Η ελληνική κοινωνία μοιάζει να αποδέχεται το ολοένα και ταξικότερο σύστημα εκπαίδευσης, που όχι απλώς είναι ασύμφωνο με μια δημοκρατική κοινωνία...
των Ιωάννη Κοτσιανίδη κσι Αντώνη Τελόπουλου*
«Ενίσχυση Δημοσίου Πανεπιστημίου - Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» τιτλοφορείται τελικά η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, που θέλει να καλείται δήθεν και μεταρρύθμιση.
Από τον τίτλο ήδη του νομοσχεδίου προκύπτει η πρώτη αντινομία, καθώς η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι όχι μόνο κανένα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο δεν έχει καταφέρει να συμβάλει στην αναβάθμιση της Δημόσιας Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, αλλά, ακόμη περισσότερο, δεν υπάρχει κανένα μη κρατικό Πανεπιστήμιο με τη στενή ή την ευρεία έννοια που να μη χρωστά τη φήμη και την αξιοπιστία του στις κρατικές επιχορηγήσεις. Συνεπώς το θεμέλιο επιχείρημα της φιλοκυβερνητικής άποψης αναλώνεται κυρίως στον ισχυρισμό της απώλειας μεγάλων ποσών από τον ελλαδικό κορβανά σε χώρες του εξωτερικού για τριτοβάθμιες σπουδές. Όπως συνήθως συμβαίνει, οι πραγματικές «απώλειες» είναι πολύ μικρότερες καθώς οι κυβερνητικές πηγές παραφουσκώνουν τους αριθμούς προσμετρώντας μεταπτυχιακούς φοιτητές, ενώ το θέμα αφορά πρωτίστως τις προπτυχιακές σπουδές.
Το ζήτημα όμως δεν είναι οι υπολογισμοί, αλλά αυτή καθαυτή η άσεμνη αφέλεια του επιχειρήματος που δυστυχώς πηγάζει από την πικρή πηγή της πραγματικότητας. Κάπου στο 2010 λοιπόν, λίγο πριν το Μνημόνιο συμπιέσει το εισόδημα της μεσαίας τάξης, 1,6 δισ. πηγαίναν στην «παραπαιδεία» της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και οι επερωτήσεις για το «πρόβλημα» της παραπαιδείας πηγαινοέρχονταν στη Βουλή. Ακολουθούσαν οι πανελλαδικές και η μαζική φυγή των αποτυχόντων σε ΑΕΙ (παρεμπιπτόντως, συνήθως δημόσια!) κυρίως της ανατολικής Ευρώπης. Στην επιστροφή τούς περίμενε η διαδικασία της αναγνώρισης του πτυχίου, που όχι σπάνια ξήλωνε ακόμα βαθύτερα το κομπόδεμα των σπουδών.
Με τον καιρό αναδύθηκαν και άλλες οδοί μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που με φανταχτερά ονόματα της αλλοδαπής (Bachelor, Master, College) μαγνήτιζαν τους επίδοξους σπουδαστές, παρά τις εμφανείς αδυναμίες τους να παράσχουν όσα υπόσχονταν. Σιγά σιγά λοιπόν, και όχι ακριβώς ανεπαισθήτως κατά Καβάφη, άρχισε να ξεφυτρώνει η έννοια της «αγοράς» εκπαίδευσης και η λέξη παραπαιδεία παραγκωνίστηκε, πήρε συγχωροχάρτι και τελικά θάφτηκε χωρίς τελετή.
Η ελληνική κοινωνία έκανε πλήρη αναστροφή των αξιακών της θέσφατων και πείστηκε πως το πρόβλημα δεν είναι το διαρκώς αυξανόμενο κόστος των σπουδών και η ταξική προσέγγιση της εκπαίδευσης, αλλά η ρύθμιση της εν λόγω αγοράς. Ωστόσο αυτή η «αγορά», προς το παρόν τουλάχιστον και παρά την επίφαση της «αριστείας», γεννά αρνητικά αποτελέσματα αν αναλογιστούμε τα Τέμπη, τη Θεσσαλία, την υποβάθμιση του ΕΣΥ, τα ρεκόρ υπογεννητικότητας και ακρίβειας και άλλες καταστάσεις εφαρμοσμένης αριστείας.
Επιπλέον η παραδοσιακά υστερόβουλη και κοντόφθαλμη νομοθέτηση των κυβερνήσεών μας, πιστή στον θεό της εντροπίας, μετέτρεψε τελικά και τη συγκεκριμένη αγορά σε χάος και τα ΤΕΙ σε ΑΕΙ με τις γνωστές συνέπειες των αζήτητων πτυχίων. Φαινόμενα που δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε πως δεν θα γιγαντωθούν με την ιδιοτελή, α λα καρτ ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ προς άμεση βορά του μεγαλύτερου κομματιού της φρεσκομαγειρεμένης αγοράς από συγκεκριμένους ημέτερους. Αυτό άλλωστε δείχνει και η παντελής απουσία διαλόγου, ο βιαστικός αυταρχισμός και η πρωτοφανής παρέμβαση του υπουργείου Παιδείας στα, υποτίθεται, αυτοδιοίκητα ΑΕΙ.
Ασφαλώς δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε για αυτές τις εξελίξεις την ευγενή λαχτάρα του Ελληνα για τριτοβάθμιες σπουδές. Ωστόσο από την υποστήριξη του κοινωνικού κράτους φτάσαμε να θρηνούμε για την «τραγωδία των κοινών», υιοθετώντας αδιόρατα την υπεραπλουστευμένη και μηδενιστική απόρριψη των κοινών αγαθών από τον William Forster Lloyd. Η ελληνική κοινωνία όχι μόνο στέκει αμέτοχη, αλλά μοιάζει να αποδέχεται το ολοένα και ταξικότερο σύστημα εκπαίδευσης, που όχι απλώς είναι ασύμφωνο με μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά είναι κυριολεκτικός κοινωνικός αναχρονισμός.
Έγκυρη αμερικανική μελέτη του 2018 κατέδειξε πως το επάγγελμα των γονιών είναι ο βασικός παράγοντας πρόβλεψης του πόσο ψηλά θα φτάσει κανείς στη ζωή του, σμπαραλιάζοντας κάθε ψευδαίσθηση κοινωνικής ισότητας και κινητικότητας στη «χώρα της ευκαιρίας». Είναι ακριβώς αυτό το καλοφτιασιδωμένο εμπόριο ελπίδας που κάνει ελκυστική την προοπτική ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην πολύπαθη μεσαία τάξη. Κατ' ουσίαν δηλαδή η κυβέρνηση, ακυρώνοντας τον πυρήνα του κοινωνικού κράτους, τη δωρεάν και καθολική πρόσβαση σε παιδεία και υγεία, επιτυγχάνει τον διττό σκοπό τής περαιτέρω αφαίμαξης των λαϊκών στρωμάτων, καθιστώντας παράλληλα τη «μεταρρύθμιση» δημοφιλή ανάμεσά τους. Παράδοξο; Όχι και τόσο.
Αυτή η συλλογική αυταπάτη αυξάνει τη δημοφιλία των ιδιωτικών Πανεπιστημίων στα μεσαία και λαϊκά στρώματα διότι αντιλαμβάνονται πως τους αφορά και κάπως έτσι μέσα από εκεί οπτασιάζονται ένα υποσχόμενο σκαλοπάτι ανέλιξης. Θα λειτουργήσει επ' ωφελεία τους; Σίγουρα όχι, αλλά τι σημαία έχει; «Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν. Ο κόσμος είναι το σύνολο των γεγονότων, όχι των πραγμάτων» έγραψε πριν από περίπου 100 χρόνια ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και, καθώς διαθέτουμε το απαραίτητο ένστικτο αυτοπροστασίας, δεν θα επιχειρήσουμε να τον αμφισβητήσουμε.
* Ο Ιωάννης Κοτσιανίδης ειναι Καθηγητής Ιατρικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο Αντώνης Τελόπουλος είναι δημοσιογράφος.
Πηγή: efsyn.gr
[post_ads]
«Ενίσχυση Δημοσίου Πανεπιστημίου - Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» τιτλοφορείται τελικά η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, που θέλει να καλείται δήθεν και μεταρρύθμιση.
Από τον τίτλο ήδη του νομοσχεδίου προκύπτει η πρώτη αντινομία, καθώς η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι όχι μόνο κανένα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο δεν έχει καταφέρει να συμβάλει στην αναβάθμιση της Δημόσιας Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, αλλά, ακόμη περισσότερο, δεν υπάρχει κανένα μη κρατικό Πανεπιστήμιο με τη στενή ή την ευρεία έννοια που να μη χρωστά τη φήμη και την αξιοπιστία του στις κρατικές επιχορηγήσεις. Συνεπώς το θεμέλιο επιχείρημα της φιλοκυβερνητικής άποψης αναλώνεται κυρίως στον ισχυρισμό της απώλειας μεγάλων ποσών από τον ελλαδικό κορβανά σε χώρες του εξωτερικού για τριτοβάθμιες σπουδές. Όπως συνήθως συμβαίνει, οι πραγματικές «απώλειες» είναι πολύ μικρότερες καθώς οι κυβερνητικές πηγές παραφουσκώνουν τους αριθμούς προσμετρώντας μεταπτυχιακούς φοιτητές, ενώ το θέμα αφορά πρωτίστως τις προπτυχιακές σπουδές.
Το ζήτημα όμως δεν είναι οι υπολογισμοί, αλλά αυτή καθαυτή η άσεμνη αφέλεια του επιχειρήματος που δυστυχώς πηγάζει από την πικρή πηγή της πραγματικότητας. Κάπου στο 2010 λοιπόν, λίγο πριν το Μνημόνιο συμπιέσει το εισόδημα της μεσαίας τάξης, 1,6 δισ. πηγαίναν στην «παραπαιδεία» της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και οι επερωτήσεις για το «πρόβλημα» της παραπαιδείας πηγαινοέρχονταν στη Βουλή. Ακολουθούσαν οι πανελλαδικές και η μαζική φυγή των αποτυχόντων σε ΑΕΙ (παρεμπιπτόντως, συνήθως δημόσια!) κυρίως της ανατολικής Ευρώπης. Στην επιστροφή τούς περίμενε η διαδικασία της αναγνώρισης του πτυχίου, που όχι σπάνια ξήλωνε ακόμα βαθύτερα το κομπόδεμα των σπουδών.
Με τον καιρό αναδύθηκαν και άλλες οδοί μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που με φανταχτερά ονόματα της αλλοδαπής (Bachelor, Master, College) μαγνήτιζαν τους επίδοξους σπουδαστές, παρά τις εμφανείς αδυναμίες τους να παράσχουν όσα υπόσχονταν. Σιγά σιγά λοιπόν, και όχι ακριβώς ανεπαισθήτως κατά Καβάφη, άρχισε να ξεφυτρώνει η έννοια της «αγοράς» εκπαίδευσης και η λέξη παραπαιδεία παραγκωνίστηκε, πήρε συγχωροχάρτι και τελικά θάφτηκε χωρίς τελετή.
Η ελληνική κοινωνία έκανε πλήρη αναστροφή των αξιακών της θέσφατων και πείστηκε πως το πρόβλημα δεν είναι το διαρκώς αυξανόμενο κόστος των σπουδών και η ταξική προσέγγιση της εκπαίδευσης, αλλά η ρύθμιση της εν λόγω αγοράς. Ωστόσο αυτή η «αγορά», προς το παρόν τουλάχιστον και παρά την επίφαση της «αριστείας», γεννά αρνητικά αποτελέσματα αν αναλογιστούμε τα Τέμπη, τη Θεσσαλία, την υποβάθμιση του ΕΣΥ, τα ρεκόρ υπογεννητικότητας και ακρίβειας και άλλες καταστάσεις εφαρμοσμένης αριστείας.
Επιπλέον η παραδοσιακά υστερόβουλη και κοντόφθαλμη νομοθέτηση των κυβερνήσεών μας, πιστή στον θεό της εντροπίας, μετέτρεψε τελικά και τη συγκεκριμένη αγορά σε χάος και τα ΤΕΙ σε ΑΕΙ με τις γνωστές συνέπειες των αζήτητων πτυχίων. Φαινόμενα που δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε πως δεν θα γιγαντωθούν με την ιδιοτελή, α λα καρτ ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ προς άμεση βορά του μεγαλύτερου κομματιού της φρεσκομαγειρεμένης αγοράς από συγκεκριμένους ημέτερους. Αυτό άλλωστε δείχνει και η παντελής απουσία διαλόγου, ο βιαστικός αυταρχισμός και η πρωτοφανής παρέμβαση του υπουργείου Παιδείας στα, υποτίθεται, αυτοδιοίκητα ΑΕΙ.
Ασφαλώς δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε για αυτές τις εξελίξεις την ευγενή λαχτάρα του Ελληνα για τριτοβάθμιες σπουδές. Ωστόσο από την υποστήριξη του κοινωνικού κράτους φτάσαμε να θρηνούμε για την «τραγωδία των κοινών», υιοθετώντας αδιόρατα την υπεραπλουστευμένη και μηδενιστική απόρριψη των κοινών αγαθών από τον William Forster Lloyd. Η ελληνική κοινωνία όχι μόνο στέκει αμέτοχη, αλλά μοιάζει να αποδέχεται το ολοένα και ταξικότερο σύστημα εκπαίδευσης, που όχι απλώς είναι ασύμφωνο με μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά είναι κυριολεκτικός κοινωνικός αναχρονισμός.
Έγκυρη αμερικανική μελέτη του 2018 κατέδειξε πως το επάγγελμα των γονιών είναι ο βασικός παράγοντας πρόβλεψης του πόσο ψηλά θα φτάσει κανείς στη ζωή του, σμπαραλιάζοντας κάθε ψευδαίσθηση κοινωνικής ισότητας και κινητικότητας στη «χώρα της ευκαιρίας». Είναι ακριβώς αυτό το καλοφτιασιδωμένο εμπόριο ελπίδας που κάνει ελκυστική την προοπτική ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην πολύπαθη μεσαία τάξη. Κατ' ουσίαν δηλαδή η κυβέρνηση, ακυρώνοντας τον πυρήνα του κοινωνικού κράτους, τη δωρεάν και καθολική πρόσβαση σε παιδεία και υγεία, επιτυγχάνει τον διττό σκοπό τής περαιτέρω αφαίμαξης των λαϊκών στρωμάτων, καθιστώντας παράλληλα τη «μεταρρύθμιση» δημοφιλή ανάμεσά τους. Παράδοξο; Όχι και τόσο.
Αυτή η συλλογική αυταπάτη αυξάνει τη δημοφιλία των ιδιωτικών Πανεπιστημίων στα μεσαία και λαϊκά στρώματα διότι αντιλαμβάνονται πως τους αφορά και κάπως έτσι μέσα από εκεί οπτασιάζονται ένα υποσχόμενο σκαλοπάτι ανέλιξης. Θα λειτουργήσει επ' ωφελεία τους; Σίγουρα όχι, αλλά τι σημαία έχει; «Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν. Ο κόσμος είναι το σύνολο των γεγονότων, όχι των πραγμάτων» έγραψε πριν από περίπου 100 χρόνια ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και, καθώς διαθέτουμε το απαραίτητο ένστικτο αυτοπροστασίας, δεν θα επιχειρήσουμε να τον αμφισβητήσουμε.
* Ο Ιωάννης Κοτσιανίδης ειναι Καθηγητής Ιατρικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο Αντώνης Τελόπουλος είναι δημοσιογράφος.
Πηγή: efsyn.gr
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω