΄ 1885-86, σελ. 282), τη συνοδική απόφαση επανεκλογής του Διονυσίου στην Μητρόπολη Αδριανουπόλεως. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι, παρά την εμπλοκή του σε σοβαρά πολιτικά γεγονότα, όχι μόνο διατήρησε καθ’ όλη την ζωή του τον τίτλο του Μητροπολίτη, αλλά και ότι επέστρεψε στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης το 1886 και ότι τέλος ανήλθε στον Πατριαρχικό θρόνο, γεγονός που κατατείνει στην υπόθεση ότι διατηρούσε διασυνδέσεις όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία, αλλά και στην Οθωμανική διοίκηση. Όπως σημειώνεται σε εφημερίδα της εποχής: "Άμα τη υπογραφή της ειρήνης 1878, Βούλγαροι σχισματικοί, μηνύοντες διότι ο Μητροπολίτης υπεράσπιζε τούρκους πολίτας καταδιωκομένους εισήλασαν εις την ιεράν Μητρόπολιν […] Μνήμονες οι Τούρκοι των συμβάντων τούτων, ετίμησαν εξαιρετικώς τον νέον Πατριάρχην", Αρχείο Σταμούλη, αρ.φ. 59 Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, στην Ακαδημία Αθηνών, όπου ο Σταμούλης παραθέτει φωτοτυπία για τον βίο του Μητροπολίτη από εφημερίδα που δεν κατονομάζεται, την βιογραφία του οποίου υπογράφει κάποιος με το ψευδώνυμο "Περίνθιος"».
Έτσι ο νέος κύκλος που χάραξε ο Διονύσιος μετά το τραγικό συμβάν του 1879 ήταν ο εξής: «προαχθείς εις τον Μητροπολιτικόν θρόνον της Νικαίας, εξελέγη το δεύτερον μετά οκτώ έτη Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως, ένθεν μετ’ ολίγον ομοθύμω ψήφω και κοινή γνώμη της Ελληνικής Ορθοδοξίας και του Γένους εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης δοξάσας τον Οικουμενικόν Θρόνον, υπό το όνομα Διονύσιος Ε΄».
Στις 27 Ιανουαρίου 1887 ο Διονύσιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, ως Διονύσιος Ε΄: «Άμα τη αναγγελία της εκλογής του, κατέφθασαν εις Αδριανούπολιν δύο Μητροπολίται των πλησιεστέρων επαρχιών, ο Διδυμοτείχου (ο Μεθόδιος Αρώνης) και ο Λιτίτσης (Ιγνάτιος). Την εσπέραν της ιδίας ημέρας περί ώραν 5μμ, εσήμανον χαρμοσύνως οι κώδωνες όλων των Εκκλησιών και όλος ο κλήρος και ο λαός της πόλεως, ως και αντιπρόσωποι της Γεν. Διοικήσεως προσέδραμον εις τον Μητροπολιτικόν ναόν. Εκεί τότε ανεγνώσθη το μέγα μήνυμα της εκλογής, μετά το οποίον προσεφώνησε καταλλήλως τον Πατριάρχην, ο εκ των αρίστων αποφοίτων της εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής Ιεροδιάκονος Γερμανός Βασιλάκης, καθηγητής Γυμνασίου, προς ον ως και προς το εκκλησίασμα, απήντησε βαθύτατα συγκεκινημένος ο Πατριάρχης. Την επιούσαν, 28ην Ιανουαρίου, έφθασαν εκ Κωνσταντινουπόλεως τέσσαρες συνοδικοί. Την 29ην του μηνός έγινε λειτουργία πατριαρχική υπό του Πατριάρχου συμπαραστατουμένου υπό των εξ αρχιερέων, καθ’ ην ανεγνώσθη πάλιν το μέγα μήνυμα, εψάλη ο πολυχρονισμός του Πατριάρχου και όλος ο λαός ανεφώνησε τρεις φοράς "άξιος". Η αναχώρησις του Πατριάρχου ωρίσθη διά την 31ην Ιανουαρίου. Την πρωίαν εψάλη εν τω Μητροπολιτικώ ναώ δοξολογία, μετά την οποίαν επί μίαν και πλέον ώραν παρέμεινεν ο Πατριάρχης επί του θρόνου διά να ασπασθούν την χείρα του όλοι οι Έλληνες, οι οποίοι είχον τρέξει από όλην την πόλιν και τα πέριξ χωριά. Εις τον Πατριάρχην Διονύσιον τον Ε΄ ο Σουλτάνος Χαμήτ είχε κάμει μεγάλας τιμάς. Διέθεσε δι’ αυτόν ιδιαιτέραν αμαξοστοιχίαν, διέταξε τον Βαλήν να στείλει δια λογαριασμόν του όσα οχήματα θα απητούντο διά την μετάβασιν της Πατριαρχικής συνοδείας εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, έστειλε στρατιωτικάς μουσικάς, μίαν εις την Μητρόπολιν, ετέραν πέραν της επί του Έβρου νέας Γέφυρας και τρίτην εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν. Πάντως όλα αυτά τα έκαμε δια να δυνηθή να αφαιρέση τα προνόμια του Πατριαρχείου, πράγμα το οποίον απήτησε και εις το οποίον αντέστη σθεναρώς ο Πατριάρχης, φθάσας μέχρι του κλεισίματος των εκκλησιών και των σχολείων».
Και ενώ κατά το παρελθόν ο Διονύσιος και ως Μητροπολίτης Κρήτης αλλά και Αδριανούπολης κατηγορήθηκε για φιλοτουρκισμό, με τη στάση που κράτησε κατά του σουλτάνου στο θέμα τον "προνομίων" αποδείχθηκε άξιος θρησκευτικός ηγέτης και εθνάρχης.
Το ζήτημα της άρσης των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, γνωστό ως Προνομιακό Ζήτημα: «εγνώρισε τρεις φάσεις, κατά την πρώτην φάσιν του ζητήματος (19 Φεβ 1883 - 19 Μαρ 1884) η τουρκική κυβέρνησις, μετά την παραίτησιν του Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄ (πρώτη Πατριαρχεία αυτού) εγκατέλειψε το ζήτημα, δηλώσασα ότι ουδέ της διανοίας καν διήλθε μεταβαλείν ή αλλοιώσαι τας θρησκευτικάς προνομίας και τεθεσπισμένας παραχωρήσεις, ων ανέκαθεν το Πατριαρχείον απολαύει (Αριθ. Πρωτ. 4826, 19 Δεκ 1883). Η Δευτέρα φάσις του προνομιακού ζητήματος (2 Αυγ 1890 - 31 Ιαν 1891) ήτο σπουδαιοτέρα».
Ο Διονύσιος ενήργησε δυναμικά κατά των Οθωμανικών επιδιώξεων και ήλθε σε άμεση σύγκρουση με την Υψηλή Πύλη για το θέμα των προνομίων. Ένα χρόνο μετά την ανάρρησή του στον Πατριαρχικό θρόνο: «η Πύλη έπαυσε το 1888 τους μητροπολίτες Σερρών και Καστοριάς χωρίς να το γνωρίζει ο Πατριάρχης, εξέδωσε μπεράτια για Βούλγαρους επισκόπους στην Οχρίδα και τα Σκόπια (1890) και απαίτησε τα εκκλησιαστικά δικαστήρια να πάψουν να δικάζουν υποθέσεις διαθηκών και κληρονομιών. Ύστερα από έκτακτη σύσκεψη των δύο εκκλησιαστικών σωμάτων, της Συνόδου και του Μεικτού Συμβουλίου, αποφασίστηκε να παραιτηθεί ο Πατριάρχης και παράλληλα να κλείσουν οι εκκλησίες τόσο της Κωνσταντινούπολης όσο και των επαρχιών· δε θα τελείτο κανένα από τα εκκλησιαστικά μυστήρια, παρά μόνο αν υπήρχε έκτακτη ανάγκη και μόνο τη νύχτα».
Ο Διονύσιος υπέβαλε την παραίτησή του στις 23 Ιουλίου 1890, η οποία δεν έγινε αποδεκτή: «το δεύτερον παρητήθη την 2 Αυγούστου 1890 διαμαρτυρόμενος εις έντονον ύφος, τονίζων ότι ήτο αδύνατον εις αυτόν να πατριαρχεύσει εις εκκλησίαν η οποία είχε σαλευθή εκ θεμελίων και ισταμένην εν διωγμώ». Η Πύλη κάτω από την πίεση της ιεράς Συνόδου και του εθνικού Συμβουλίου, υποχώρησε και ζήτησε από τον Πατριάρχη Διονύσιο να συμμετέχουν Συνοδικοί στην επιτροπή μελέτης των επίμαχων ζητημάτων. Ο Διονύσιος αρνήθηκε και κήρυξε την εκκλησία εν διωγμό. Έτσι έκλεισαν όλοι οι Ορθόδοξοι ναοί και σταμάτησαν όλες οι ιεροπραξίες από τις 3 Οκτωβρίου μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου 1890. Τελικώς η πίεση που ασκήθηκε στην Πύλη έφερε αποτέλεσμα, καθώς ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ αναγκάστηκε να σεβαστεί τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «Ο φόβος ταραχών εις το εσωτερικόν και επεμβάσεων έξωθεν ηνάγκασε την τουρκικήν κυβέρνησιν εις υποχώρησιν με την βεζυρικήν εγκύκλιον (22 Ιαν 1891), η οποία κατέγραφε τα προνόμια του Πατριαρχείου. Εις την επιτυχίαν αυτήν συνετέλεσαν πολλοί, αλλ’ εξ αυτών οφείλει τις να διακρίνει δύο, τον τότε Πατριάρχην Διονύσιον τον Ε΄ και τον μητροπολίτην Ηρακλείας Γερμανόν».
Γενικότερα κατά την βραχύχρονη πατριαρχεία του ο Διονύσιος: «ιδιαιτέραν προσοχήν επέδειξεν εις την εν γένει εσωτερικήν ζωήν της Εκκλησίας, στερεώσας τους θεσμούς, εξασφαλίσας την λειτουργίαν των ιδρυμάτων και γενικώς ενισχύσας τας εθνικάς, κοινωνικάς και πνευματικάς προσπαθείας των αρμοδίων παραγόντων της Κωνσταντινούπολης».
Το τέλος του Διονυσίου
Σε ηλικία 71 ετών, στις 13 Αυγούστου 1891 (Ιουλιανό ημερολόγιο) εκοιμήθη ο Διονύσιος λόγω αποπληξίας, καθώς όπως είδαμε και στον βίο του αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες κατά την πολυετή αρχιερατική του δράση, οι οποίες επιβάρυναν την υγεία του. Από το 1856 που ανέλαβε το αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το 1858 που εξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης, μετέβη μία πορεία 35 ετών, όπου αντιμετώπισε πολλές, δύσκολες έως τραγικές καταστάσεις. Σαφέστατα ο Διονύσιος θεωρείται ως μία σημαντική φυσιογνωμία της Εκκλησιαστικής μας ιστορίας, και περιποιεί τιμή για την ιστορική πόλη του Διδυμοτείχου το γεγονός, ότι διετέλεσε δημοδιδάσκαλος από το 1848 έως το 1851 και Μητροπολίτης από το 1868 έως το 1873.
Βιβλιογραφία - Πηγές:
Το Διδυμότειχο είναι μία ιστορική Καστροπολιτεία, στην οποία διαχρονικά, πολλές και σημαντικές φυσιογνωμίες έζησαν για μικρό ή μεγάλο διάστημα. Ιδιαίτερα δε, ως μία επαρχιακή πόλη, διαθέτει μία πλούσια αυτοκρατορική παράδοση αιώνων. Εκτός όμως από αυτοκράτορες και άλλες ιστορικές προσωπικότητες, το Διδυμότειχο συνδέεται και με Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, στο Διδυμότειχο κατέφυγε και διασώθηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 ο Πατριάρχης Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, όπου και απεβίωσε στις 26 Ιουνίου του 1206. Ο αντίπαλος του Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας εξορίστηκε το 1347 στο Διδυμότειχο, μετά την επικράτηση του πρώτου, στον δεύτερο εμφύλιο των Παλαιολόγων. Λίγα χρόνια αργότερα το 1352 ο Καντακουζηνός έστειλε στο Διδυμότειχο τον πατριάρχη Κάλλιστο Α΄, προκειμένου να συνετίσει τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο και να σταματήσουν οι εμφύλιες εχθροπραξίες. Πέντε αιώνες αργότερα, κατά την Οθωμανική περίοδο, το 1887 ενθρονίζεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο Διονύσιος Ε΄, ο οποίος είχε διατελέσει δημοδιδάσκαλος στο Διδυμότειχο, καθώς και Μητροπολίτης (1868-1873). Στη σύγχρονη εποχή το Διδυμότειχο επισκέφθηκε ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος επί Μητροπολιτών Νικηφόρου το 1999 και Δαμασκηνού το 2014, μάλιστα με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Διδυμοτείχου αναγορεύθηκε επίτιμος δημότης Διδυμοτείχου.
Στο παρόν κείμενο θα παραθέσουμε στοιχεία για τον βίο του Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Χαριτωνίδη, για τον οποίο το Διδυμότειχο αποτέλεσε έναν από τους σταθμούς της σταδιοδρομίας του. Μάλιστα προς τιμήν του ο δρόμος επάνω στο κάστρο που οδηγεί προς την Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου και τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αθανασίου ονομάστηκε Οδός Πατριάρχου Διονυσίου.
Καταγωγή - Τα πρώτα βήματα στην Παιδεία και την Ιεροσύνη
Ο Διονύσιος Χαριτωνίδης ήταν Θρακικής καταγωγής: «γεννήθηκε στην Αδριανούπολη στις 22 Μαρτίου 1820, με καταγωγή από την κώμη Ευκάριο των Σαράντα Εκκλησιών». Ήταν: «Τέκνον λαϊκής τάξεως και ευσεβεστάτης οικογενείας μετά την αποφοίτησιν της Σχολής της πατρίδας του υπηρέτησεν ως δημοδιδάσκαλος εις πολλά μέρη της Ανατολικής Θράκης. Ασπασθείς το μοναχικόν σχήμα ως κληρικός εισήλθεν εις την Αυλήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπου διανύσας τους ανωτέρους εκκλησιαστικούς βαθμούς κατέλαβεν ιεραρχικώς τους Μητροπολιτικούς θρόνους Κρήτης, Διδυμοτείχου και Αδριανουπόλεως. Σεμνός, δραστήριος, φιλόπατρις και κατ’ εξοχήν εθνικόφρων, δια της εξαιρετικής φιλομάθειας και ευφυΐας του κατέστη δοκιμώτατος περί την εκκλησιαστικήν φιλολογίαν».
Ο Διονύσιος προτού διακονήσει την Εκκλησία του Χριστού, διακόνησε την παιδεία του Γένους ως δημοδιδάσκαλος. Φοίτησε στη δημόσια σχολή της Αδριανουπόλεως και μετά το πέρας των σπουδών του προσλήφθηκε δάσκαλος στις Σαράντα Εκκλησιές, όπου δίδαξε για οκτώ χρόνια (1840-1848) και ακολούθως στο Διδυμότειχο όπου δίδαξε επί μία τριετία (1848-1851), αυτή ήταν και η πρώτη του επαφή με την Βυζαντινή Καστροπολιτεία.
Ο Διονύσιος συγκαταλέγεται μεταξύ των λαμπρών εκπαιδευτικών: «που συνέδεσαν το όνομά τους με την πόλη και την επαρχία του Διδυμοτείχου, όπως οι: αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης, ο ιατροφιλόσοφος Ευστάθιος Καβάσιλας, ο Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος, ο Νικόλαος Πετσόγλου ή Πετσίδης, ο Γεώργιος Βαφειάδης, ο Νικ. Ζαννίδης (Ζαννής), ο Αδάμ Ταμβακίδης κ.α.».
Το 1851 επί πατριαρχίας Άνθιμου Δ΄ Βαμβάκη χειροτονήθηκε διάκονος και το 1856 επί πατριαρχίας Κυρίλλου Ζ΄ ανήλθε στο αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου. Το υπόψη οφίκιο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποτελεί τον εκπρόσωπο του Πατριάρχη και διευθύνει τον κλήρο της Αρχιεπισκοπής. Για τον Διονύσιο αποτέλεσε και τον βατήρα για την χειροτονία του σε Μητροπολίτη.
Πατριαρχικό Τρισάγιο στον τάφο του Διονυσίου Ε΄ |
Ο Διονύσιος Μητροπολίτης Κρήτης
Στις 27 Ιουλίου 1858 ο Θρακιώτης ιερωμένος χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κρήτης ως Διονύσιος Β΄. Στη θέση αυτή έμεινε μέχρι το 1866, καθώς ξέσπασε η Κρητική επανάσταση (1866-1869) και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη μεγαλόνησο και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Η ενθρόνιση του Διονυσίου στην Κρήτη το 1858, συνέπεσε με τις προεπαναστατικές ενέργειες των Κρητικών κατά της Οθωμανικής διοίκησης. Αναφορικά με τα γεγονότα που συντάραξαν τη μεγαλόνησο και κατέληξαν στην επανάσταση του 1866, παραθέτουμε τα εξής: «Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αφορούσαν τους μη μουσουλμάνους υπηκόους και αποτέλεσαν μια ανάσα ανακούφισης δεν έφτασαν μέχρι την Κρήτη. Ήδη το 1858, οκτώ χιλιάδες Κρητικοί ένοπλοι συνήλθαν στα Περιβόλια και απείλησαν την κεντρική εξουσία, ότι θα καταφύγουν στη βία αν δεν εφαρμοζόταν το Χάτι Χουμαγιούν και στο νησί τους. Αρχικά η Υψηλή Πύλη φάνηκε διατεθειμένη να υποχωρήσει και υποσχέθηκε την ίδρυση επαρχιακών συμβουλίων. Χρόνο με το χρόνο η εφαρμογή των επαγγελιών αυτών ματαιωνόταν και η έκρηξη της επανάστασης ήταν προ των θυρών. Το 1862 διορίστηκε στην Κρήτη διοικητής ο Ισμαήλ πασάς, ο οποίος διοίκησε ακολουθώντας το δόγμα "διαίρει και βασίλευε", μεροληπτώντας υπέρ των Σφακιανών και θέλοντας να δημιουργήσει έτσι εσωτερικές έριδες. Οι πρόκριτοι πολλές φορές παρουσιάστηκαν ενώπιόν του για να παραπονεθούν, αλλά δεν εισακούστηκαν. Κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα διώχτηκαν και φυλακίστηκαν. Η κατάσταση φαινόταν ότι δεν θα εξελισσόταν προς το καλύτερο. Ένα νέο πρόβλημα εμφανίστηκε και αυτό αφορούσε το "μοναστηριακό ζήτημα". Οι πρόσοδοι που συγκέντρωναν οι μονές στο ανατολικό μέρος του νησιού και πως διετίθεντο χώρισαν τους χριστιανούς σε δύο παρατάξεις. Από τη μία πλευρά οι ανώτεροι κληρικοί μ’ επικεφαλής τον μητροπολίτη (Διονύσιο) ήθελαν να έχουν τον έλεγχο και από την άλλη τα προοδευτικά στοιχεία συνεπικουρούμενα από τους προύχοντες που ήθελαν να έχουν τη διαχείριση των χρημάτων αυτών».
Όσον αφορά το "μοναστηριακό ζήτημα": «την αντιπαράθεση δηλαδή για τη διαχείριση και τη διάθεση των μοναστηριακών εσόδων. Ουσιαστικά επρόκειτο για αντιπαράθεση μεταξύ δύο παρατάξεων, αυτών που επιθυμούσαν τη χρηματοδότηση της παιδείας από τα μοναστηριακά έσοδα με εποπτεία λαϊκών, και αυτών που αντιδρούσαν σε ενδεχόμενη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην αξιοποίηση των παραπάνω εσόδων. Στην πρώτη παράταξη ανήκαν μορφωμένοι νέοι, αλλά και φιλοπρόοδοι κάτοικοι της ανατολικής Κρήτης, ενώ στη δεύτερη πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτιζαν ο μητροπολίτης Διονύσιος, οι επίσκοποι, οι δημογέροντες, κάποιοι τουρκόφιλοι χριστιανοί και ο Ισμαήλ πασάς».
Οι ενέργειες αυτές ξέφευγαν από τα όρια του κανονισμού των μοναστηριών, καθώς: «και οι δύο πλευρές ερμήνευαν τον κανονισμό κατά το δοκούν. Σύμφωνα μ’ αυτόν η εποπτεία των μοναστηριακών προσόδων είχε ανατεθεί πράγματι στη "δημογεροντία", ωστόσο δεν υπήρχε κάποια διάταξη που να αποκλείει και τη συμμετοχή αντιπροσώπων από τις επαρχίες στις οποίες βρίσκονταν οι μονές. Οι μεν αρχιερείς και δημογέροντες υποστήριζαν ότι η απουσία ρητής αναφοράς στους λαϊκούς αντιπροσώπους απαγόρευε τη συμμετοχή των τελευταίων στο διαχειριστικό έλεγχο της μοναστηριακής περιουσίας, ενώ οι κάτοικοι των επαρχιών κατηγορούσαν τους δημογέροντες για ευνοϊκή ερμηνεία του κανονισμού υπέρ τους. Το 1864 ο μητροπολίτης Διονύσιος μετέβη στο Φανάρι, όπου σύμφωνα με τη δημογεροντία κατόρθωσε να λάβει από το Πατριαρχείο μια "διαταγήν ερμηνευτική του Κανονισμού", που απαγόρευε την παρέμβαση από αντιπροσώπους των επαρχιών. Επιπλέον, η συγκεκριμένη ερμηνευτική διαταγή όριζε ότι όλα τα έξοδα που έκαναν οι κάτοικοι του Μεραμπέλλου για την ανέγερση σχολείων θα βάρυναν τους ίδιους. Υπό αυτές τις συνθήκες το Νοέμβριο του 1864 ο Διονύσιος αποφάσισε να εφαρμόσει τον Κανονισμό ζητώντας από τα μοναστήρια να παραδώσουν τα κατάστιχα και τις σφραγίδες τους στις κεντρικές δημογεροντίες, με σκοπό να ξεκινήσει η ενοικίαση των μοναστηριακών κτημάτων. Οι επαρχίες της ανατολικής Κρήτης αντέδρασαν και τον Ιανουάριο του επόμενου έτους οι έφοροι του Μεραμπέλλου, που με εντολή του Ισμαήλ Πασά και τη σύμφωνη γνώμη του μητροπολίτη Διονυσίου είχαν ορισθεί υπεύθυνοι για την αξιοποίηση των μοναστηριακών εσόδων της επαρχίας τους, έστειλαν αναφορά στον Γενικό Διοικητή της Κρήτης εξηγώντας το πλαίσιο αντιδικίας με τη δημογεροντία και την αξίωσή τους να διασαφηνιστεί το κείμενο του Κανονισμού».
Η άκαμπτη στάση του μητροπολίτη Διονυσίου και η επιμονή της αντίπαλης παράταξης λειτουργούσαν θετικά για τον Ισμαήλ πασά, καθώς άπαντες προσέτρεχαν σ’ αυτόν για να δώσει λύση επί του θέματος. Έτσι: «η επέμβαση του Ισμαήλ σε ένα τόσο καίριο θέμα, όπως αυτό της λαϊκής αντιπροσώπευσης και της διαχείρισης της μοναστηριακής περιουσίας, προκάλεσε το λαϊκό αίσθημα και κλόνισε την εμπιστοσύνη του λαού προς την εκκλησιαστική αρχή, η οποία εν ολίγοις ταυτίστηκε με τα συμφέροντα του Γενικού Διοικητή. Το μοναστηριακό ζήτημα τυπικά έκλεινε με τη ψήφιση του νέου κανονισμού στις 12 Νοεμβρίου 1865, ωστόσο, κατά πολλούς μελετητές, τα πάθη που αυτό δημιούργησε κυοφόρησαν και πυροδότησαν λίγους μήνες αργότερα το ξέσπασμα ενάντια στην οθωμανική ασυδοσία, την επανάσταση του 1866».
Αναφορικά με την επανάσταση του 1866 θα πρέπει να τονίσουμε, ότι ο μητροπολίτης Διονύσιος και η δημογεροντία Ηρακλείου ήταν αντίθετοι: «ήδη πριν από την επίσημη κήρυξή της στις 21 Αυγούστου 1866, και με μια σειρά ενέργειες προσπαθούσαν να εμποδίσουν την εκδήλωσή της. Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι το δυσμενές κλίμα κατά του Διονυσίου είχε διαμορφωθεί χρόνια πριν, όταν ο ίδιος από το 1858 εμπόδιζε τη συμμετοχή των λαϊκών πληρεξουσίων στο διαχειριστικό έλεγχο των μονών. Αν και οι επαναστάτες δε ζητούσαν την αλλαγή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, δε δίσταζαν να στηλιτεύσουν συμπεριφορές που δίχαζαν το λαό, ακόμα και να χαρακτηρίσουν "προδότες" εκείνους που υποτάσσονταν στη θέληση των οθωμανικών αρχών». Επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Διονύσιος για ένα χρονικό διάστημα έλειπε από την Κρήτη, καθώς: «παρέμεινεν επί διετίαν εν Κωνσταντινουπόλει ως συνοδικός (9 Μαρτίου 1864 - 1 Μαρτίου 1866)», και επέστρεψε λίγους μήνες πριν την έναρξη της επαναστάσεως μη έχοντας (ενδεχομένως) την δέουσα επαφή με τους επαναστάτες και το επαναστατικό κίνημα.
Παρά την αντίδραση του Διονυσίου κατά της επανάστασης, γεγονός είναι ότι ο απλός κλήρος και ο λαός τάχθηκαν υπέρ αυτής, μάλιστα δύο μεγάλες μορφές του αγώνα ήταν οι ιερομόναχοι Παρθένιος Περίδης και Παρθένιος Κελαϊδής. Τελικώς: «Στις 9 Νοεμβρίου 1966 έγινε το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, ενώ το σύνολο των κρητικών μοναστηριών καταστράφηκαν. Άλλα πυρπολήθηκαν, άλλα βεβηλώθηκαν, ενώ οι περιουσίες τους ερημώθηκαν κατά τη διάρκεια του τριετούς ένοπλου αγώνα. Αν και η επανάσταση δεν έφερε τα προσδοκώμενα για τους Χριστιανούς αποτελέσματα, αποτέλεσε όμως μοχλό πίεσης προς την Πύλη για να κάνει κάποια βήματα για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των χριστιανών. Από τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1867 ο σουλτάνος παραχωρούσε γενική αμνηστία σ’ όλους τους επαναστάτες, ενώ λίγο αργότερα έστειλε στην Κρήτη το Μεγάλο Βεζίρη Ααλή Πασά, συνοδευόμενο από το μητροπολίτη Διονύσιο και άλλους χριστιανούς, για να απευθύνει μια σειρά προτάσεων προς τους χριστιανούς».
Όπως είδαμε ανωτέρω, ο μητροπολίτης Διονύσιος ανήλθε στον μητροπολιτικό θρόνο της Κρήτης σε μία εποχή με μεγάλες αναταράξεις και συγκρούσεις. Δεν θα πρέπει όμως να κρίνουμε την αρχιερατεία του μονοδιάστατα και με βάση τα γεγονότα που αφορούν το μοναστηριακό ζήτημα και τις διχόνοιες μεταξύ των Ρωμηών.
Ένα από τα πρώτα θέματα που συνάντησε και επίλυσε ο Διονύσιος στην Κρήτη ήταν η αναγνώριση του θεσμού της Δημογεροντίας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι: «αντίθετα με την ηπειρωτική Ελλάδα όπου η κοινοτική αυτοδιοίκηση ήταν βασικό θεμέλιο των χριστιανικών κοινοτήτων ήδη από την πρώιμη οθωμανική κυριαρχία, στην Κρήτη δε μαρτυρήθηκε η ύπαρξη οργανωμένων δημογεροντικών δομών. Παρόλο που η ύπαρξη προκρίτων και προεστών έδιναν το χαρακτήρα μιας υποτυπώδους εκπροσώπησης των τοπικών κοινωνιών έναντι του Οθωμανού κυριάρχου, ο δημογεροντικός θεσμός στην Κρήτη λειτούργησε πολύ αργότερα, μόλις το 1843, όταν και συστάθηκε η πρώτη δημογεροντία στο Ηράκλειο. Με την εφαρμογή των Γενικών Κανονισμών του 1858 ο θεσμός της δημογεροντίας αναγνωρίστηκε επίσημα, ωστόσο ο εσωτερικός κανονισμός, που όριζε το πλαίσιο λειτουργίας του ψηφίστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 15 Δεκεμβρίου 1862, από τους δημογέροντες του νησιού, παρόντος του Αρχιμανδρίτη Καλλινίκου, εκπροσώπου του μητροπολίτη Κρήτης Διονυσίου (1858-1868)».
Το 1859, δηλαδή λίγους μήνες μετά την ενθρόνισή του Διονυσίου, προέκυψε σοβαρό ζήτημα με τις προσηλυτιστικές ενέργειες ρωμαιοκαθολικών μοναχών επί των ορθοδόξων. Οι ενέργειες αυτές των παπικών γινόταν συντονισμένα και κάτω από την υποστήριξη του Γαλλικού προξενείου, ζητώντας από τους ορθοδόξους: «μόνον την αναγνώρισιν του πάπα ως αντιπροσώπου του Θεού επί της γης υποσχόμενοι την εν παντί συμπαράστασιν της Γαλλίας». Βλέπουμε ότι ο προσηλυτισμός αυτός ήταν καλά σχεδιασμένος και στηριζόμενος σε υποσχέσεις κρατικής συμπαράστασης, έτσι: «επειδή δ’ έλαβε το πράγμα ασυνήθη διάστασιν, ελήφθησαν έκτακτα μέτρα διαφωτίσεως του πληθυσμού, αποσταλέντων ιεροκηρύκων και κληρικών. Ο Διονύσιος διά προκηρύξεώς του εκ Χανίων (31 Δεκεμβρίου 1859) εξηγεί την απάτην των προσηλυτιστών, εκάλει δε τους πλανηθέντας να επανέλθουν εις την ορθοδοξίαν». Προσπάθεια προσηλυτισμού των ορθοδόξων στην ρωμαιοκαθολική πλάνη δεν έγινε μόνο στα Χανιά αλλά και στο Ηράκλειο: «εξ ανεκδότων εγγράφων συνάγομεν ότι και εις Ηράκλειον διενεργήθη προσηλυτισμός. (Α.Δ.Η., έγγραφα αντιπροσώπων των Χανίων της 29 Φεβρουαρίου 1860 προς τους κατοίκους του Τμήματος Ηρακλείου, των αντιπροσώπων των επαρχιών Χανίων και Ρεθύμνης της 22 Απριλίου 1860 προς τους κατοίκους των επαρχιών Πεδιάδος, Μαλεβιζίου, προς τους Δημογέροντας Ηρακλείου κ.λ.π.)».
Θα πρέπει να σημειώσουμε (και αυτό είναι ίσως ενδεικτικό των παθών και των διαφορών που υπήρχαν στην Κρήτη μεταξύ των Ρωμηών), ότι ο Διονύσιος κατηγορήθηκε, ως ο υπαίτιος του εθνοφθόρου τούτου κινήματος (του προσηλυτισμού) και ότι έδειξε αδιαφορία. Σε επιστολή όμως, που έστειλαν οι κάτοικοι του Ηρακλείου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Ζ΄ γράφουν για τις ενέργειες του Διονυσίου τα εξής: «η Πανιερότης του, ως καλός ποιμήν την ψυχήν αυτού τιθέμενος υπέρ των λογικών αυτού προβάτων, άμα τω δυσαρέστω ακούσματι τούτω εκ Χανίων, χωρίς ουδέ στιγμή να παρέλθη και χειμώνος και οδοιπορίας και κόπου καταφρονήσας έτρεξεν, όπου το κακόν και φθοροποιόν μίασμα είχεν αρχίσει και κατέβαλε παν το ενόν αυτώ προς περιστολήν τούτου».
Αναφορά στην άμεση και σωτήρια παρέμβαση του Διονυσίου κατά του προσηλυτισμού των ορθοδόξων έκανε και ο Οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος Ζ΄ σε επιστολή του τον Φεβρουάριο του 1860, μέσω της οποίας δεν κάνει αποδεκτή την παραίτηση του Διονυσίου. Σε επόμενη επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη τον Μάρτιο του ιδίου έτους, βλέπουμε ότι υπήρξε επιμονή του Διονυσίου ώστε να γίνει δεκτή η παραίτησή του, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό από το Πατριαρχείο.
Παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Διονύσιος συνέχισε το έργο του, που αφορούσε την αναδιοργάνωση της Μητρόπολης Κρήτης. Λόγω της μεγάλης ελάττωσης του πληθυσμού, την δεκαετία του 1830 οι επισκοπές της Κρήτης είχαν συγχωνευθεί σε πέντε, έτσι: «το 1862 οι επισκοπές της Κρήτης ανασυστήθηκαν, εκτός από την Κνωσού, που οριστικά καταργήθηκε και προσαρτήθηκε στην μητρόπολη».
Ένα άλλο σημαντικό γεγονός για το Ηράκλειο επί της αρχιερατείας του Διονυσίου: «υπήρξεν η επί των ημερών του Διονυσίου θεμελίωσις του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά (21 Μαρτίου 1862, Τετάρτη του Μ. Κανόνος). Έγινεν η αρχή των θεμελίων και την 25 ιδίου Κυριακής Ε΄ των νηστειών, ετέθη ο θεμέλιος λίθος μεθ’ όλης της λαμπρότητος παρά του Διονυσίου Κρήτης του Αδριανουπολίτου».
Στην Μητρόπολη Διδυμοτείχου
Οι όλες συνθήκες και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Κρήτη, όπως τα περιγράψαμε ανωτέρω, δεν ευνόησαν την παραμονή του Διονυσίου στη μεγαλόνησο, έτσι επί πατριαρχίας Γρηγορίου Στ΄ στις 16 Νοεμβρίου 1868: «εψηφίσθη μητροπολίτης Διδυμοτείχου». Την ίδια ημερομηνία εκλέχθηκε μητροπολίτης Κρήτης ο τότε Διδυμοτείχου Μελέτιος Ε΄ Καβάσιλας και έτσι υπήρξε μία αντικατάσταση - μετακίνηση μεταξύ των δύο μητροπόλεων από την Κρήτη στο Διδυμότειχο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι από το 1868 έως το 1882 υπήρξαν εναλλαγές μητροπολιτών Διδυμοτείχου και Κρήτης μεταξύ των Αρχιερέων Διονυσίου Χαριτωνίδη, Μελετίου Καβάσιλα και Σωφρονίου Χρηστίδη. Συγκεκριμένα ο Μητροπολίτης Σάρδεων Γερμανός γράφει τα εξής: «Μελετίου μετατεθέντος και προβιβασθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης μητροπόλεως Κρήτης εξελέγη (16 Νοεμβρίου 1868) ο πανιερώτατος μητροπολίτης πρώην Κρήτης Διονύσιος. Σωφρονίου μετατεθέντος εις την θεόσωστον επαρχίαν Κρήτης αποκατέστη εν τη επαρχία Διδυμοτείχου (23 Νομεβρίου 1874) ο και άλλοτε ευδοκίμως αρχιερατεύσας πρ. Κρήτης Μελέτιος».
Έτσι λοιπόν τον Νοέμβριο του 1868 ο Διονύσιος επέστρεψε στο Διδυμότειχο (στο οποίο όπως προαναφέραμε είχε χρηματίσει διδάσκαλος για τρία χρόνια), αναλαμβάνοντας τον μητροπολιτικό θρόνο μέχρι την 1η Μαΐου του 1873.
Πρώτο μέλημα του Διονυσίου λίγους μήνες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, ήταν η αναδιοργάνωση της Δημογεροντίας Διδυμοτείχου. Σχετικά με τον θεσμό της Δημογεροντίας να αναφέρουμε ότι: «Ο θεσμός των κοινοτήτων (κοινοτισμός και η απορρέουσα από αυτόν τοπική αυτοδιοίκηση) στον ελληνικό χώρο, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, από ιστορικής και νομικής πλευράς, θέματα κατά την περίοδο εκείνη. Η σπουδαιότητα του έγκειται στο γεγονός ότι έδωσε τη δυνατότητα στον υπόδουλο Ελληνισμό να αναπτύξει σε σημαντικό βαθμό διοικητική, δικαστική και οικονομική αυτοτέλεια μέσα στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους».
Ο Γρηγόρης Ευθυμίου γράφει για την Εφοροδημογεροντία Διδυμοτείχου τα εξής: «Αναδιφώντας όμως τελευταία τους κώδικας της Μητροπόλεως Διδυμότειχου, βρήκαμε των κώδικα εξερχομένων εγγράφων των ετών 1869-1873. Στα χρόνια ετούτα αρχιεράτευσε στο Διδυμότειχο ο Αδριανουπολίτης Διονύσιος, ο οποίος αργότερα έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο κώδηξ αυτός έχει διαστάσεις 16Χ12 και αποτελείται από 55 φύλλα, γραμμένα, τρία φύλλα στο τέλος κομμένα και λευκό. Στο πρώτο φύλλο υπάρχει καταχωρισμένο πρακτικό της Δημογεροντίας, που έχει ως εξής: «Σήμερον 27ην Μαρτίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού εξηκοστού ενάτου Σωτηρίου έτους, ημέραν Πέμπτην της εβδομάδος, συνελθόντες εν τη ιερά Μητροπόλει οι υποφαινόμενοι Πρόκριτοι τε της Πόλεως ταύτης, και οι εκ των συντεχνιών και λοιπών κατοίκων της Πόλεως ταύτης Προϊστάμενοι εις εκλογήν προσώπων καταλλήλων μελλόντων να αντικαταστήσωσι τους άχρι τούδε Κυρίους Δημογέροντας οικειοθελώς παραιτηθέντας, κοινή και ομοφώνω γνώμη ενώπιον της ημών ταπεινότητας, εξελέξαντο υπό το όνομα Εφοροδημογεροντία, τους εφεξής εντιμότατους Κυρίους (παρακάτω αναγράφονται τα ονόματα των δημογερόντων καθώς και οι κανονισμοί λειτουργίας της Εφοροδημογεροντίας)».
Αναφορικά με τη σημαντικότητα της ύπαρξης στοιχείων από τους κώδικες της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου ο Γρηγόρης Ευθυμίου αναφέρει τα εξής: «Είναι ευτύχημα ότι από τους δύο αυτούς Μητροπολίτας, δηλ. τον Μελέτιο και τον Διονύσιο, έχουμε την οργάνωση της Δημογεροντίας της πόλεως και την ιδιόχειρη καταγραφή του κανονισμού της στους κώδικες. Κι’ είναι η μόνη γραπτή μαρτυρία, που σώζεται ως τα σήμερα». Σχετικά με την συμβολή του προκατόχου του Διονυσίου, του Μελέτιου θα πρέπει να σημειώσουμε ότι: «Επτά χρόνια, ωστόσο, πριν από το 1869, στις 22 Ιανουαρίου 1861, συνετάχθη καταστατικός χάρτης της Δημογεροντίας με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Μελετίου Καβάσιλα, σύμφωνα με τον οποίο προβλεπόταν η σύσταση δωδεκαμελούς επιτροπής με σκοπό την επίλυση ιδιωτικών διαφορών μεταξύ χριστιανών, τη φροντίδα ναών και σχολείων "και ει τι άλλο τοιούτον πατριωτικής προνοίας και χριστιανικής διευθετήσεως χρήζον", ενώ στη σφραγίδα της Δημογεροντίας αναγραφόταν η πρόταση Ρωμαϊκή Κοινότης Διδυμοτείχου».
Επόμενο βήμα μετά την αναδιοργάνωση της Δημογεροντίας ήταν η αναβάθμιση και ανασυγκρότηση της παιδείας. Από το κείμενο του Γρηγόρη Ευθυμίου: Η παιδεία εν Διδυμοτείχω κατά την Τουρκοκρατίαν παραθέτουμε τα παρακάτω: «δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι και αι εκκλησίαι της πόλεως ήτο αδύνατον να παρίδωσι και τα ιδικάς των οικονομικάς ανάγκας. Βεβαίως η προσφορά των εις την λειτουργίαν των σχολείων υπήρξε πρωτοφανούς εκτάσεως, ως μαρτυρείται εκ των εκτεθέντων. Αλλ’ εν τοσούτω, όση και αν εγίνετο χορηγία και όση και αν επεδεικνύετο καλή διάθεσις, δεν ήτο δυνατόν να εξακολουθήση άνευ σοβαράς βλάβης η δυσάρεστος αυτή κατάστασις, δοθέντος μάλιστα ότι, ως είχον περιαχθή τα κοινοτικά πράγματα, ουδεμία εκ της κατευθύνσεως εκείνης βοήθεια ούτε ανεμένετο, ούτε ηδύνατο να παρασχεθή. Τούτο δεν διέλαθε της προσοχής του Μητροπολίτου Διονυσίου, ο οποίος διέγνωσε την οργανικήν αιτίαν της πλημμελούς των σχολείων λειτουργίας και έλαβεν τα κάτωθι μέτρα, ως εκ του Κώδικος Η΄ εξερχομένων εγγράφων της Μητροπόλεως διασώζονται: Ο Διδυμοτείχου Διονύσιος επιβεβαιοί. Σήμερον την 28ην του αυτού μηνός και έτους (Σ.Σ. Μαρτίου 1869) ημέραν Παρασκευήν συνελθόντες εν τη Ιερά Μητροπόλει, καθ’ ημετέραν πρόσκλησιν, άπαντες οι κύριοι πρόκριτοι και εφοροδημογέροντες και υπό την ημετέραν προεδρείαν συσκέψεως εμβριθούς γενομένης περί διατηρήσεως και βελτιώσεως των εκπαιδευτικών καταστημάτων, ενεκρίθη παμψηφεί η απαραίτητος ανάγκη συστάσεως εν τη έδρα της ημετέρας επαρχίας κεντρικής Ελλ.(ηνικής) Σχολής υπό το όνομα επαρχιακής, εν η να φοιτώσιν ανεξαιρέτως άπαντες οι εκ της επαρχίας ταύτης εφιέμενοι να σπουδάσωσι Ελληνικά μαθήματα ως και οι αλλαχόθεν προσερχόμενοι, χωρίς να πληρώνωσι δίδακτρα».
Ακολούθως στον υπόψη κώδικα αναγράφονται οι πόροι και οι δωρητές, μέσω των οποίων θα καλύπτονταν τα λειτουργικά έξοδα της σχολής, καθώς και η δωρεάν παροχή βιβλίων σε άπορους μαθητές. Ο μητροπολίτης Διονύσιος κατέχει την πρώτη θέση: «Η ημετέρα ταπεινότης αυτοπροαιρέτως προσφέρει εξ ιδίων της, ετησίαν συνεισφοράν γρόσια δύο χιλιάδας, πληρωνόμενα από τούδε τη αξιοτίμω εφορία κατά μήνα ή κατά τριμηνίαν ή και άπαξ». Οι υπόλοιποι δωρητές της σχολής ήταν: η Ιερά Μονή της Δαδιάς, η Ιερά Μονή Κορνοφωλέας (μετόχι της Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους), το εν Μανδρίτση της ημετέρας επαρχίας Μετόχιον, το εν Κιρζιά Ζαλουφίω Μετόχιον (της Μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους), το ενταύθα (στο Διδυμότειχο) ιερόν Μονίδριον του Παναγίου Τάφου καθώς και Τυχηρά δε εισοδήματα της μητροπόλεως.
Ο αείμνηστος δάσκαλος Θεοχάρης Βολάνιος ερευνώντας τους κώδικες της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου παραθέτει τα εξής: «Η ίδρυση νέων σχολείων στο Διδυμότειχο είχε σαν φυσική συνέπεια την απαραίτητη πρόσληψη δασκάλων. Η ενέργεια αυτή απαιτούσε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση του Κοινοτικού Ταμείου, που δεν ήταν όμως σε θέση εκείνη την περίοδο ν’ ανταποκριθεί, ουσιαστικά και τυπικά, στις υποχρεώσεις του, γιατί ως φαίνεται, τα φορολογικά μέτρα του προηγούμενου χρόνου δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού συναντούμε ανεξόφλητες τις υποχρεώσεις από τις Μονές της Δαδιάς και της Κορνοφωλιάς. Καινούργια Γενική Συνέλευση, ένα χρόνο μετά την προηγούμενη, στις 15 Απριλίου 1870, επιβάλει νέα για τα σχολεία φορολογία, χωρίς και να καταργηθεί η προηγούμενη».
Παρά τις προαναφερθείσες οικονομικές δυσκολίες, από τον κώδικα Δ΄ (31 Δεκεμβρίου 1870) της Μητρόπολης Διδυμοτείχου πληροφορούμαστε ότι επί της εποχής του Διονυσίου: «ανηγέρθη και ετέρα Αλληλοδιδακτική Σχολή εις την συνοικίαν Καλέ, προς δε και διά πρώτην φοράν Παρθεναγωγείον».
Γενικότερα για τα χρόνια της Αρχιερατείας του Διονυσίου και την ανάπτυξη της παιδείας στο Διδυμότειχο, ο Δρ. Θανάσης Γουρίδης γράφει τα εξής: «Το Παρθεναγωγείο λειτουργεί στο ισόγειο της παλαιάς Αλληλοδιδακτικής Σχολής του πρώην Χαρεμλίκ, που είχε επισκευαστεί από τον Διδυμοτειχίτη μάστορα Αντών-Καλφά, το νηπιαγωγείο στεγάζεται στον όροφο του ιδίου κτιρίου και το αρρεναγωγείο ή Ελληνική (Επαρχιακή) Σχολή στον αυλόγυρο της Παναγίας. Τα βάρη της λειτουργίας των σχολείων επωμίζεται η Μητρόπολη μέσω των ναών της πόλης. Τον Μάρτιο του 1869, επί Μητροπολίτου Διονυσίου, αποφασίζεται η ίδρυση "Κεντρικής Ελληνικής Σχολής" ως "Επαρχιακής" στην ενορία της Παναγίας, τετραετούς φοίτησης, η οποία θα προσέφερε εκπαίδευση στους μαθητές όλης της επαρχίας δίχως δίδακτρα. Για τον λόγο αυτό αποφασίζεται η διεύρυνση και μονιμοποίηση των πόρων της Σχολής, πέραν των εράνων και δωρεών. Έτσι, αρχίζει η παρακράτηση ποσών από ιεροτελεστίες, όπως από την ενοικίαση των στεφάνων του γάμου και τη φορολόγηση προϊόντων, της εισαγόμενης ρακής ή των κουκουλιών, κύριας τοπικής βιοποριστικής ασχολίας. Επίσης, επιβάλλονται εισφορές στα μοναστήρια και τα μετόχια της ευρύτερης περιοχής. Παράλληλα, ξαναρχίζει η λειτουργία της Ελληνικής Σχολής με την εισαγωγή μαθημάτων, εκτός των άλλων, της γαλλικής και της τουρκικής γλώσσας. Περί το έτος 1870 ολοκληρώνεται η επισκευή στον Καλέ του κτιρίου που θα λειτουργήσει ως κεντρική Αλληλοδιδακτική Σχολή και Παρθεναγωγείο. Το έτος αυτό συνιστά καμπή για την εκπαίδευση στο Διδυμότειχο και την επαρχία του, αφού τότε λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις για την αναδιοργάνωσή της, που συναντούν την πρωτοφανή, καθολική συμμετοχή των κατοίκων, με εμπνευστή και πρωτεργάτη αυτής της αναγέννησης τον Διονύσιο».
Ο Διονύσιος διετέλεσε μητροπολίτης Διδυμοτείχου μέχρι την 1η Μαΐου 1873, δηλαδή έμεινε στον Μητροπολιτικό θρόνο του Διδυμοτείχου για τέσσερα χρόνια και πεντέμισι μήνες. Να αναφέρουμε επίσης ότι το 1871, ενόσω ήταν μητροπολίτης Διδυμοτείχου ο Διονύσιος διετέλεσε και τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου.
Εκλογή και μετάθεση στην Αδριανούπολη
Την 1 Μαΐου 1873 εκλέχθηκε Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως αντικαθιστώντας τον Κύριλλο Γ΄ Κυριακίδη: «Κυρίλλου δι’ ευλόγους και κανονικούς λόγους παυθέντος από της επαρχίας και πλέον απομακρυθέντος εξελέγη ο παν(οσιολογιότατος) Μ(ητροπολίτης) Διδυμοτείχου Διονύσιος».
Έτσι ο Διονύσιος ανέλαβε τον Μητροπολιτικό θρόνο της γενέτειράς του, τελώντας τα αρχιερατικά του καθήκοντα παράλληλα με την ενασχόλησή του με τα κοινωνικά και τα εθνικά θέματα, σε μία χρονική περίοδο μεγάλων αναστατώσεων. Ένα χρόνο πριν την ανάρρησή του στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης, είχε ήδη ξεσπάσει το Βουλγαρικό σχίσμα, το οποίο βασιζόταν στον εθνικισμό των Βουλγάρων και ήταν απότοκος του πανσλαβισμού, με ηθικό αυτουργό τον Ρωσικό παράγοντα. Τα πάθη κορυφώθηκαν λίγα χρόνια αργότερα: «με την λήξη της περιπέτειας του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1878, η οποία υπήρξε άκρως δραματική για τους Έλληνες της Θράκης. Η νίκη του "ξανθού γένους" των Ρώσων στον πόλεμο αυτό, είχε αναπτερώσει τις ελπίδες των Ελλήνων για πολιτική απελευθέρωση και απόκτηση δικαιωμάτων. Οι ελπίδες τους σύντομα διαψεύσθηκαν γιατί οι Ρώσοι εφαρμόζοντας την πολιτική του πρεσβευτή τους στην Κωνσταντινούπολη ναυάρχου Ιγνάτιεφ για επιβολή Πανσλαβισμού, έδωσαν προβάδισμα στα αιτήματα των Βουλγάρων, οι οποίοι ήδη εκινούντο δραστήρια σε όλα τα επίπεδα, θρησκευτικά και κοινωνικά, εκτοπίζοντας τους Έλληνες. Είχε επέλθει ήδη από το 1872 και το εκκλησιαστικό βουλγαρικό σχίσμα, γεγονός που φανάτιζε τα πλήθη. Οι αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου για αποχώρηση των Ρώσων από τα κατακτημένα Οθωμανικά εδάφη, προκάλεσε φόβους στους Βουλγάρους, ότι οι Τούρκοι επανερχόμενοι θα προέβαιναν σε πράξεις αντεκδίκησης εις βάρος τους, γιατί είχαν συνταχθεί με τους Ρώσους κατακτητές. Τα πάθη είχαν εξαφθεί. Ο άκρατος εθνικός φανατισμός οδηγούσε σε πράξεις βίας. Στις 6 Φεβρουαρίου 1879 μια απαίσια είδηση διέτρεξε την Αδριανούπολη. Και έφτασε και στο Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, κάνοντας τους πάντες να παγώσουν. Πολυπληθής ομάδα Βουλγάρων επιτέθηκε εναντίον του Μητροπολίτη Διονυσίου, τον λίντσαρε και επιχείρησε να τον σκοτώσει».
Ας δούμε όμως πως εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Αδριανούπολη και ποια ήταν στάση του Διονυσίου κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου: «Την 1ην Ιανουαρίου 1878 εισήλθεν εις την Αδριανούπολιν, προχωρών εκ Φιλιππουπόλεως, ο ρωσικός στρατός. Οι Έλληνες της Αδριανουπόλεως, θεωρούντες αυτόν ως ελευθερωτήν από τον τουρκικόν ζυγόν, τον υπεδέχθησαν μετ’ ενθουσιασμού και ετέλεσαν δοξολογίαν εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ. Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ήτο τότε ο εχέφρων Διονύσιος, ο μετά ταύτα Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Ε΄. Ούτος γνωρίζων τον σλαβικόν κίνδυνον και πολλά κακά προβλέπων παρά των Ρώσων και Βουλγάρων, συνεβούλευσε το ποίμνιον του να είναι επιφυλακτικόν απέναντι αυτών. Τας συστάσεις ταύτας του Μητροπολίτου επληροφορήθησαν οι Ρώσοι και οι Βούλγαροι παρά των κατασκόπω των, τους οποίους είχον διασκορπίσει καθ’ όλην την πόλιν. Διά τούτο απεφάσισαν την εξόντωσιν του Διονυσίου. Μιαν Κυριακήν λοιπόν, μετά την θείαν λειτουργίαν, εξεχύθη εν των προαστείων, όπου κατώκουν Βούλγαροι και προ πάντων εκ Κερίς-χανέ, όχλος μανιώδης ακολουθούμενος και υπό μαινάδων γυναικών, ο οποίος κατηυθύνθη προς την Ιεράν Μητρόπολιν. Οι αρχηγοί του συφερτού, ανελθόντες εις τον άνω όροφον του Μητροπολιτικού μεγάρου, όπου ήτο το γραφείον του Ιεράρχου, τον συνέλαβον και σύροντες αυτόν εκ των ποδών, τον κατεβίβασαν από τας κλίμακας του μεγάρου, ενώ η κεφαλή του εκτύπα και επληγώνετο εις κάθε σκαλοπάτι».
Ο Μητροπολίτης Διονύσιος όπως ήταν φυσικό έχασε τις αισθήσεις του και ο μανιασμένος όχλος των Βουλγάρων τον έσερνε στους δρόμους της πόλης. Τότε κάποιοι Έλληνες που αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε όρμησαν κρατώντας στα χέρια τους ξύλα, προκειμένου να υπερασπιστούν τον ιεράρχη τους. Κατάφεραν να τον σώσουν με τη βοήθεια της οικογένειας Κυριαζοπούλου, οι οποίοι διέμεναν στην οικία του Εθνοϊερομάρτυρα και Οικουμενικού Πατριάρχη Αγίου Κυρίλλου Στ΄, καθώς άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού, και με τη βοήθεια όλων όσων προσέτρεξαν να τον υπερασπιστούν κατόρθωσαν να τον σώσουν από τον βέβαιο θάνατο. Αποτέλεσμα αυτής της άνανδρης επίθεσης που δέχθηκε ο Διονύσιος ήταν πέραν των σοβαρών τραυματισμών που υπέστη να χάσει και το ένα του μάτι, το οποίο αντικατέστησε αργότερα μ’ ένα γυάλινο.
Κατόπιν μετέφεραν τον Διονύσιο: «εις την Μητρόπολιν, όπου τον ετύλιξαν εις νωπά δέρματα βοών και τον ενοσήλευσαν επί μακρόν. Και όταν πλέον εθεραπεύθη τελείως, εζήτησεν από την οικογένειαν Κυριαζοπούλου προς ανάμνησιν το προσόψιον, με το οποίον είχε σπογγίσει το καθημαγμένον πρόσωπόν του».
Αξίζει να αναφέρουμε ότι: «Ταυτόχρονα σχεδόν με την επίθεση κατά του Μητροπολίτη Διονυσίου στην Αδριανούπολη, διαδηλώσεις Βουλγάρων έγιναν και στο Διδυμότειχο, εναντίον της εκεί Μητρόπολης. Αφορμή υπήρξε η άφιξη του νέου διοικητή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ομογενούς Τζώρτζη Πασά. Κατά την εφημερίδα «Βυζαντίς» της 16ης Φεβρουαρίου 1879 σύμφωνα με τηλεγραφήματα που είχαν ληφθεί στα Πατριαρχεία έγινε επίθεση εναντίον του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Μεθόδιου (Αρώνη), ο οποίος κατόρθωσε να αποδράσει και να αποφύγει τη μανία του βουλγαρικού όχλου. Οι αντιδρώντες μπήκαν βιαίως μέσα στη Μητρόπολη όπου προκάλεσαν καταστροφές σε έπιπλα και προχώρησαν σε διάφορες αρπαγές».
Λίγες μέρες μετά το τραγικό συμβάν της επίθεσης κατά του Μητροπολίτη Διονυσίου, στη Μητρόπολη Αδριανουπόλεως κατέφθασε πλήθος υποστηρικτικών τηλεγραφημάτων. Τα τηλεγραφήματα απέστειλαν: πατριάρχες, μητροπολίτες, ιερείς και επιφανείς λαϊκοί, μέχρι και τις 4 Φεβρουαρίου 1880. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ απέστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Εθλίβημεν εγκαρδίως επί τω βαρβάρω και ανιαρώ υμών παθήματι· θάρρος και υπομονή· θα ικανοποιηθήτε».
Επίσης ο ιατρός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής (1802-1879), της γνωστής οικογενείας, απέστειλε στις 12 Φεβ 1879 το παρακάτω τηλεγράφημα: «Ανήσυχος ειμί της καταστάσεως της σεβασμιότητός της. Αναμένω πληροφορίας. Εύχομαι ταχείαν ανάρρωσιν».
Ο μητροπολίτης Διδυμοτείχου Μεθόδιος, τρεις μέρες πριν και ο ίδιος δεχθεί επίθεση στο Διδυμότειχο από μανιασμένο όχλο Βουλγάρων, απέστειλε τηλεγράφημα προς τον Διονύσιο, γράφοντας μεταξύ άλλων ότι απειλείται και ο ίδιος: «Πολύαθλε και πανσέβαστέ μοι αδελφέ. Είθε να μη ημήν μετά των ζώντων και ούτω μη ακούσω όσα οι πολύαθλοι άλλοτε εν καιροίς χαλεποίς υπέφερον. Δυστυχώς όμως ζω. Η θλίψις μου ήτον αφόρητος, ήθελον να Σας συλλυπηθώ με γράμμα μου, αλλ’ έλεγον· η θέσις του δεν είναι διά γράμματος να μάθη την θλίψιν μου· ήθελον να στείλω άνθρωπόν μου, αλλ’ έβλεπον τα ζοφερά νέφη της καταιγίδος ερχόμενα και κατ’ εμού και είχον ανάγκην ανθρώπων. Παραλείπων τα καθέκαστα, άτινα πάντως θα έμαθεν η αγάπη Της και θα μάθη από του τραυματισθέντος επιδότου του παρόντος μου, δοξάζω τον Ύψιστον ότι διέσωσε της ζωήν της υμετέρας σεβασμιότητος μετά της εμής και της ξενιζομένου παρ’ εμοί μουτεσαρίφου. Επιφυλαττόμενος εν ευθέτω καιρώ να έλθω μόνος μου προς Αυτήν, ήδη τη επεύχομαι το στάδιον της αγίας τεσσαρακοστής να διέλθη αισίως και επ’ αγαθοίς οιωνοίς και διατελώ. Εν Διδυμοτείχω, 1879 Φεβ 13».
Θα κλείσουμε την αναφορά μας στα πολλά τηλεγραφήματα που δέχθηκε ο Διονύσιος με μία ελεγεία που συνέγραψε ο Χ. Καλωταίος με τίτλο Ηρωελεγείον Διονυσίω τω σεβασμιωτάτω και πολυάθλω μητροπολίτη Αδριανουπόλεως (παραθέτουμε λίγους στίχους): «Έβροιο αμφί ροάς πάλαι Ορφέος σάρκας αοιδού / Μαινάδες λυσσαλέαι διεσπάσαντο· / Ένθ’ ο μεν εσττονάχιζεν όσω ρα ετύγχανε πνείων, / Αι δε αλάλιζον βακχικόν σκιρτώσαι, / Θηρών ωμότεραι τ’ Αΐδου κρυεροίο λίθων τε, / Των φύσις εντρέπετο γ’ Ορφείοις μέλεσιν· / Ως άρα καπί σοί, αρχιερεύ, Διονύσιε κλεινέ, / Μυστιπόλος Χριστού, αυταίς ροαίς, / Μητροπόλει ενί Ορεστιάδι θήρες, ύαιναι, / Βούλγαροι λυσσομανείς είσθορον είσω ομώς· / Ουδέ τοι οτρηροί θεράποντες θυρών εδύναντο / Αψ γε απώσασθαι λύσσης πνείοντας… κλπ».
Θα πρέπει να αναφέρουμε πως διατυπώθηκαν κατηγορίες από τις ξένες πρεσβείες, ότι στην επίθεση κατά του Διονυσίου συμμετείχαν και Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι είχαν μία φιλορωσική στάση. Επίσης πρέπει να σημειώσουμε, ότι είχαν δημιουργηθεί στους Ρωμηούς της Αδριανούπολης συγκρούσεις μεταξύ δύο στρατοπέδων των Προοδευτικών (φιλορώσων και με την Ελληνική κρατική υποστήριξη) και των Συντηρητικών (πατριαρχικών, οι οποίοι κατηγορούνταν ως φιλότουρκοι): «Γνωρίζουμε την έκταση αυτών των συγκρούσεων για την αμέσως μετά την αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων περίοδο, οπότε η πατριαρχική κοινότητα θα βρεθεί διχασμένη και πάλι λόγω της απομάκρυνσης του αρχιερατικού επιτρόπου Γρ. Ναζιανζού τότε, που εκλήθη να ποιμάνει στο μεταξύ την πόλη στην θέση του Μητροπολίτη Διονυσίου που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη παραμένοντας ωστόσο Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως. Το γεγονός αυτό πρέπει να το συγκρατήσουμε, γιατί ο Διονύσιος απομακρύνθηκε μετά τα γεγονότα στα 1880 από τον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης και κυρίως επειδή η πίεση της εθνικιστικής πτέρυγας των προοδευτικών στην Αδριανούπολη προς αυτή την κατεύθυνση είχε κορυφωθεί, οπότε το Πατριαρχείο αναγκάστηκε να εκτονώσει την κατάσταση, χωρίς όμως να άρει την εμπιστοσύνη του στον Μητροπολίτη, τον οποίο άλλωστε έχρισε Μητροπολίτη Νικαίας , για να επανέλθει στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης το 1886. Ωστόσο δεν ξέρουμε επακριβώς πως ενήργησαν, αν όντως ενήργησαν αυτοί οι άνθρωποι στα επεισόδια βίας σε βάρος του Μητροπολίτη τον Φεβρουάριο του 1879».
Ο Διονύσιος Οικουμενικός Πατριάρχης
Όπως προαναφέρθηκε ο Διονύσιος επέστρεψε στον Μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης μετά από έξι χρόνια: «στα 1886 ξανά στην Μητρόπολη Αδριανουπόλεως για ένα χρόνο περίπου, εφόσον εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης τον Γενάρη του 1887 (βλ. ΕΑ τ.8 έτος ΣΤ΄/Β΄ τευχ. Β΄ 1885-86, σελ. 282), τη συνοδική απόφαση επανεκλογής του Διονυσίου στην Μητρόπολη Αδριανουπόλεως. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι, παρά την εμπλοκή του σε σοβαρά πολιτικά γεγονότα, όχι μόνο διατήρησε καθ’ όλη την ζωή του τον τίτλο του Μητροπολίτη, αλλά και ότι επέστρεψε στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης το 1886 και ότι τέλος ανήλθε στον Πατριαρχικό θρόνο, γεγονός που κατατείνει στην υπόθεση ότι διατηρούσε διασυνδέσεις όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία, αλλά και στην Οθωμανική διοίκηση. Όπως σημειώνεται σε εφημερίδα της εποχής: "Άμα τη υπογραφή της ειρήνης 1878, Βούλγαροι σχισματικοί, μηνύοντες διότι ο Μητροπολίτης υπεράσπιζε τούρκους πολίτας καταδιωκομένους εισήλασαν εις την ιεράν Μητρόπολιν […] Μνήμονες οι Τούρκοι των συμβάντων τούτων, ετίμησαν εξαιρετικώς τον νέον Πατριάρχην", Αρχείο Σταμούλη, αρ.φ. 59 Μητρόπολη Αδριανουπόλεως, στην Ακαδημία Αθηνών, όπου ο Σταμούλης παραθέτει φωτοτυπία για τον βίο του Μητροπολίτη από εφημερίδα που δεν κατονομάζεται, την βιογραφία του οποίου υπογράφει κάποιος με το ψευδώνυμο "Περίνθιος"».
Έτσι ο νέος κύκλος που χάραξε ο Διονύσιος μετά το τραγικό συμβάν του 1879 ήταν ο εξής: «προαχθείς εις τον Μητροπολιτικόν θρόνον της Νικαίας, εξελέγη το δεύτερον μετά οκτώ έτη Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως, ένθεν μετ’ ολίγον ομοθύμω ψήφω και κοινή γνώμη της Ελληνικής Ορθοδοξίας και του Γένους εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης δοξάσας τον Οικουμενικόν Θρόνον, υπό το όνομα Διονύσιος Ε΄».
Στις 27 Ιανουαρίου 1887 ο Διονύσιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, ως Διονύσιος Ε΄: «Άμα τη αναγγελία της εκλογής του, κατέφθασαν εις Αδριανούπολιν δύο Μητροπολίται των πλησιεστέρων επαρχιών, ο Διδυμοτείχου (ο Μεθόδιος Αρώνης) και ο Λιτίτσης (Ιγνάτιος). Την εσπέραν της ιδίας ημέρας περί ώραν 5μμ, εσήμανον χαρμοσύνως οι κώδωνες όλων των Εκκλησιών και όλος ο κλήρος και ο λαός της πόλεως, ως και αντιπρόσωποι της Γεν. Διοικήσεως προσέδραμον εις τον Μητροπολιτικόν ναόν. Εκεί τότε ανεγνώσθη το μέγα μήνυμα της εκλογής, μετά το οποίον προσεφώνησε καταλλήλως τον Πατριάρχην, ο εκ των αρίστων αποφοίτων της εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής Ιεροδιάκονος Γερμανός Βασιλάκης, καθηγητής Γυμνασίου, προς ον ως και προς το εκκλησίασμα, απήντησε βαθύτατα συγκεκινημένος ο Πατριάρχης. Την επιούσαν, 28ην Ιανουαρίου, έφθασαν εκ Κωνσταντινουπόλεως τέσσαρες συνοδικοί. Την 29ην του μηνός έγινε λειτουργία πατριαρχική υπό του Πατριάρχου συμπαραστατουμένου υπό των εξ αρχιερέων, καθ’ ην ανεγνώσθη πάλιν το μέγα μήνυμα, εψάλη ο πολυχρονισμός του Πατριάρχου και όλος ο λαός ανεφώνησε τρεις φοράς "άξιος". Η αναχώρησις του Πατριάρχου ωρίσθη διά την 31ην Ιανουαρίου. Την πρωίαν εψάλη εν τω Μητροπολιτικώ ναώ δοξολογία, μετά την οποίαν επί μίαν και πλέον ώραν παρέμεινεν ο Πατριάρχης επί του θρόνου διά να ασπασθούν την χείρα του όλοι οι Έλληνες, οι οποίοι είχον τρέξει από όλην την πόλιν και τα πέριξ χωριά. Εις τον Πατριάρχην Διονύσιον τον Ε΄ ο Σουλτάνος Χαμήτ είχε κάμει μεγάλας τιμάς. Διέθεσε δι’ αυτόν ιδιαιτέραν αμαξοστοιχίαν, διέταξε τον Βαλήν να στείλει δια λογαριασμόν του όσα οχήματα θα απητούντο διά την μετάβασιν της Πατριαρχικής συνοδείας εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, έστειλε στρατιωτικάς μουσικάς, μίαν εις την Μητρόπολιν, ετέραν πέραν της επί του Έβρου νέας Γέφυρας και τρίτην εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν. Πάντως όλα αυτά τα έκαμε δια να δυνηθή να αφαιρέση τα προνόμια του Πατριαρχείου, πράγμα το οποίον απήτησε και εις το οποίον αντέστη σθεναρώς ο Πατριάρχης, φθάσας μέχρι του κλεισίματος των εκκλησιών και των σχολείων».
Και ενώ κατά το παρελθόν ο Διονύσιος και ως Μητροπολίτης Κρήτης αλλά και Αδριανούπολης κατηγορήθηκε για φιλοτουρκισμό, με τη στάση που κράτησε κατά του σουλτάνου στο θέμα τον "προνομίων" αποδείχθηκε άξιος θρησκευτικός ηγέτης και εθνάρχης.
Το ζήτημα της άρσης των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, γνωστό ως Προνομιακό Ζήτημα: «εγνώρισε τρεις φάσεις, κατά την πρώτην φάσιν του ζητήματος (19 Φεβ 1883 - 19 Μαρ 1884) η τουρκική κυβέρνησις, μετά την παραίτησιν του Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄ (πρώτη Πατριαρχεία αυτού) εγκατέλειψε το ζήτημα, δηλώσασα ότι ουδέ της διανοίας καν διήλθε μεταβαλείν ή αλλοιώσαι τας θρησκευτικάς προνομίας και τεθεσπισμένας παραχωρήσεις, ων ανέκαθεν το Πατριαρχείον απολαύει (Αριθ. Πρωτ. 4826, 19 Δεκ 1883). Η Δευτέρα φάσις του προνομιακού ζητήματος (2 Αυγ 1890 - 31 Ιαν 1891) ήτο σπουδαιοτέρα».
Ο Διονύσιος ενήργησε δυναμικά κατά των Οθωμανικών επιδιώξεων και ήλθε σε άμεση σύγκρουση με την Υψηλή Πύλη για το θέμα των προνομίων. Ένα χρόνο μετά την ανάρρησή του στον Πατριαρχικό θρόνο: «η Πύλη έπαυσε το 1888 τους μητροπολίτες Σερρών και Καστοριάς χωρίς να το γνωρίζει ο Πατριάρχης, εξέδωσε μπεράτια για Βούλγαρους επισκόπους στην Οχρίδα και τα Σκόπια (1890) και απαίτησε τα εκκλησιαστικά δικαστήρια να πάψουν να δικάζουν υποθέσεις διαθηκών και κληρονομιών. Ύστερα από έκτακτη σύσκεψη των δύο εκκλησιαστικών σωμάτων, της Συνόδου και του Μεικτού Συμβουλίου, αποφασίστηκε να παραιτηθεί ο Πατριάρχης και παράλληλα να κλείσουν οι εκκλησίες τόσο της Κωνσταντινούπολης όσο και των επαρχιών· δε θα τελείτο κανένα από τα εκκλησιαστικά μυστήρια, παρά μόνο αν υπήρχε έκτακτη ανάγκη και μόνο τη νύχτα».
Ο Διονύσιος υπέβαλε την παραίτησή του στις 23 Ιουλίου 1890, η οποία δεν έγινε αποδεκτή: «το δεύτερον παρητήθη την 2 Αυγούστου 1890 διαμαρτυρόμενος εις έντονον ύφος, τονίζων ότι ήτο αδύνατον εις αυτόν να πατριαρχεύσει εις εκκλησίαν η οποία είχε σαλευθή εκ θεμελίων και ισταμένην εν διωγμώ». Η Πύλη κάτω από την πίεση της ιεράς Συνόδου και του εθνικού Συμβουλίου, υποχώρησε και ζήτησε από τον Πατριάρχη Διονύσιο να συμμετέχουν Συνοδικοί στην επιτροπή μελέτης των επίμαχων ζητημάτων. Ο Διονύσιος αρνήθηκε και κήρυξε την εκκλησία εν διωγμό. Έτσι έκλεισαν όλοι οι Ορθόδοξοι ναοί και σταμάτησαν όλες οι ιεροπραξίες από τις 3 Οκτωβρίου μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου 1890. Τελικώς η πίεση που ασκήθηκε στην Πύλη έφερε αποτέλεσμα, καθώς ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ αναγκάστηκε να σεβαστεί τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «Ο φόβος ταραχών εις το εσωτερικόν και επεμβάσεων έξωθεν ηνάγκασε την τουρκικήν κυβέρνησιν εις υποχώρησιν με την βεζυρικήν εγκύκλιον (22 Ιαν 1891), η οποία κατέγραφε τα προνόμια του Πατριαρχείου. Εις την επιτυχίαν αυτήν συνετέλεσαν πολλοί, αλλ’ εξ αυτών οφείλει τις να διακρίνει δύο, τον τότε Πατριάρχην Διονύσιον τον Ε΄ και τον μητροπολίτην Ηρακλείας Γερμανόν».
Γενικότερα κατά την βραχύχρονη πατριαρχεία του ο Διονύσιος: «ιδιαιτέραν προσοχήν επέδειξεν εις την εν γένει εσωτερικήν ζωήν της Εκκλησίας, στερεώσας τους θεσμούς, εξασφαλίσας την λειτουργίαν των ιδρυμάτων και γενικώς ενισχύσας τας εθνικάς, κοινωνικάς και πνευματικάς προσπαθείας των αρμοδίων παραγόντων της Κωνσταντινούπολης».
Το τέλος του Διονυσίου
Σε ηλικία 71 ετών, στις 13 Αυγούστου 1891 (Ιουλιανό ημερολόγιο) εκοιμήθη ο Διονύσιος λόγω αποπληξίας, καθώς όπως είδαμε και στον βίο του αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες κατά την πολυετή αρχιερατική του δράση, οι οποίες επιβάρυναν την υγεία του. Από το 1856 που ανέλαβε το αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το 1858 που εξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης, μετέβη μία πορεία 35 ετών, όπου αντιμετώπισε πολλές, δύσκολες έως τραγικές καταστάσεις. Σαφέστατα ο Διονύσιος θεωρείται ως μία σημαντική φυσιογνωμία της Εκκλησιαστικής μας ιστορίας, και περιποιεί τιμή για την ιστορική πόλη του Διδυμοτείχου το γεγονός, ότι διετέλεσε δημοδιδάσκαλος από το 1848 έως το 1851 και Μητροπολίτης από το 1868 έως το 1873.
Βιβλιογραφία - Πηγές:
- Αθανασίου Γουρίδη, Τα κρυμμένα πρόσωπα του Ιανού - Διδυμότειχο, μία αέναη περιπλάνηση, Έκδοση Δήμου Διδυμοτείχου 2018.
- Αριστείδη Χριστίδου, Άθλοι Σλάβων εν Αδριανουπόλει, Θρακικά Τομ. 25ος , Εν Αθήναις 1956.
- Αριστείδη Χριστίδου, Αναμνήσεις, Θρακικά Τομ. 25ος, Εν Αθήναις 1956.
- Γεωργίου π. Αθαν. Ρούκαλη, Πατριαρχικά Έγγραφα, περιόδου 1859-1891, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας, https://www.ilak.org
- Γρηγόρη Ευθυμίου, Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, Τομ. Κ΄, Συμπληρωματικά για την Δημογεροντία Διδυμοτείχου, Εν Αθήναις 1955.
- Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, constantinople.ehw.gr
- Θανάση Μπράβου, Όψεις του βίου του αλύτρωτου Ελληνισμού της Θράκης: Ο κώδικας ΙΓ΄ της Εφοροδημογεροντίας Διδυμοτείχου, 1911-1917, www.academia.edu
- Θεοχάρη Βολάνιου, Το Διδυμότειχο διά μέσω των αιώνων, Δήμος Διδυμοτείχου, Διδυμότειχο 2002.
- Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 5, Λήμμα Διονύσιος Ε΄, Αθήνα 1964.
- Ιωάννη Α. Σαρσάκη, Το Αυτοκρατορικό Διδυμότειχο, kastropolites.com/the-imperial-Didymoteicho
- Ιωάννη Ε. Σιδηρά, Τα μετά την άλωση εθναρχικά προνόμια του Μωάμεθ Β΄ ποθητού προς τον οικουμενικό πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο, sidirasioannis-amvonfanariou.blogspot.com
- Κωνσταντίνου Κουρτίδου, Η Αδριανούπολις, Θρακικά Τομ. 25ος, Εν Αθήναις 1956.
- Μ. Κεκροπούλου - Γ. Χαρωνίτης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδόσεις Λυμπέρη ΑΕ, Τομ. 17.
- Μανουήλ Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Εν Κωνσταντινουπόλει 1885-1890.
- Μητροπολίτου Σάρδεων Γερμανού, Επισκοπικοί κατάλογοι των επαρχιών της Ανατολικής και Δυτικής Θράκης, Θρακικά Τομ. 6ος, Εν Αθήναις 1935.
- Νικολακάκης Νεκτάριος, Ο διοργανισμός των Ι. Μονών της Κρήτης, Διδακτορική Διατριβή στο ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2016.
- Ντόναλντ Μακ Νίκολ, Ιωάννης Καντακουζηνός ο απρόθυμος αυτοκράτορας, Εκδόσεις ΔΟΛ Α.Ε. Αθήνα 2010.
- Παντελή Αθανασιάδη, 1879: H απόπειρα δολοφονίας του Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Διονυσίου, sitalkisking.blogspot.com
- Πλατάκη Σπυρίδωνος, Ανέκδοτα έγγραφα του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς την Εκκλησίαν Κρήτης και την Δημογεροντίαν Ηρακλείου, Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly.
- Σ.Ι. Βουτυρά, Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας, Εν Κωνσταντινουπόλει 1888.
- Σαββίδη Σάββα, Φιλάρετος Βαφείδης ο σοφός ιεράρχης, Έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, Διδυμότειχο 2014.
- Τα κατά τον Μητροπολίτην Αδριανουπόλεως Διονύσιον, ήτοι τηλεγραφήματα, επιστολαί, απαντήσεις αναφοραί και διάφορα έγγραφα, χρονολογούμενα από της 6 Φεβ 1879 μέχρι της 4 Φεβ 1880, Εν Κωνσταντινουπόλει 1880.
- Τωμαδάκη Ν.Β., Ειδήσεις και έγγραφα της Εκκλησίας Κρήτης επί Τουρκοκρατίας, Έγγραφον εν τω Ιστορικώ Αρχείω Κρήτης, Ιουν.-Αυγ. 1933, Institutional Repository - Library & Information Centre - University of Thessaly.
- Χολέβα Ευαγγελία, Εθνικές αντιπαραθέσεις στη Νότια Θράκη: κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές παράμετροι: η περίπτωση της Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως, 1870-1912, Διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2015.
- users.sch.gr/markmarkou/1871_1900/1891/koim/dionysios_haritonides.htm
- www.iak.gr/gr/ekklisia-kritis
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω