Στο Διδυμότειχο συναντάμε ίχνη κεραμικής & αγγειοπλαστικής από τη νεολιθική εποχή. Με τα πήλινα αγγεία σχετίζεται κι ένα παλιό έθιμο του Διδυμοτείχου.
Κείμενο Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Η αγγειοπλαστική και η κεραμική θεωρούνται από τις παλαιότερες τέχνες που ασχολήθηκε ο άνθρωπος. Αφορούν τη δημιουργία δοχείων, καθώς και άλλων κατασκευών (οικιακά σκεύη, ειδώλια, κεραμίδια κλπ) από πηλό, ο οποίος ψήνεται σε υψηλές θερμοκρασίες. Με την εξέλιξη των αιώνων η αγγειοπλαστική σημείωσε προόδους, ως προς την κατασκευή και ιδιαιτέρως ως προς την διακόσμηση των αγγείων με χρώματα και διάφορες αγγειογραφίες.
Στο Διδυμότειχο, συναντάμε ίχνη κεραμικής και αγγειοπλαστικής από τη νεολιθική εποχή (5.000 π.Χ.), και για πολλούς αιώνες υπήρξε η "βαριά βιομηχανία" της περιοχής, γεγονός που αποδεικνύεται από τα πάρα πολλά κεραμικά ευρήματα και αγγεία που ανακαλύφθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς βεβαίως και από τις ιστορικές πηγές.
Με τα πήλινα αγγεία σχετίζεται και ένα παλιό έθιμο του Διδυμοτείχου που λάμβανε χώρα την 1η Μαρτίου κάθε έτους, δηλαδή στην αρχή της άνοιξης. Το ανοιξιάτικο αυτό έθιμο, το οποίο σταμάτησε να πραγματοποιείται ως μια παλλαϊκή εκδήλωση κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, μας το διασώζει ο αείμνηστος δάσκαλος του Διδυμοτείχου Δημήτριος Μανάκας, ο οποίος το συμπεριέλαβε σε έρευνά του, που αφορούσε τα Λαογραφικά του Διδυμοτείχου, με τίτλο «1η Μαρτίου», αναφέροντας τα εξής:
«Ενθυμούμαι ακόμη τον κρότον των θρυμμτιζομένων (σπασμένων), έμπροσθεν των οικιών πήλινων αγγείων (τσουκαλιών κ.τ.λ.) υπό των νοικοκυρών κατά την 1ην Μαρτίου εκάστου έτους. Αφ εσπέρας ητοίμαζον τα αγγεία ταύτα πλήρη ύδατος, άχρηστα ή χρησιμοποιηθέντα καθ’ όλην την διάρκειαν του χειμώνος και την πρωίαν κατά τα εξημερώματα τα έσπαζαν εις τα κατώφλια των εξωθυρών, ίνα το επερχόμενον έτος και η άνοιξις αποβούν ευνοϊκά και προσοδοφόρα δια την οικογένειαν. Αι δε υποθέσεις των (να) τρέχουν όπως έτρεξε το νερό που περιείχετο εις το θρυματισθέν δοχείον. Δεν ενθυμούμαι οικογένειαν μη προβαίνουσαν εις το μοιρολατρικόν τούτο έθιμον, το οποίον υπονοούσε της είσοδον του ανθρώπου εις νέαν ζωήν, αφυπνιζομένου εκ του ληθάργου του χειμώνος. Εσυμβόλιζεν επίσης τον εξαγνισμόν του ανθρώπου υποπεσόντος λόγω απραξίας κατά την διάρκειαν του χειμώνος, εις αμαρτίας, και την δημιουργίαν νέου ανθρώπου, όπως καινούργια θα είναι και τα αγοραζόμενα νέα αγγεία. Και του εθίμου τούτου, κακή χρήσις υπό κακοβούλων ατόμων εγίνετο. Εάν τις είχε προηγούμενα κατά μιάς οικογενείας, προς εκδίκησιν αυτής, μετέβαινεν εις την οικίαν το μεσονύκτιον και εθρυμμάτιζε πήλινον αγγείον περιέχον στάκτην. Η δυστυχής τότε οικογένεια κατηράτο τον δράστην και έκλαιεν απαρηγόρητα, διότι το καλοκαίρι εκείνο θα ήτο άγονον δι’ αυτήν και αι υποθέσεις της δεν θα έρρεον, διότι η στάκτη δεν ρέει. Εις άλλα μέρη της Θράκης κατά τον θρυμματισμόν την 1ην Μαρτίου των πήλινων αγγείων αναφωνούν: «Έξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα υγεία και χαρά». Και το έθιμον τούτο εξέλειπε μετά το 1912».
Να επισημάνουμε, ότι κατά το 1912 άρχισε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος, το επόμενο έτος συνεχίστηκαν οι πόλεμοι με τον Β΄ Βαλκανικό, όπου και στα δύο αυτά χρόνια, στο Διδυμότειχο υπήρξαν μεγάλες καταστροφές και πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από Βουλγάρους και Τούρκους. Ακολούθως από το 1914 έως το 1918 διεξήχθη ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, όπου το Διδυμότειχο παραχωρήθηκε στους Βουλγάρους, οι οποίοι καταδυνάστευσαν τον τοπικό πληθυσμό. Το 1919 είχαμε την Μικρασιατική εκστρατεία, το 1920 την απελευθέρωση και ενσωμάτωση της Θράκης στην Ελλάδα και το 1922 την Μικρασιατική καταστροφή και την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, με άμεση συνέπεια την εγκατάσταση στο Διδυμότειχο προσφυγικών πληθυσμών, κυρίως από την Ανατολική Θράκη. Όπως βλέπουμε από τη συνοπτική αυτή αναφορά, μέσα σε δέκα χρόνια, από το 1912 έως το 1922 συνέβησαν πολλά τραγικά γεγονότα με αποτέλεσμα να μειωθεί ο πληθυσμός του Διδυμοτείχου, να συμβούν πολλές καταστροφές στην πόλη, αλλά και στην περιφέρειά της, και κατά συνέπεια να παραδοθούν στη λήθη πολλά ήθη και έθιμα, που χαρακτήριζαν την πολιτιστική και λαογραφική κουλτούρα της περιοχής μας για αιώνες.
Παρά τις δύσκολες εποχές, σύμφωνα με μαρτυρία του κ. Παντελή Αθανασίαδη το έθιμο αυτό διατηρήθηκε με πολύ μικρότερη συμμετοχή των ανθρώπων, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Αναφορικά με το σπάσιμο των αγγείων ως έθιμο, θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι το συναντάμε από την αρχαία Ελλάδα σε ταφικές και θρησκευτικές τελετουργίες. Προφανώς και το έθιμο που περιγράφει ο Μανάκας στο Διδυμότειχο να έχει πολύ βαθιές ρίζες στον χρόνο, καθώς και πλούσια λαογραφικά και μοιρολατρικά νοήματα, βασιζόμενο (όπως αναφέρει και ο ίδιος), εν πρώτοις στην αναγέννηση της φύσης, και στην προσδοκία για μία γόνιμη και προσοδοφόρα περίοδο για τους ανθρώπους, μετά το πέρας της βαρυχειμωνιάς (πνευματικά και επαγγελματικά) και εν δευτέροις στην διαχρονική πλούσια παραγωγή αγγείων και κεραμικών στην περιοχή μας. Ειδικότερα ως έθιμο κατά την πρώτη ημέρα της άνοιξης, σύμφωνα με την αναφορά του Μανάκα, πραγματοποιούνταν και σε άλλα μέρη της Θράκης (προφανώς πέραν της Δυτικής, στην Βόρεια και στην Ανατολική Θράκη), γεγονός που μπορεί να αποτελέσει έρευνα και μελέτη προς επίρρωση από τους λαογράφους, καθώς σε περίπτωση που γινόταν μόνο στο Διδυμότειχο, τότε αποτελεί ένα ιδιαίτερο και μοναδικό έθιμο της Καστροπολιτείας μας.
Γενικότερα στην Ελλάδα, η πιο γνωστή περίπτωση εθίμου που σχετίζεται με τη θραύση πήλινων αγγείων είναι αυτή της Κέρκυρας, όπου το Μεγάλο Σάββατο γίνεται το σπάσιμο των "Μπότιδων", δηλαδή των πήλινων κανατιών. Με μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο εντόπισα την αναβίωση ανάλογου εθίμου με αυτό που περιγράφει ο Μανάκας στο Διδυμότειχο, στο νησί της Σύρου: «Θραύση πήλινων σκευών πραγματοποιείται την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου, συμβολικά, για να διώξουν τα κρύα του Μαρτίου. Το σπάσιμο των πήλινων είναι ένα παλιό έθιμο, πάνω από 100 χρόνων, που γινόταν στην Άνω Σύρο, το Κίνι και τον Γαλησσά, για να ξορκίσουν τα κρύα του Μαρτίου που ξεκινάει την επόμενη μέρα, "να του σπάσουν τον τσαμπουκά", όπως έλεγαν, για να μην τους γδάρει με κρύα και χιόνια».
Όπως προαναφέραμε η αγγειοπλαστική αποτέλεσε τη βαριά βιομηχανία του Διδυμοτείχου και είναι συνυφασμένη με την περιοχή για πολλές χιλιετίες, το γεγονός αυτό επαληθεύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή μας. Τα κεραμικά προϊόντα του Διδυμοτείχου μεταφερόταν μέσω του ποταμού Έβρου προς το Αιγαίο Πέλαγος και κατέληγαν, δίχως υπερβολή, σε όλες τις περιοχές που βρέχονται από την Μεσόγειο θάλασσα.
Ειδικότερα στο λόφο της Αγίας Πέτρας / Αρχαίας Πλωτινόπολης τα ευρήματα φθάνουν στο 5.000 π.Χ. Από το κείμενο του αρχαιολόγου κ. Ματθαίου Κουτσουμανή "Πλωτινόπολη το Χρονικό της έρευνας" αντλούμε τις παρακάτω πληροφορίες: «Τέλος, στη περιοχή της ΝΑ γωνίας της τομής και σε βάθος 4,80 μ. από την επιφάνεια του εδάφους αποκαλύφτηκαν πασσολότρυπες από κτίρια προϊστορικών χρόνων. Πρόκειται συνολικά για 35 πασσαλότρυπες. Βρίσκονται σε ευθύγραμμη διάταξη σε δύο παράλληλες σειρές, ενώ η τελευταία προς τα δυτικά βρίσκεται στο κέντρο και έχει μεγαλύτερη διάμετρο από τις προηγούμενες. Το στρώμα αυτό από την κεραμική που συλλέχθηκε χρονολογείται στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο (5η χιλιετία π.Χ.). Είναι πλέον σίγουρο ότι υπήρχε κάποιος οργανωμένος νεολιθικός οικισμός επάνω στον οποίο ιδρύθηκε η πόλη των κατοπινών χρόνων.
Μετά την ανασκαφή του προϊστορικού στρώματος άρχισε να αποκαλύπτεται ο φυσικός βράχος. Η δε έρευνά του αείμνηστου αρχαιολόγου Γεώργιου Μπακαλάκη στην Πλωτινόπολη έδωσε νέες διαστάσεις στη μελέτη της αρχαίας πόλης. Η ανεύρεση εκτός της ρωμαϊκής και υστερορωμαϊκής κεραμικής και χειροποίητης (εγχώριας), καθώς και ελληνικής (κλασικών χρόνων) κεραμικής στην ίδια θέση, προϋποθέτει την παρουσία θρακικού πληθυσμού και Ελλήνων στα προχριστιανικά χρόνια. Με άλλα λόγια ο Τραϊανός επανίδρυσε την πόλη (Πλωτινόπολη) στη θέση μιας παλιότερης, μάλλον θρακικής, της οποίας το όνομα αγνοούμε». Και σε ένα άλλο σημείο του κειμένου ο κ. Κουτσουμανής λαμβάνοντας υπόψη αρχαιολογικά δεδομένα του χώρου αναφέρει τα εξής: «Τα παραπάνω στοιχεία μάς οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο χώρος αυτός ίσως να χρησιμοποιήθηκε, κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ως εργαστήρι κεραμικής».
Νεολιθική κεραμική συναντάμε και στο σπήλαιο Βούβα, δυτικά του Διδυμοτείχου, όπου ο αείμνηστος αρχαιολόγος Γεώργιος Μπακαλάκης: «είχε βρει κεραμική από τη νεολιθική περίοδο (4η χιλιετία π.Χ.), τις εποχές του Χαλκού και του Σιδήρου, αλλά και τους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους. Η εύρεση εντός μεγάλων σπηλαίων της περιοχής κεραμικών οστράκων και λοιπών ευρημάτων από τους προϊστορικούς και, σε κάποιες περιπτώσεις, και τους ιστορικούς χρόνους προσθέτει σημαντικά στη χαρτογράφηση της τοπογραφίας των προχριστιανικών αιώνων». Επίσης κεραμικά ευρήματα νεολιθικής περιόδου βρέθηκαν και στον ταφικό τύμβο της Θυρέας, βόρεια του Διδυμοτείχου, όπου: «Εντοπίστηκαν είκοσι επτά λάκκοι της νεότερης νεολιθικής (5η χιλιετία), οι οποίοι απέδωσαν άφθονη κεραμική. Παρά το γεγονός ότι η μελέτη της κεραμικής βρίσκεται σε αρχικό στάδιο τα αγγεία των λάκκων παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με αντίστοιχα παραδείγματα από την Παραδημή (οικισμός του Ν. Ροδόπης) και το Asagi Pinar (στην Ανατολική Θράκη). Πρόκειται κυρίως για αγγεία με μαύρη και κοκκινωπή στιλβωμένη επιφάνεια, όπως τροπιδωτά, μεγάλα πιθοειδή, πινάκια και διάφορα άλλα ανοιχτά αγγεία».
Στον απέναντι λόφο από την Αγία Πέτρα, στον λόφο όπου συναντάμε το Βυζαντινό Κάστρο του Διδυμοτείχου και είναι γνωστός ως λόφος του Καλέ, αν και δεν έγιναν πολλές ανασκαφικές έρευνες, υπήρξαν νεολιθικά ευρήματα κεραμικής, καθώς και άλλων χρονολογικών περιόδων. Ο Δρ. Θανάσης Γουρίδης Πολ. Μηχανικός και Αρχαιολόγος αναφέρει τα εξής: «Στον λόφο του Καλέ ευρήματα, όπως εγχάρακτα όστρακα και λίθινα εργαλεία, φόλιδες, λεπίδες, πελέκεις μικρών διαστάσεων, σμίλες κ.λ.π., αναδεικνύουν ως πιθανή την ύπαρξη οικισμού κατά τη νεολιθική περίοδο. Ο αριθμός των ευρημάτων αυξάνεται εντυπωσιακά όσο προχωρά η αρχαιολογική έρευνα, κάτι που δηλώνει ότι δεν λείπουν οι χώροι αλλά η προσέγγιση του πεδίου. Κατά τις αρχαιολογικές έρευνες των ετών 1989-1991 αποκαλύφθηκαν στον λόφο του Καλέ ανασκαφικά στρώματα της πρώιμης Εποχής Σιδήρου (11ος - 7ος π.Χ. αι.), που έφθαναν μέχρι τον βράχο, από τη μέσα πλευρά των τειχών. Βρέθηκε η χαρακτηριστική χειροποίητη, συνήθως μαύρη, έντονα στιλβωτή κεραμική από πηλό με λεπτές προσμίξεις, κάποτε διακοσμημένη με εμπίεστα η πλαστικά επίθετα στοιχεία, "νυχιές" και χαράξεις, όπως και σπαράγματα πήλινων τοιχωμάτων από καλύβες, που έφεραν τα αποτυπώματα των καλαμιών των σκελετών τους».
Η ύπαρξη κεραμικής στον λόφο του κάστρου συνεχίζει και κατά τους μεταχριστιανικούς αιώνες: «Από την κεραμική ξεχωρίζουν η υστερορωμαϊκή και παλαιοχριστιανική με ραβδώσεις, η υστεροβυζαντινή εφυαλωμένη, με κίτρινο κατά κανόνα ή σπανιότερα πράσινο χρώμα, συχνά με εγχάρακτο γραμμικό διάκοσμο, συνήθως με επίθετο καφέ χρώμα στις περιοχές της χάραξης και σπανιότερα κάποιο μοτίβο στο εσωτερικό, όπως δράκοντα, άνθρωπο ή πτηνό. Η ύπαρξη εργαστηρίων παραγωγής κεραμικής υψηλής ποιότητας ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους στο Διδυμότειχο πρέπει να θεωρείται ως βέβαιη. Άφθονη είναι η μεταβυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική, κυρίως τοπικής παραγωγής, όπου το πράσινο είναι το χρώμα που κυριαρχεί, ενώ ακόμη ξεχωρίζουν οι πήλινες ¨άλικες¨ πίπες και οι τριποδίσκοι ψησίματος, με ελαφρά ανάγλυφα μοτίβα επάνω τους. Από την άλλη, η κοινή, δίχως εφυάλωση κεραμική, τα "τσουκαλολάγηνα", συνιστά το μεγαλύτερο ποσοστό των βυζαντινών και μεταβυζαντινών αγγείων, με χρήσεις όπως μαγειρικά σκεύη, δοχεία μεταφοράς κ.λ.π.».
Από τη μελέτη του αρχαιολόγου Χαράλαμπου Μπακιρτζή Ch. Bakirtzis, Didymoteichon: Un Centre de Ceramique Post-Byzantine, που αφορά έρευνα που διεξήχθη το 1980, αντλούμε πολλά στοιχεία για τη μεταβυζαντινή κεραμική στον λόφο του κάστρου στο Διδυμότειχο, από την υπόψη μελέτη παραθέτουμε τέσσερα χαρακτηριστικά αποσπάσματα (τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν από τα Γαλλικά στα Ελληνικά μέσω της εφαρμογής translate.google.com, και όπου χρειάστηκε εντάχθηκαν επεξηγήσεις και σχόλια εντός παρενθέσεων):
1. «Τα κεραμικά κομμάτια που βρέθηκαν εκτείνονται σε μεγάλη χρονική περίοδο, από την μεταβυζαντινή έως την σύγχρονη εποχή. Τα παλαιότερα όστρακα (θραύσματα αγγείων) δεν μπορούν να χρονολογηθούν πριν από την υστεροβυζαντινή περίοδο, επομένως έχουμε ενδείξεις, ότι η εγκατάλειψη και η επίχωση αυτών των κοιλοτήτων - λαξεύσεων (εννοεί τα λαξευμένα υπόσκαφα σπήλαια στον λόφο του κάστρου) ξεκίνησε από εκείνη την εποχή. Τα περισσότερα από τα ολόκληρα αγγεία ή θραύσματα που συγκεντρώθηκαν σε αυτά τα κελάρια είναι σε καθημερινή χρήση και δεν φέρουν ούτε γλάσο ούτε διακόσμηση. Μόνο ορισμένα όστρακα, χείλη και καπάκια βάζων φέρουν διακόσμηση, η οποία αποτυπώθηκε με μήτρα: φύλλα ή μικρά αστέρια. Αυτή η διακόσμηση των αγγείων, που πραγματοποιείται με μήτρες στον πηλό πριν το ψήσιμό τους, είναι χαρακτηριστικό της μεταβυζαντινής περιόδου. Η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν μέχρι και την δεκαετία του 1970 από τους αγγειοπλάστες του χωριού Μεταξάδες, δυτικά του Διδυμοτείχου (το χωριό Μεταξάδες χαρακτηριζόταν από μία διαχρονική παράδοση στην αγγειοπλαστική τέχνη). Μια άλλη ομάδα αγγείων, πολυάριθμα όπως τα προηγούμενα και χαρακτηρισμένα με μεγάλη ποικιλία σχημάτων, φέρουν ένα ημιδιαφανές λαδοπράσινο γλάσο. Τα αγγεία αυτού του τύπου είναι είτε ανοιχτά με ανασηκωμένους κύκλους ή άλλο σχέδιο στο κέντρο, είτε κλειστά και τα βρίσκουμε σε διάφορα μεγέθη. Υπάρχουν επίσης λάμπες λαδιού με ψηλά ή χαμηλά πόδια, καθώς και οικιακά σκεύη. Μία βάση αγγείου που φέρει εγχάρακτο σχέδιο δικέφαλου αετού και είναι βαμμένη με καφέ και πράσινο χρώμα κάτω από κιτρινωπό λούστρο, προέρχεται από το κάτω στρώμα της επίχωσης μιας δεξαμενής. Η διακόσμηση sgraffito (διακοσμητική τεχνική) ήταν πολύ διαδεδομένη στις αρχές της μεταβυζαντινής περιόδου και επιβίωσε μέχρι το τέλος της».
2. «Η διακόσμηση με ολίσθηση (ειδική τεχνική, γνωστή ως ζωγραφική με ολίσθηση), ήταν ήδη γνωστή από τη βυζαντινή εποχή, και βεβαίως τη συναντάμε και στο Διδυμότειχο. Αυτή η τεχνική δεν συνίσταται στη χάραξη ή τη ζωγραφική μοτίβων στην επιφάνεια των αγγείων, αλλά στη σχεδίαση με την ολίσθηση απευθείας στον ημίρευστο πηλό, ο οποίος αναμειγνυόταν με χρώματα, εμποδίζοντας τα σχέδια να καταστραφούν κατά το ψήσιμο. Η τεχνική αυτή επέζησε μέχρι τη μεταβυζαντινή περίοδο και οι παραδοσιακοί αγγειοπλάστες την χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα. Ξέρουμε ότι τον 19ο αιώνα αγγεία παρόμοια με αυτό του σχ. 19 από το Διδυμότειχο, είναι αγγεία που έφεραν μοτίβα γραμμικά και κίτρινο λούστρο. Δύο κανάτες (πήλινες) με στόμιο τριφυλλιού (τριφυλλόστομα) συνδέονται με αγγεία που βρέθηκαν στο Τσανάκκαλε, τα οποία φέρουν ανάγλυφους ρόδακες και πλούσια πολύχρωμη διακόσμηση εξωτερικά. Το κομμάτι του λαιμού παρόμοιας κανάτας, ημιτελές με ολίσθηση δίχως εφυάλωση, αποτελεί επαρκής απόδειξη, ότι αγγεία αυτού του τύπου κατασκευάστηκαν στο Διδυμότειχο».
3. «Τα κεραμικά που βρέθηκαν στα κελάρια του Διδυμοτείχου, σε σύγκριση με κεραμικά της ίδιας περιόδου από άλλες τοποθεσίες της Βόρειας Ελλάδας (Θεσσαλονίκη, Βέροια, Σέρρες, Καβάλα, Χαλκιδική) εντυπωσιάζουν με την καλή τους ποιότητα. Πως όμως μπορούμε να εντοπίσουμε τον τόπο κατασκευής τους; Θα ήταν πολύ δύσκολο να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα αν δεν βρίσκαμε στο ίδιο το Διδυμότειχο δύο κεραμικούς κλιβάνους (φούρνους) και τα κατάλοιπα ενός εργαστηρίου, λίγα μέτρα έξω από τον περίβολο του κάστρου, στην λεγόμενη «έξω συνοικία» ή «κάτω πόλις». Ένα ανοχύρωτο σημείο, το οποίο ονομαζόταν «μπούρκος» ή «εμπόριον», όπου ζούσαν αγρότες και τεχνίτες κατά τη Βυζαντινή εποχή. Οι δύο φούρνοι βρέθηκαν στα 3,60μ. κάτω από το σημερινό έδαφος μερικώς κατεστραμμένοι και επιχωματωμένοι. Ακουμπούν σχεδόν απευθείας στον βράχο. Οι τοίχοι τους, κατασκευασμένοι από ακατέργαστα τούβλα (0,20Χ0,11Χ0,09 μ.) σώζονται σε ύψος 1,50 μ. Οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι τους ήταν καλυμμένοι με στρώμα πηλού (0,15 μ.), το οποίο υπό τη δράση της φωτιάς έγινε σκληρό και μαύρο. Τα ίχνη της αρχής ενός δαπέδου με τρύπα διακρίνονται μόλις 0,60 μ. πάνω από το επίπεδο του καλυμμένου με κονίαμα εδάφους, το τελευταίο καλύπτεται με ένα στρώμα πηλού και στάχτης. Τα καμίνια, με εξαίρεση μερικά θραύσματα, ήταν άδεια τη στιγμή της καταστροφής τους. Λίγα μέτρα πιο πέρα βρήκαμε υπολείμματα κεραμικού υλικού, που συμβάλλει ουσιαστικά στη γνώση της μεταβυζαντινής κεραμικής του Διδυμοτείχου. Αυτό το σύνολο περιείχε θραύσματα, ανοιχτά βάζα, βαθιά ή ρηχά, με βάση οκλαδόν και χείλη».
4. «Οι φούρνοι του Διδυμοτείχου, με βάση τα παλιά σίδερα και τα όστρακα που βρέθηκαν στο εσωτερικό τους, είναι πιο πρόσφατοι και χρονολογούνται μόνο στα τέλη της μεταβυζαντινής περιόδου (αρχές 19ου αιώνα). Το όφελος της μέχρι τώρα (το έτος 1980) αρχαιολογικής έρευνας στο Διδυμότειχο είναι, ότι εκτός από την παρουσία μεσαιωνικών κελαριών, γνωρίζουμε ότι η ιστορική αυτή πόλη ήταν κέντρο μεταβυζαντινής κεραμικής παραγωγής. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέφτηκε εκεί τον 17ο αιώνα, περιγράφει με θαυμασμό τα πήλινα αγγεία και τα 200 κεραμικά εργαστήρια της πόλης. Αυτό το βιοτεχνικό επάγγελμα, εξακολουθούσε να ασκείται μέχρι τη δεκαετία του 1950 στο Διδυμότειχο με εξαιρετική ποιότητα και έντονη δραστηριότητα. Κάποιοι κάτοικοι θυμούνται ακόμη ξεκάθαρα, ότι βάρκες ανέβαιναν την πορεία του Έβρου μέχρι το Διδυμότειχο για φόρτωση και εμπορία κεραμικών προϊόντων».
Κατά την εποχή της Οθωμανοκρατίας ένα από τα ισχυρότερα, αν όχι το ισχυρότερο σινάφι/ρουφέτι του Διδυμοτείχου ήταν αυτό των αγγειοπλαστών/κεραμοποιών. Ως προστάτη άγιο τους είχαν τον άγιο Σπυρίδωνα, ο οποίος κατά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, προκειμένου να υποστηρίξει την Τριαδικότητα του Θεού έκανε ένα θαύμα στηριζόμενος στα συστατικά ενός κεραμιδιού (το οποίο αποτελείται από χώμα, νερό και φωτιά). Έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως δύο από τις τρείς εικόνες του Αγίου Σπυρίδωνα που υπάρχουν στους τρεις μεταβυζαντινού ναούς του Διδυμοτείχου, αποτελούν αφιερώματα των αγγειοπλαστών. Συγκεκριμένα στο ναό του Αγίου Αθανασίου στο τέμπλο υπάρχει εικόνα του αγίου, όπου στο κάτω μέρος της διακρίνεται η αφιερωματική επιγραφή: ΤΩΝ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΙΣΝΑΦΙΩΝ ΓΕΜΕΝΕΤΖΙΔΩΝ ΚΑΙ ΤΖΑΝΑΚΤΖΗΔΩΝ 1837. Τζανακτζίδες ήταν οι ποιοτικοί κατασκευαστές αγγείων, καθώς τις πιο απλές κατασκευές τις παρείχαν οι μπαρδακτζήδες. Οι Γεμενετζίδες ήταν οι υποδηματοποιοί, ένα επίσης ισχυρό και πολυμελές συνάφι της πόλης. Στο ναό της Κοίμηση Θεοτόκου στην εικόνα του αγίου βλέπουμε την επιγραφή: ΑΦΙΕΡΩΘΗ ΖΩΓΡΑΦΗΣΘΕΙΣΑ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΕΙΚΟΝ ΔΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΥ ΡΟΥΦΕΤΙΟΥ ΤΩΝ ΚΕΡΑΜΙΔΑΔΩΝ. Εν έτει 1845 χειρ ΔΜ.
Ο Δρ. Θανάσης Γουρίδης αναφέρει ότι: «Η παράδοση θέλει τους χριστιανούς που σφάχτηκαν στην πόλη τον Απρίλιο του 1821 να είναι τόσοι πολλοί, αλλά και τις καταστροφές που υπέστη αυτή από το φανατισμένο όχλο τόσο εκτεταμένες, ώστε από τότε να χρονολογείται η κατάπτωση των δύο σημαντικότερων "βιομηχανιών" της πόλης, της αγγειοπλαστικής και της μεταξουργίας».
Παρά το πλήγμα που δέχθηκαν οι αγγειοπλάστες του Διδυμοτείχου το 1821, βλέπουμε πως λίγα χρόνια αργότερα, και πιο συγκεκριμένα το 1829, κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, υπάρχουν οι αναφορές για την παραγωγή ποιοτικών πήλινων αγγείων στην πόλη, από δύο Γάλλους αξιωματούχους του Ρωσικού στρατού (που κατέλαβε το Διδυμότειχο στις 10 Αυγούστου 1829), του Κ. Σαϊγκέρ (C. Sayger), ο οποίος ήταν ιστορικός και τοπογράφος και του Συνταγματάρχη Γκ. Ενεχόλμ (G. Eneholm). Ο πρώτος αναφέρει ότι: «Τα κύρια είδη εξαγωγής είναι καπνός υψηλής ποιότητας, πήλινα αγγεία πολύ εκλεκτών μορφών και εξαιρετικά όμορφα αγγεία, με μεγάλη ζήτηση στην Κωνσταντινούπολη και στην Ασία, όπου αποστέλλονται μέσω της Σμύρνης», και ο δεύτερος: «Οι κάτοικοι του Διδυμοτείχου στέλνουν μέσω της Αίνου στην Σμύρνη, σημαντικές ποσότητες καπνού και πήλινων αγγείων, τα οποία θεωρούνται τα καλύτερα σε όλη την Ευρωπαϊκή Τουρκία. Ακόμα και (πήλινα) από τα εργαστήρια του Μαρόκου δεν έχουν τέτοια εκτίμηση».
Ο αείμνηστος δάσκαλος Θεοχάρης Βολάνιος γράφει για τους αγγειοπλάστες του Διδυμοτείχου τα εξής: «Τα περισσότερα αγειοπλαστεία βρισκόταν δίπλα στον Ερυθροπόταμο, εκεί που κάποτε ήταν τα πηγαδάκια, κοντά στην Αγία Μαρίνα. Υπήρχαν όμως και αρκετά στο κέντρο της πόλης, μέσα στον Καλέ, αλλά και στο χώρο που είναι σήμερα τα διδακτήρια της Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης. Τα προϊόντα της αγγειοπλαστικής πουλιόταν σε όλες τις Θρακικές πόλεις και είχαν καλή φήμη, όχι μόνο για την τεχνική τους κατασκευή μα κυρίως για την αντοχή τους. Η ανθεκτικότητα και στερεότητα των αγγείων οφειλόταν, όχι μόνο στο καλό ψήσιμο αλλά κυρίως στο κατάλληλο χώμα που μόνο στην περιοχή του Διδυμοτείχου υπήρχε». Σύμφωνα με πληροφορία του κ. Παντελή Αθανασιάδη, ο τελευταίος γνωστός αγγειοπλάστης του Διδυμοτείχου ήταν ο Χρήστος Αυγίδης, μέλος της γνωστής οικογενείας της πόλης.
Κλείνοντας θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι με τις ανασκαφικές εργασίες που έγιναν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Έβρου στον λόφο του κάστρου του Διδυμοτείχου (από τον Ιούνιο του 2021 έως τον Νοέμβριο του 2023), ανακαλύφθηκαν διάφορα θραύσματα αγγείων, καθώς και κάποια σχεδόν πλήρες σχήματος. Μετά από τις εργασίες συντήρησης και συναρμολόγησης των θραυσμάτων, τα αγγεία φωτογραφήθηκαν και δημιουργήθηκε στο Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου μία φωτογραφική έκθεση με τα πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα. Αξίζει να το επισκεφθούμε, όπως βεβαίως αξίζει να αναβιώσει και πάλι μετά από πολλές δεκαετίες η αγγειοπλαστική τέχνη στο Διδυμότειχο!!!
Βιβλιογραφία - Πηγές:
Η αγγειοπλαστική και η κεραμική θεωρούνται από τις παλαιότερες τέχνες που ασχολήθηκε ο άνθρωπος. Αφορούν τη δημιουργία δοχείων, καθώς και άλλων κατασκευών (οικιακά σκεύη, ειδώλια, κεραμίδια κλπ) από πηλό, ο οποίος ψήνεται σε υψηλές θερμοκρασίες. Με την εξέλιξη των αιώνων η αγγειοπλαστική σημείωσε προόδους, ως προς την κατασκευή και ιδιαιτέρως ως προς την διακόσμηση των αγγείων με χρώματα και διάφορες αγγειογραφίες.
Στο Διδυμότειχο, συναντάμε ίχνη κεραμικής και αγγειοπλαστικής από τη νεολιθική εποχή (5.000 π.Χ.), και για πολλούς αιώνες υπήρξε η "βαριά βιομηχανία" της περιοχής, γεγονός που αποδεικνύεται από τα πάρα πολλά κεραμικά ευρήματα και αγγεία που ανακαλύφθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς βεβαίως και από τις ιστορικές πηγές.
Πήλινα αγγεία στο Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου |
Με τα πήλινα αγγεία σχετίζεται και ένα παλιό έθιμο του Διδυμοτείχου που λάμβανε χώρα την 1η Μαρτίου κάθε έτους, δηλαδή στην αρχή της άνοιξης. Το ανοιξιάτικο αυτό έθιμο, το οποίο σταμάτησε να πραγματοποιείται ως μια παλλαϊκή εκδήλωση κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, μας το διασώζει ο αείμνηστος δάσκαλος του Διδυμοτείχου Δημήτριος Μανάκας, ο οποίος το συμπεριέλαβε σε έρευνά του, που αφορούσε τα Λαογραφικά του Διδυμοτείχου, με τίτλο «1η Μαρτίου», αναφέροντας τα εξής:
«Ενθυμούμαι ακόμη τον κρότον των θρυμμτιζομένων (σπασμένων), έμπροσθεν των οικιών πήλινων αγγείων (τσουκαλιών κ.τ.λ.) υπό των νοικοκυρών κατά την 1ην Μαρτίου εκάστου έτους. Αφ εσπέρας ητοίμαζον τα αγγεία ταύτα πλήρη ύδατος, άχρηστα ή χρησιμοποιηθέντα καθ’ όλην την διάρκειαν του χειμώνος και την πρωίαν κατά τα εξημερώματα τα έσπαζαν εις τα κατώφλια των εξωθυρών, ίνα το επερχόμενον έτος και η άνοιξις αποβούν ευνοϊκά και προσοδοφόρα δια την οικογένειαν. Αι δε υποθέσεις των (να) τρέχουν όπως έτρεξε το νερό που περιείχετο εις το θρυματισθέν δοχείον. Δεν ενθυμούμαι οικογένειαν μη προβαίνουσαν εις το μοιρολατρικόν τούτο έθιμον, το οποίον υπονοούσε της είσοδον του ανθρώπου εις νέαν ζωήν, αφυπνιζομένου εκ του ληθάργου του χειμώνος. Εσυμβόλιζεν επίσης τον εξαγνισμόν του ανθρώπου υποπεσόντος λόγω απραξίας κατά την διάρκειαν του χειμώνος, εις αμαρτίας, και την δημιουργίαν νέου ανθρώπου, όπως καινούργια θα είναι και τα αγοραζόμενα νέα αγγεία. Και του εθίμου τούτου, κακή χρήσις υπό κακοβούλων ατόμων εγίνετο. Εάν τις είχε προηγούμενα κατά μιάς οικογενείας, προς εκδίκησιν αυτής, μετέβαινεν εις την οικίαν το μεσονύκτιον και εθρυμμάτιζε πήλινον αγγείον περιέχον στάκτην. Η δυστυχής τότε οικογένεια κατηράτο τον δράστην και έκλαιεν απαρηγόρητα, διότι το καλοκαίρι εκείνο θα ήτο άγονον δι’ αυτήν και αι υποθέσεις της δεν θα έρρεον, διότι η στάκτη δεν ρέει. Εις άλλα μέρη της Θράκης κατά τον θρυμματισμόν την 1ην Μαρτίου των πήλινων αγγείων αναφωνούν: «Έξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα υγεία και χαρά». Και το έθιμον τούτο εξέλειπε μετά το 1912».
Να επισημάνουμε, ότι κατά το 1912 άρχισε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος, το επόμενο έτος συνεχίστηκαν οι πόλεμοι με τον Β΄ Βαλκανικό, όπου και στα δύο αυτά χρόνια, στο Διδυμότειχο υπήρξαν μεγάλες καταστροφές και πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από Βουλγάρους και Τούρκους. Ακολούθως από το 1914 έως το 1918 διεξήχθη ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, όπου το Διδυμότειχο παραχωρήθηκε στους Βουλγάρους, οι οποίοι καταδυνάστευσαν τον τοπικό πληθυσμό. Το 1919 είχαμε την Μικρασιατική εκστρατεία, το 1920 την απελευθέρωση και ενσωμάτωση της Θράκης στην Ελλάδα και το 1922 την Μικρασιατική καταστροφή και την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, με άμεση συνέπεια την εγκατάσταση στο Διδυμότειχο προσφυγικών πληθυσμών, κυρίως από την Ανατολική Θράκη. Όπως βλέπουμε από τη συνοπτική αυτή αναφορά, μέσα σε δέκα χρόνια, από το 1912 έως το 1922 συνέβησαν πολλά τραγικά γεγονότα με αποτέλεσμα να μειωθεί ο πληθυσμός του Διδυμοτείχου, να συμβούν πολλές καταστροφές στην πόλη, αλλά και στην περιφέρειά της, και κατά συνέπεια να παραδοθούν στη λήθη πολλά ήθη και έθιμα, που χαρακτήριζαν την πολιτιστική και λαογραφική κουλτούρα της περιοχής μας για αιώνες.
Παρά τις δύσκολες εποχές, σύμφωνα με μαρτυρία του κ. Παντελή Αθανασίαδη το έθιμο αυτό διατηρήθηκε με πολύ μικρότερη συμμετοχή των ανθρώπων, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Αναφορικά με το σπάσιμο των αγγείων ως έθιμο, θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι το συναντάμε από την αρχαία Ελλάδα σε ταφικές και θρησκευτικές τελετουργίες. Προφανώς και το έθιμο που περιγράφει ο Μανάκας στο Διδυμότειχο να έχει πολύ βαθιές ρίζες στον χρόνο, καθώς και πλούσια λαογραφικά και μοιρολατρικά νοήματα, βασιζόμενο (όπως αναφέρει και ο ίδιος), εν πρώτοις στην αναγέννηση της φύσης, και στην προσδοκία για μία γόνιμη και προσοδοφόρα περίοδο για τους ανθρώπους, μετά το πέρας της βαρυχειμωνιάς (πνευματικά και επαγγελματικά) και εν δευτέροις στην διαχρονική πλούσια παραγωγή αγγείων και κεραμικών στην περιοχή μας. Ειδικότερα ως έθιμο κατά την πρώτη ημέρα της άνοιξης, σύμφωνα με την αναφορά του Μανάκα, πραγματοποιούνταν και σε άλλα μέρη της Θράκης (προφανώς πέραν της Δυτικής, στην Βόρεια και στην Ανατολική Θράκη), γεγονός που μπορεί να αποτελέσει έρευνα και μελέτη προς επίρρωση από τους λαογράφους, καθώς σε περίπτωση που γινόταν μόνο στο Διδυμότειχο, τότε αποτελεί ένα ιδιαίτερο και μοναδικό έθιμο της Καστροπολιτείας μας.
Γενικότερα στην Ελλάδα, η πιο γνωστή περίπτωση εθίμου που σχετίζεται με τη θραύση πήλινων αγγείων είναι αυτή της Κέρκυρας, όπου το Μεγάλο Σάββατο γίνεται το σπάσιμο των "Μπότιδων", δηλαδή των πήλινων κανατιών. Με μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο εντόπισα την αναβίωση ανάλογου εθίμου με αυτό που περιγράφει ο Μανάκας στο Διδυμότειχο, στο νησί της Σύρου: «Θραύση πήλινων σκευών πραγματοποιείται την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου, συμβολικά, για να διώξουν τα κρύα του Μαρτίου. Το σπάσιμο των πήλινων είναι ένα παλιό έθιμο, πάνω από 100 χρόνων, που γινόταν στην Άνω Σύρο, το Κίνι και τον Γαλησσά, για να ξορκίσουν τα κρύα του Μαρτίου που ξεκινάει την επόμενη μέρα, "να του σπάσουν τον τσαμπουκά", όπως έλεγαν, για να μην τους γδάρει με κρύα και χιόνια».
Είδη αγγειοπλαστικής στο Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου |
Όπως προαναφέραμε η αγγειοπλαστική αποτέλεσε τη βαριά βιομηχανία του Διδυμοτείχου και είναι συνυφασμένη με την περιοχή για πολλές χιλιετίες, το γεγονός αυτό επαληθεύεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή μας. Τα κεραμικά προϊόντα του Διδυμοτείχου μεταφερόταν μέσω του ποταμού Έβρου προς το Αιγαίο Πέλαγος και κατέληγαν, δίχως υπερβολή, σε όλες τις περιοχές που βρέχονται από την Μεσόγειο θάλασσα.
Ειδικότερα στο λόφο της Αγίας Πέτρας / Αρχαίας Πλωτινόπολης τα ευρήματα φθάνουν στο 5.000 π.Χ. Από το κείμενο του αρχαιολόγου κ. Ματθαίου Κουτσουμανή "Πλωτινόπολη το Χρονικό της έρευνας" αντλούμε τις παρακάτω πληροφορίες: «Τέλος, στη περιοχή της ΝΑ γωνίας της τομής και σε βάθος 4,80 μ. από την επιφάνεια του εδάφους αποκαλύφτηκαν πασσολότρυπες από κτίρια προϊστορικών χρόνων. Πρόκειται συνολικά για 35 πασσαλότρυπες. Βρίσκονται σε ευθύγραμμη διάταξη σε δύο παράλληλες σειρές, ενώ η τελευταία προς τα δυτικά βρίσκεται στο κέντρο και έχει μεγαλύτερη διάμετρο από τις προηγούμενες. Το στρώμα αυτό από την κεραμική που συλλέχθηκε χρονολογείται στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο (5η χιλιετία π.Χ.). Είναι πλέον σίγουρο ότι υπήρχε κάποιος οργανωμένος νεολιθικός οικισμός επάνω στον οποίο ιδρύθηκε η πόλη των κατοπινών χρόνων.
Μετά την ανασκαφή του προϊστορικού στρώματος άρχισε να αποκαλύπτεται ο φυσικός βράχος. Η δε έρευνά του αείμνηστου αρχαιολόγου Γεώργιου Μπακαλάκη στην Πλωτινόπολη έδωσε νέες διαστάσεις στη μελέτη της αρχαίας πόλης. Η ανεύρεση εκτός της ρωμαϊκής και υστερορωμαϊκής κεραμικής και χειροποίητης (εγχώριας), καθώς και ελληνικής (κλασικών χρόνων) κεραμικής στην ίδια θέση, προϋποθέτει την παρουσία θρακικού πληθυσμού και Ελλήνων στα προχριστιανικά χρόνια. Με άλλα λόγια ο Τραϊανός επανίδρυσε την πόλη (Πλωτινόπολη) στη θέση μιας παλιότερης, μάλλον θρακικής, της οποίας το όνομα αγνοούμε». Και σε ένα άλλο σημείο του κειμένου ο κ. Κουτσουμανής λαμβάνοντας υπόψη αρχαιολογικά δεδομένα του χώρου αναφέρει τα εξής: «Τα παραπάνω στοιχεία μάς οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο χώρος αυτός ίσως να χρησιμοποιήθηκε, κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ως εργαστήρι κεραμικής».
Νεολιθική κεραμική συναντάμε και στο σπήλαιο Βούβα, δυτικά του Διδυμοτείχου, όπου ο αείμνηστος αρχαιολόγος Γεώργιος Μπακαλάκης: «είχε βρει κεραμική από τη νεολιθική περίοδο (4η χιλιετία π.Χ.), τις εποχές του Χαλκού και του Σιδήρου, αλλά και τους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους. Η εύρεση εντός μεγάλων σπηλαίων της περιοχής κεραμικών οστράκων και λοιπών ευρημάτων από τους προϊστορικούς και, σε κάποιες περιπτώσεις, και τους ιστορικούς χρόνους προσθέτει σημαντικά στη χαρτογράφηση της τοπογραφίας των προχριστιανικών αιώνων». Επίσης κεραμικά ευρήματα νεολιθικής περιόδου βρέθηκαν και στον ταφικό τύμβο της Θυρέας, βόρεια του Διδυμοτείχου, όπου: «Εντοπίστηκαν είκοσι επτά λάκκοι της νεότερης νεολιθικής (5η χιλιετία), οι οποίοι απέδωσαν άφθονη κεραμική. Παρά το γεγονός ότι η μελέτη της κεραμικής βρίσκεται σε αρχικό στάδιο τα αγγεία των λάκκων παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με αντίστοιχα παραδείγματα από την Παραδημή (οικισμός του Ν. Ροδόπης) και το Asagi Pinar (στην Ανατολική Θράκη). Πρόκειται κυρίως για αγγεία με μαύρη και κοκκινωπή στιλβωμένη επιφάνεια, όπως τροπιδωτά, μεγάλα πιθοειδή, πινάκια και διάφορα άλλα ανοιχτά αγγεία».
Στον απέναντι λόφο από την Αγία Πέτρα, στον λόφο όπου συναντάμε το Βυζαντινό Κάστρο του Διδυμοτείχου και είναι γνωστός ως λόφος του Καλέ, αν και δεν έγιναν πολλές ανασκαφικές έρευνες, υπήρξαν νεολιθικά ευρήματα κεραμικής, καθώς και άλλων χρονολογικών περιόδων. Ο Δρ. Θανάσης Γουρίδης Πολ. Μηχανικός και Αρχαιολόγος αναφέρει τα εξής: «Στον λόφο του Καλέ ευρήματα, όπως εγχάρακτα όστρακα και λίθινα εργαλεία, φόλιδες, λεπίδες, πελέκεις μικρών διαστάσεων, σμίλες κ.λ.π., αναδεικνύουν ως πιθανή την ύπαρξη οικισμού κατά τη νεολιθική περίοδο. Ο αριθμός των ευρημάτων αυξάνεται εντυπωσιακά όσο προχωρά η αρχαιολογική έρευνα, κάτι που δηλώνει ότι δεν λείπουν οι χώροι αλλά η προσέγγιση του πεδίου. Κατά τις αρχαιολογικές έρευνες των ετών 1989-1991 αποκαλύφθηκαν στον λόφο του Καλέ ανασκαφικά στρώματα της πρώιμης Εποχής Σιδήρου (11ος - 7ος π.Χ. αι.), που έφθαναν μέχρι τον βράχο, από τη μέσα πλευρά των τειχών. Βρέθηκε η χαρακτηριστική χειροποίητη, συνήθως μαύρη, έντονα στιλβωτή κεραμική από πηλό με λεπτές προσμίξεις, κάποτε διακοσμημένη με εμπίεστα η πλαστικά επίθετα στοιχεία, "νυχιές" και χαράξεις, όπως και σπαράγματα πήλινων τοιχωμάτων από καλύβες, που έφεραν τα αποτυπώματα των καλαμιών των σκελετών τους».
Η ύπαρξη κεραμικής στον λόφο του κάστρου συνεχίζει και κατά τους μεταχριστιανικούς αιώνες: «Από την κεραμική ξεχωρίζουν η υστερορωμαϊκή και παλαιοχριστιανική με ραβδώσεις, η υστεροβυζαντινή εφυαλωμένη, με κίτρινο κατά κανόνα ή σπανιότερα πράσινο χρώμα, συχνά με εγχάρακτο γραμμικό διάκοσμο, συνήθως με επίθετο καφέ χρώμα στις περιοχές της χάραξης και σπανιότερα κάποιο μοτίβο στο εσωτερικό, όπως δράκοντα, άνθρωπο ή πτηνό. Η ύπαρξη εργαστηρίων παραγωγής κεραμικής υψηλής ποιότητας ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους στο Διδυμότειχο πρέπει να θεωρείται ως βέβαιη. Άφθονη είναι η μεταβυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική, κυρίως τοπικής παραγωγής, όπου το πράσινο είναι το χρώμα που κυριαρχεί, ενώ ακόμη ξεχωρίζουν οι πήλινες ¨άλικες¨ πίπες και οι τριποδίσκοι ψησίματος, με ελαφρά ανάγλυφα μοτίβα επάνω τους. Από την άλλη, η κοινή, δίχως εφυάλωση κεραμική, τα "τσουκαλολάγηνα", συνιστά το μεγαλύτερο ποσοστό των βυζαντινών και μεταβυζαντινών αγγείων, με χρήσεις όπως μαγειρικά σκεύη, δοχεία μεταφοράς κ.λ.π.».
Η κεραμική τέχνη στο Διδυμότειχο από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου |
Από τη μελέτη του αρχαιολόγου Χαράλαμπου Μπακιρτζή Ch. Bakirtzis, Didymoteichon: Un Centre de Ceramique Post-Byzantine, που αφορά έρευνα που διεξήχθη το 1980, αντλούμε πολλά στοιχεία για τη μεταβυζαντινή κεραμική στον λόφο του κάστρου στο Διδυμότειχο, από την υπόψη μελέτη παραθέτουμε τέσσερα χαρακτηριστικά αποσπάσματα (τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν από τα Γαλλικά στα Ελληνικά μέσω της εφαρμογής translate.google.com, και όπου χρειάστηκε εντάχθηκαν επεξηγήσεις και σχόλια εντός παρενθέσεων):
1. «Τα κεραμικά κομμάτια που βρέθηκαν εκτείνονται σε μεγάλη χρονική περίοδο, από την μεταβυζαντινή έως την σύγχρονη εποχή. Τα παλαιότερα όστρακα (θραύσματα αγγείων) δεν μπορούν να χρονολογηθούν πριν από την υστεροβυζαντινή περίοδο, επομένως έχουμε ενδείξεις, ότι η εγκατάλειψη και η επίχωση αυτών των κοιλοτήτων - λαξεύσεων (εννοεί τα λαξευμένα υπόσκαφα σπήλαια στον λόφο του κάστρου) ξεκίνησε από εκείνη την εποχή. Τα περισσότερα από τα ολόκληρα αγγεία ή θραύσματα που συγκεντρώθηκαν σε αυτά τα κελάρια είναι σε καθημερινή χρήση και δεν φέρουν ούτε γλάσο ούτε διακόσμηση. Μόνο ορισμένα όστρακα, χείλη και καπάκια βάζων φέρουν διακόσμηση, η οποία αποτυπώθηκε με μήτρα: φύλλα ή μικρά αστέρια. Αυτή η διακόσμηση των αγγείων, που πραγματοποιείται με μήτρες στον πηλό πριν το ψήσιμό τους, είναι χαρακτηριστικό της μεταβυζαντινής περιόδου. Η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν μέχρι και την δεκαετία του 1970 από τους αγγειοπλάστες του χωριού Μεταξάδες, δυτικά του Διδυμοτείχου (το χωριό Μεταξάδες χαρακτηριζόταν από μία διαχρονική παράδοση στην αγγειοπλαστική τέχνη). Μια άλλη ομάδα αγγείων, πολυάριθμα όπως τα προηγούμενα και χαρακτηρισμένα με μεγάλη ποικιλία σχημάτων, φέρουν ένα ημιδιαφανές λαδοπράσινο γλάσο. Τα αγγεία αυτού του τύπου είναι είτε ανοιχτά με ανασηκωμένους κύκλους ή άλλο σχέδιο στο κέντρο, είτε κλειστά και τα βρίσκουμε σε διάφορα μεγέθη. Υπάρχουν επίσης λάμπες λαδιού με ψηλά ή χαμηλά πόδια, καθώς και οικιακά σκεύη. Μία βάση αγγείου που φέρει εγχάρακτο σχέδιο δικέφαλου αετού και είναι βαμμένη με καφέ και πράσινο χρώμα κάτω από κιτρινωπό λούστρο, προέρχεται από το κάτω στρώμα της επίχωσης μιας δεξαμενής. Η διακόσμηση sgraffito (διακοσμητική τεχνική) ήταν πολύ διαδεδομένη στις αρχές της μεταβυζαντινής περιόδου και επιβίωσε μέχρι το τέλος της».
Κεραμικά πιάτα μεταβυζαντινής εποχής που βρέθηκαν στο λόφο του Κάστρου Διδυμοτείχου |
2. «Η διακόσμηση με ολίσθηση (ειδική τεχνική, γνωστή ως ζωγραφική με ολίσθηση), ήταν ήδη γνωστή από τη βυζαντινή εποχή, και βεβαίως τη συναντάμε και στο Διδυμότειχο. Αυτή η τεχνική δεν συνίσταται στη χάραξη ή τη ζωγραφική μοτίβων στην επιφάνεια των αγγείων, αλλά στη σχεδίαση με την ολίσθηση απευθείας στον ημίρευστο πηλό, ο οποίος αναμειγνυόταν με χρώματα, εμποδίζοντας τα σχέδια να καταστραφούν κατά το ψήσιμο. Η τεχνική αυτή επέζησε μέχρι τη μεταβυζαντινή περίοδο και οι παραδοσιακοί αγγειοπλάστες την χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα. Ξέρουμε ότι τον 19ο αιώνα αγγεία παρόμοια με αυτό του σχ. 19 από το Διδυμότειχο, είναι αγγεία που έφεραν μοτίβα γραμμικά και κίτρινο λούστρο. Δύο κανάτες (πήλινες) με στόμιο τριφυλλιού (τριφυλλόστομα) συνδέονται με αγγεία που βρέθηκαν στο Τσανάκκαλε, τα οποία φέρουν ανάγλυφους ρόδακες και πλούσια πολύχρωμη διακόσμηση εξωτερικά. Το κομμάτι του λαιμού παρόμοιας κανάτας, ημιτελές με ολίσθηση δίχως εφυάλωση, αποτελεί επαρκής απόδειξη, ότι αγγεία αυτού του τύπου κατασκευάστηκαν στο Διδυμότειχο».
Θραύσμα ημιτελούς πιάτου μεταβυζαντινής εποχής |
3. «Τα κεραμικά που βρέθηκαν στα κελάρια του Διδυμοτείχου, σε σύγκριση με κεραμικά της ίδιας περιόδου από άλλες τοποθεσίες της Βόρειας Ελλάδας (Θεσσαλονίκη, Βέροια, Σέρρες, Καβάλα, Χαλκιδική) εντυπωσιάζουν με την καλή τους ποιότητα. Πως όμως μπορούμε να εντοπίσουμε τον τόπο κατασκευής τους; Θα ήταν πολύ δύσκολο να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα αν δεν βρίσκαμε στο ίδιο το Διδυμότειχο δύο κεραμικούς κλιβάνους (φούρνους) και τα κατάλοιπα ενός εργαστηρίου, λίγα μέτρα έξω από τον περίβολο του κάστρου, στην λεγόμενη «έξω συνοικία» ή «κάτω πόλις». Ένα ανοχύρωτο σημείο, το οποίο ονομαζόταν «μπούρκος» ή «εμπόριον», όπου ζούσαν αγρότες και τεχνίτες κατά τη Βυζαντινή εποχή. Οι δύο φούρνοι βρέθηκαν στα 3,60μ. κάτω από το σημερινό έδαφος μερικώς κατεστραμμένοι και επιχωματωμένοι. Ακουμπούν σχεδόν απευθείας στον βράχο. Οι τοίχοι τους, κατασκευασμένοι από ακατέργαστα τούβλα (0,20Χ0,11Χ0,09 μ.) σώζονται σε ύψος 1,50 μ. Οι εξωτερικοί και εσωτερικοί τοίχοι τους ήταν καλυμμένοι με στρώμα πηλού (0,15 μ.), το οποίο υπό τη δράση της φωτιάς έγινε σκληρό και μαύρο. Τα ίχνη της αρχής ενός δαπέδου με τρύπα διακρίνονται μόλις 0,60 μ. πάνω από το επίπεδο του καλυμμένου με κονίαμα εδάφους, το τελευταίο καλύπτεται με ένα στρώμα πηλού και στάχτης. Τα καμίνια, με εξαίρεση μερικά θραύσματα, ήταν άδεια τη στιγμή της καταστροφής τους. Λίγα μέτρα πιο πέρα βρήκαμε υπολείμματα κεραμικού υλικού, που συμβάλλει ουσιαστικά στη γνώση της μεταβυζαντινής κεραμικής του Διδυμοτείχου. Αυτό το σύνολο περιείχε θραύσματα, ανοιχτά βάζα, βαθιά ή ρηχά, με βάση οκλαδόν και χείλη».
Τοποθεσία όπου βρέθηκαν φούρνοι ψησίματος μεταβυζαντινών αγγείων |
4. «Οι φούρνοι του Διδυμοτείχου, με βάση τα παλιά σίδερα και τα όστρακα που βρέθηκαν στο εσωτερικό τους, είναι πιο πρόσφατοι και χρονολογούνται μόνο στα τέλη της μεταβυζαντινής περιόδου (αρχές 19ου αιώνα). Το όφελος της μέχρι τώρα (το έτος 1980) αρχαιολογικής έρευνας στο Διδυμότειχο είναι, ότι εκτός από την παρουσία μεσαιωνικών κελαριών, γνωρίζουμε ότι η ιστορική αυτή πόλη ήταν κέντρο μεταβυζαντινής κεραμικής παραγωγής. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέφτηκε εκεί τον 17ο αιώνα, περιγράφει με θαυμασμό τα πήλινα αγγεία και τα 200 κεραμικά εργαστήρια της πόλης. Αυτό το βιοτεχνικό επάγγελμα, εξακολουθούσε να ασκείται μέχρι τη δεκαετία του 1950 στο Διδυμότειχο με εξαιρετική ποιότητα και έντονη δραστηριότητα. Κάποιοι κάτοικοι θυμούνται ακόμη ξεκάθαρα, ότι βάρκες ανέβαιναν την πορεία του Έβρου μέχρι το Διδυμότειχο για φόρτωση και εμπορία κεραμικών προϊόντων».
Κατά την εποχή της Οθωμανοκρατίας ένα από τα ισχυρότερα, αν όχι το ισχυρότερο σινάφι/ρουφέτι του Διδυμοτείχου ήταν αυτό των αγγειοπλαστών/κεραμοποιών. Ως προστάτη άγιο τους είχαν τον άγιο Σπυρίδωνα, ο οποίος κατά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, προκειμένου να υποστηρίξει την Τριαδικότητα του Θεού έκανε ένα θαύμα στηριζόμενος στα συστατικά ενός κεραμιδιού (το οποίο αποτελείται από χώμα, νερό και φωτιά). Έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως δύο από τις τρείς εικόνες του Αγίου Σπυρίδωνα που υπάρχουν στους τρεις μεταβυζαντινού ναούς του Διδυμοτείχου, αποτελούν αφιερώματα των αγγειοπλαστών. Συγκεκριμένα στο ναό του Αγίου Αθανασίου στο τέμπλο υπάρχει εικόνα του αγίου, όπου στο κάτω μέρος της διακρίνεται η αφιερωματική επιγραφή: ΤΩΝ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΙΣΝΑΦΙΩΝ ΓΕΜΕΝΕΤΖΙΔΩΝ ΚΑΙ ΤΖΑΝΑΚΤΖΗΔΩΝ 1837. Τζανακτζίδες ήταν οι ποιοτικοί κατασκευαστές αγγείων, καθώς τις πιο απλές κατασκευές τις παρείχαν οι μπαρδακτζήδες. Οι Γεμενετζίδες ήταν οι υποδηματοποιοί, ένα επίσης ισχυρό και πολυμελές συνάφι της πόλης. Στο ναό της Κοίμηση Θεοτόκου στην εικόνα του αγίου βλέπουμε την επιγραφή: ΑΦΙΕΡΩΘΗ ΖΩΓΡΑΦΗΣΘΕΙΣΑ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΕΙΚΟΝ ΔΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΥ ΡΟΥΦΕΤΙΟΥ ΤΩΝ ΚΕΡΑΜΙΔΑΔΩΝ. Εν έτει 1845 χειρ ΔΜ.
Ο Δρ. Θανάσης Γουρίδης αναφέρει ότι: «Η παράδοση θέλει τους χριστιανούς που σφάχτηκαν στην πόλη τον Απρίλιο του 1821 να είναι τόσοι πολλοί, αλλά και τις καταστροφές που υπέστη αυτή από το φανατισμένο όχλο τόσο εκτεταμένες, ώστε από τότε να χρονολογείται η κατάπτωση των δύο σημαντικότερων "βιομηχανιών" της πόλης, της αγγειοπλαστικής και της μεταξουργίας».
Παρά το πλήγμα που δέχθηκαν οι αγγειοπλάστες του Διδυμοτείχου το 1821, βλέπουμε πως λίγα χρόνια αργότερα, και πιο συγκεκριμένα το 1829, κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, υπάρχουν οι αναφορές για την παραγωγή ποιοτικών πήλινων αγγείων στην πόλη, από δύο Γάλλους αξιωματούχους του Ρωσικού στρατού (που κατέλαβε το Διδυμότειχο στις 10 Αυγούστου 1829), του Κ. Σαϊγκέρ (C. Sayger), ο οποίος ήταν ιστορικός και τοπογράφος και του Συνταγματάρχη Γκ. Ενεχόλμ (G. Eneholm). Ο πρώτος αναφέρει ότι: «Τα κύρια είδη εξαγωγής είναι καπνός υψηλής ποιότητας, πήλινα αγγεία πολύ εκλεκτών μορφών και εξαιρετικά όμορφα αγγεία, με μεγάλη ζήτηση στην Κωνσταντινούπολη και στην Ασία, όπου αποστέλλονται μέσω της Σμύρνης», και ο δεύτερος: «Οι κάτοικοι του Διδυμοτείχου στέλνουν μέσω της Αίνου στην Σμύρνη, σημαντικές ποσότητες καπνού και πήλινων αγγείων, τα οποία θεωρούνται τα καλύτερα σε όλη την Ευρωπαϊκή Τουρκία. Ακόμα και (πήλινα) από τα εργαστήρια του Μαρόκου δεν έχουν τέτοια εκτίμηση».
Ο αείμνηστος δάσκαλος Θεοχάρης Βολάνιος γράφει για τους αγγειοπλάστες του Διδυμοτείχου τα εξής: «Τα περισσότερα αγειοπλαστεία βρισκόταν δίπλα στον Ερυθροπόταμο, εκεί που κάποτε ήταν τα πηγαδάκια, κοντά στην Αγία Μαρίνα. Υπήρχαν όμως και αρκετά στο κέντρο της πόλης, μέσα στον Καλέ, αλλά και στο χώρο που είναι σήμερα τα διδακτήρια της Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης. Τα προϊόντα της αγγειοπλαστικής πουλιόταν σε όλες τις Θρακικές πόλεις και είχαν καλή φήμη, όχι μόνο για την τεχνική τους κατασκευή μα κυρίως για την αντοχή τους. Η ανθεκτικότητα και στερεότητα των αγγείων οφειλόταν, όχι μόνο στο καλό ψήσιμο αλλά κυρίως στο κατάλληλο χώμα που μόνο στην περιοχή του Διδυμοτείχου υπήρχε». Σύμφωνα με πληροφορία του κ. Παντελή Αθανασιάδη, ο τελευταίος γνωστός αγγειοπλάστης του Διδυμοτείχου ήταν ο Χρήστος Αυγίδης, μέλος της γνωστής οικογενείας της πόλης.
Κλείνοντας θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι με τις ανασκαφικές εργασίες που έγιναν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Έβρου στον λόφο του κάστρου του Διδυμοτείχου (από τον Ιούνιο του 2021 έως τον Νοέμβριο του 2023), ανακαλύφθηκαν διάφορα θραύσματα αγγείων, καθώς και κάποια σχεδόν πλήρες σχήματος. Μετά από τις εργασίες συντήρησης και συναρμολόγησης των θραυσμάτων, τα αγγεία φωτογραφήθηκαν και δημιουργήθηκε στο Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου μία φωτογραφική έκθεση με τα πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα. Αξίζει να το επισκεφθούμε, όπως βεβαίως αξίζει να αναβιώσει και πάλι μετά από πολλές δεκαετίες η αγγειοπλαστική τέχνη στο Διδυμότειχο!!!
Βιβλιογραφία - Πηγές:
- Bakirtzis Ch., Didymoteichon: Un Centre de Ceramique Post-Byzantine, Balakn Studies 21 (1980) σ. 148.
- Γουρίδη Ι. Αθανάσιου, Τα κρυμμένα πρόσωπα του Ιανού - Διδυμότειχο, μία αέναη περιπλάνηση, Δήμος Διδυμοτείχου 2018, σ. 10.
- Θεοχάρη Βολάνιου, Το Διδυμότειχο διά μέσου των αιώνων, Δήμος Διδυμοτείχου 2002, σ. 201.
- Κουτσουμανή Ματθαίου - Αθανασίας Τσόκα - Χρήστου Κεκέ, Η συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας στη Θυρέα και στην Πλωτινόπολη Διδυμοτείχου, www.academia.edu σ. 465.
- Κουτσουμανή Ματθαίου, Πλωτινόπολη το χρονικό της έρευνας από το 1959 έως σήμερα (2015), archaiologia.org.
- Λουίζα Συνδίκα - Λαούρδα & Ευθυμία Γεωργιάδου - Κούντουρα, Ναοί του 19ου αιώνα στο Διδυμότειχο και στο Σουφλί, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 2001, University Studio Press, σ. 35 & 103.
- Μανάκα Δημήτριου, Λαογραφικά, Θρακικά, τόμος 31ος, Εν Αθήναις 1959, σ. 269.
- Σαρσάκη Α. Ιωάννη, Συνοπτική ιστορική αναδρομή στα επαγγέλματα και την επιχειρηματική δραστηριότητα του Διδυμοτείχου, kastropolites.com.
- Σοβαρά Ευάγγελου, Δύο και ένας Γάλλοι στο Διδυμότειχο του 1829, kastropolites.com.
- Το Σπάσιμο των Πήλινων στην Άνω Σύρο, www.syros-agenda.gr.
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω