Συμμετοχή του κ. Κώστα Βαρλαμίτη, Οικονομολόγου και του κ. Βασίλη Τσολακίδη, Βιοαρχιτέκτονα, στο αφιέρωμα του B2Green "Ενέργεια 2024-25".
Στην πρόσφατη Διάσκεψη COP28 στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, περισσότερες από 130 χώρες δεσμεύτηκαν να μεταμορφώσουν ριζικά τον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη με δραστικό περιορισμό ορυκτών καύσιμων, τριπλασιασμό των ΑΠΕ και διπλασιασμό ενεργειακής απόδοσης ως το 2030.
Ο Γενικός Γραμματέας του IRENA, Francesco La Camera, τόνισε στην ομιλία του στην προ μηνός Γενική Συνέλευση του IRENA, ότι η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) μόνο το τελευταίο έτος του 2023 ήταν 473 γιγαβάτ, περισσότερο από ό,τι έχει καταφέρει συνολικά η πυρηνική βιομηχανία τα τελευταία 70 χρόνια.
Ωστόσο πολλοί επιστήμονες και ακτιβιστές τόνισαν στις ομιλίες τους, ότι ούτε αυτοί, οι υψηλοί ρυθμοί, επαρκούν για την επίτευξη του στόχου του τριπλασιασμού των ΑΠΕ έως το 2030, αλλά ούτε και αυτός ο στόχος είναι αρκετός για την προστασία του κλίματος. Αντίθετα η εντεινόμενη κλιματική κρίση απαιτεί καθαρό στόχο 100 % ΑΠΕ το νωρίτερο δυνατό.
Με βάση αυτά τα συμπεράσματα και τα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας, καταθέτουμε ορισμένες σκέψεις ως συμβολή στον δημόσιο διάλογο επί του αναμενόμενου νέου εθνικού ΕΣΕΚ.
Στην χώρα μας από το 2010, (με εξαίρεση 2013-2015), έγιναν ενθαρρυντικά βήματα με ρυθμό ανάπτυξης των ΑΠΕ από τους υψηλότερους στην Ευρώπη και ειδικά με την αξιοποίηση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας έφεραν τη χώρα μας στη πρωτοπορία διεθνώς, καλύπτοντας το 2023 πάνω από 50% του μίγματος κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Αναγκαία η ραγδαία αύξηση του εξηλεκτρισμού της οικονομίας
Ωστόσο η εντυπωσιακή αυτή συμμετοχή των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας συνέβαλε ανεπαίσθητα στον περιορισμό της έντονης Εθνικής εξάρτησης μας από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, εξάρτηση που υπερβαίνει το 75% της συνολικής ετήσιας τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Τούτο συμβαίνει λόγω χαμηλού ποσοστού του εξηλεκτρισμού της Ελληνικής οικονομίας, μόλις πάνω από 25% (δλδ. 4 εκ. ΤΙΠ ΗΕ στα 16 εκ. ΤΙΠ ΑΤΚΕ, ΕΛΣΤΑΤ 2022). Με συνέπεια ακόμη και αν παράγονταν αποκλειστικά από ΑΠΕ το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας, η χώρα θα παραμείνει εξαρτημένη απο εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, που μας κοστίζουν 10 δις Ευρώ σε συνάλλαγμα.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι συνέπεια του επιλεχθέντος μοντέλου ανάπτυξης των ΑΠΕ τα τελευταία χρόνια, που εμφανίζει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
Πρώτο, το μοντέλο αυτό θέλει τις ΑΠΕ σχεδόν αποκλειστικά για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία όπως παραπάνω αναφερθήκαμε διαθέτει αντικειμενικά περιορισμένα όρια απορρόφησης (50 TWh), πράγμα που επιβεβαιώνεται πλέον με τις αναγκαστικές καθημερινές οριζόντιες περικοπές κυρίως των φωτοβολταϊκών πάρκων, με επώδυνες οικονομικές και άλλες συνέπειες.
Δεύτερο, βασίζεται στην υλοποίηση σχετικά λίγων, αλλά μεγάλων επενδύσεων σε τεράστιες ιδιωτικές και δημόσιες εκτάσεις, αντί σε πολλές μικρές μονάδες, διασπαρμένες αρμονικά σε όλη την επικράτεια, δίπλα στην κατανάλωση, στα νοικοκυριά, στις επιχειρήσεις. Οι επενδυτές συνήθως μέλη των ομίλων των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας ή μέλη μεγάλων πολυεθνικών ομίλων και επενδυτικών εταιρειών, έχοντας πρόσβαση σε φτηνή αγορά χρήματος, αξιοποίησαν πλήρως το θετικό νομοθετικό πλαίσιο και επένδυσαν κυρίως σε φωτοβολταϊκά με γρήγορους ρυθμούς, για να δεσμεύσουν πρώτοι τον περιορισμένο ηλεκτρικό χώρο.
Τρίτο, αφήνει στο απυρόβλητο την τεράστια αγορά των εισαγόμενων ρυπογόνων ορυκτών καύσιμων, χωρίς αποτελεσματικές δράσεις και προγράμματα εξοικονόμησης και εξηλεκτρισμού όλων των οικονομικών τομέων, όπου αποδεδειγμένα υπάρχουν ανεξάντλητα περιθώρια (150 TWh), όπως είναι η βιομηχανία και κυρίως οι μεταφορές που καταναλώνουν το 40% της ΑΤΚΕ (5,9 εκ. ΤΙΠ, ΕΛΣΤΑΤ 2022).
Τέταρτο, έλλειψη στρατηγικής συγχρονισμένης ανάπτυξης των ΑΠΕ ταυτόχρονα με έργα προσαρμογής και εκσυγχρονισμού των υποδομών, δικτύων μεταφοράς και διανομής, αποθήκευσης ενέργειας, ενίσχυσης του εξηλεκτρισμού, αλλά και προσαρμογής καταναλωτικών συμπεριφορών στις ανάγκες της πράσινης ενεργειακής μετάβασης. Λόγο αυτής της ανισόρροπης ανάπτυξης δεν αξιοποιείται το τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον που αντικατοπτρίζεται στην πληθώρα ώριμων αδειών ΑΠΕ με ΟΠΣ (15 GW) που δεν μπορούν να κατασκευαστούν λόγο κορεσμού του συστήματος και πολλές δεκάδες GW άλλες άδειες που αναμένουν να λάβουν όρους σύνδεσης.
Φυσικό αέριο και η αποθήκευση CO2 (CCS) τροχοπέδη στην ενεργειακή μετάβαση
Η βιομηχανία ορυκτών πηγών ενέργειας επέβαλε το φυσικό αέριο ως «τεχνολογία γέφυρα» παρεμποδίζοντας την ταχύτητα μετάβασης από τον άνθρακα προς τις ΑΠΕ. Γιατί άραγε δεν μπορούσε να γίνει απευθείας η μετάβαση από τον άνθρακα στις ΑΠΕ; Ο ισχυρισμός ότι η καύση ΦΑ εκπέμπει λιγότερο CO2 από την καύση άνθρακα είναι η μισή αλήθεια, διότι αποσιωπάται η τεράστια ρύπανση που προκαλείται από την συνολική διαδικασία εξόρυξης, μεταφοράς, αποθήκευσης, συμπίεσης κλπ. του ΦΑ, ιδιαίτερα δε του σχιστολιθικού ΦΑ. Τελικά το ΦΑ ως γέφυρα συνιστά μακράν το πιο καταστροφικό για το κλίμα καύσιμο και ο μοναδικός σκοπός της χρήσης του είναι η καθυστέρηση της μετάβασης στην οικονομία χωρίς άνθρακα για δεκαετίες.
Οι ενεργοβόρες και ρυπογόνες βιομηχανίες οφείλουν να χαράξουν μια στρατηγική εξηλεκτρισμού και μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας και ταυτόχρονα αντικατάστασης των ορυκτών καύσιμων με ΑΠΕ. Οι οποιεσδήποτε αναγκαίες δημόσιες επιδοτήσεις στήριξης της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, πρέπει πλέον να συνδέονται αποκλειστικά με αυτή την στρατηγική και όχι με επιδότηση π.χ. της αποθήκευσης CO2, που εκπέμπουν οι ενεργειακά σπάταλες και κοστοβόρες παραγωγικές υποδομές και βιομηχανικές διαδικασίες.
Η πιθανολογούμενη δημόσια στήριξη μιας οικονομίας αποθήκευσης ρύπων CO2 (CCS) θα δημιουργούσε ανυπολόγιστους κινδύνους για τα οικοσυστήματα, την υγεία και το κλίμα. Θα έστριβε την ενεργειακή μετάβαση σε λάθος πορεία, επιτρέποντας την βαριά βιομηχανία να συνεχίσει να ρυπαίνει όπως πριν, αντί να γίνει φιλικότερη για το κλίμα και να αναπτύξει πιο πράσινα και βιώσιμα προϊόντα. Θα «δικαιολογούσε» την περαιτέρω χρήση, ακόμη και την αύξηση των ορυκτών καυσίμων, θα επιβράδυνε την επέκταση των ΑΠΕ και τα έργα εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά και συνολικά την μετάβαση στην πράσινη οικονομία.
Εφικτός ο στόχος για 100 % ΑΠΕ
Συμπερασματικά, πάραυτα ο στόχος 100% ΑΠΕ είναι πλέον εφικτός χάριν της επιστήμης και τεχνολογίας, χρειάζονται όμως επενδύσεις και οι επενδύσεις προϋποθέτουν αξιόπιστο πλαίσιο συνθηκών, ώστε ο κάθε επενδυτής, κυρίως δε ο κάθε καταναλωτής, να μπορεί να παράγει πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, να δικαιούται να την εκχέει στο δίκτυο, αλλά και να λαμβάνει ικανοποιητική αποζημίωση. Χρειαζόμαστε ένα ευέλικτο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, στηριζόμενο σε πολλά αποκεντρωμένα μικρά και μεγάλα συστήματα παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας, χρειαζόμαστε περισσότερο εξηλεκτρισμό της οικονομίας, την ηλεκτροκίνηση, τις αντλίες θερμότητας, κλπ., αλλά και εισαγωγή τεχνολογιών άμεσης χρήσης των ΑΠΕ στην πρωτογενή μορφή τους όπως π.χ. ηλιοθερμικά, βιομεθάνιο, βιομάζα, γεωθερμία κλπ. όπου τα περιθώρια είναι τεράστια και αναξιοποίητα.
Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει και μπορούν πλέον να είναι προσιτές στους καταναλωτές διότι οι ΑΠΕ παράγουν σήμερα ενέργεια με χαμηλότερο κόστος για την εθνική οικονομία από ό,τι τα ορυκτά καύσιμα.
Λόγω του ταχέως μειούμενου κόστους, της ποικιλότητας και της λειτουργικής τους βιωσιμότητας, οι ΑΠΕ προσφέρουν ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό χωρίς την ανάγκη καταφυγής σε νέες καινοτομίες ή επικίνδυνες και επιβλαβείς πυρηνικές και ορυκτές τεχνολογίες. Δεδομένης της ανταγωνιστικότητας των τεχνολογιών ΑΠΕ θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα στην ατζέντα της εθνικής ενεργειακής πολιτικής η πλήρης κατάργηση των ορυκτών καυσίμων και των σχετικών επιδοτήσεων τους, με δίκαιο και ισορροπημένο τρόπο.
Πηγή: b2green.gr
[post_ads]
Ο Γενικός Γραμματέας του IRENA, Francesco La Camera, τόνισε στην ομιλία του στην προ μηνός Γενική Συνέλευση του IRENA, ότι η επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) μόνο το τελευταίο έτος του 2023 ήταν 473 γιγαβάτ, περισσότερο από ό,τι έχει καταφέρει συνολικά η πυρηνική βιομηχανία τα τελευταία 70 χρόνια.
Ωστόσο πολλοί επιστήμονες και ακτιβιστές τόνισαν στις ομιλίες τους, ότι ούτε αυτοί, οι υψηλοί ρυθμοί, επαρκούν για την επίτευξη του στόχου του τριπλασιασμού των ΑΠΕ έως το 2030, αλλά ούτε και αυτός ο στόχος είναι αρκετός για την προστασία του κλίματος. Αντίθετα η εντεινόμενη κλιματική κρίση απαιτεί καθαρό στόχο 100 % ΑΠΕ το νωρίτερο δυνατό.
Με βάση αυτά τα συμπεράσματα και τα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας, καταθέτουμε ορισμένες σκέψεις ως συμβολή στον δημόσιο διάλογο επί του αναμενόμενου νέου εθνικού ΕΣΕΚ.
Στην χώρα μας από το 2010, (με εξαίρεση 2013-2015), έγιναν ενθαρρυντικά βήματα με ρυθμό ανάπτυξης των ΑΠΕ από τους υψηλότερους στην Ευρώπη και ειδικά με την αξιοποίηση της ηλιακής και αιολικής ενέργειας έφεραν τη χώρα μας στη πρωτοπορία διεθνώς, καλύπτοντας το 2023 πάνω από 50% του μίγματος κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Αναγκαία η ραγδαία αύξηση του εξηλεκτρισμού της οικονομίας
Ωστόσο η εντυπωσιακή αυτή συμμετοχή των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας συνέβαλε ανεπαίσθητα στον περιορισμό της έντονης Εθνικής εξάρτησης μας από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, εξάρτηση που υπερβαίνει το 75% της συνολικής ετήσιας τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Τούτο συμβαίνει λόγω χαμηλού ποσοστού του εξηλεκτρισμού της Ελληνικής οικονομίας, μόλις πάνω από 25% (δλδ. 4 εκ. ΤΙΠ ΗΕ στα 16 εκ. ΤΙΠ ΑΤΚΕ, ΕΛΣΤΑΤ 2022). Με συνέπεια ακόμη και αν παράγονταν αποκλειστικά από ΑΠΕ το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας, η χώρα θα παραμείνει εξαρτημένη απο εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, που μας κοστίζουν 10 δις Ευρώ σε συνάλλαγμα.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι συνέπεια του επιλεχθέντος μοντέλου ανάπτυξης των ΑΠΕ τα τελευταία χρόνια, που εμφανίζει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
Πρώτο, το μοντέλο αυτό θέλει τις ΑΠΕ σχεδόν αποκλειστικά για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία όπως παραπάνω αναφερθήκαμε διαθέτει αντικειμενικά περιορισμένα όρια απορρόφησης (50 TWh), πράγμα που επιβεβαιώνεται πλέον με τις αναγκαστικές καθημερινές οριζόντιες περικοπές κυρίως των φωτοβολταϊκών πάρκων, με επώδυνες οικονομικές και άλλες συνέπειες.
Δεύτερο, βασίζεται στην υλοποίηση σχετικά λίγων, αλλά μεγάλων επενδύσεων σε τεράστιες ιδιωτικές και δημόσιες εκτάσεις, αντί σε πολλές μικρές μονάδες, διασπαρμένες αρμονικά σε όλη την επικράτεια, δίπλα στην κατανάλωση, στα νοικοκυριά, στις επιχειρήσεις. Οι επενδυτές συνήθως μέλη των ομίλων των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας ή μέλη μεγάλων πολυεθνικών ομίλων και επενδυτικών εταιρειών, έχοντας πρόσβαση σε φτηνή αγορά χρήματος, αξιοποίησαν πλήρως το θετικό νομοθετικό πλαίσιο και επένδυσαν κυρίως σε φωτοβολταϊκά με γρήγορους ρυθμούς, για να δεσμεύσουν πρώτοι τον περιορισμένο ηλεκτρικό χώρο.
Τρίτο, αφήνει στο απυρόβλητο την τεράστια αγορά των εισαγόμενων ρυπογόνων ορυκτών καύσιμων, χωρίς αποτελεσματικές δράσεις και προγράμματα εξοικονόμησης και εξηλεκτρισμού όλων των οικονομικών τομέων, όπου αποδεδειγμένα υπάρχουν ανεξάντλητα περιθώρια (150 TWh), όπως είναι η βιομηχανία και κυρίως οι μεταφορές που καταναλώνουν το 40% της ΑΤΚΕ (5,9 εκ. ΤΙΠ, ΕΛΣΤΑΤ 2022).
Τέταρτο, έλλειψη στρατηγικής συγχρονισμένης ανάπτυξης των ΑΠΕ ταυτόχρονα με έργα προσαρμογής και εκσυγχρονισμού των υποδομών, δικτύων μεταφοράς και διανομής, αποθήκευσης ενέργειας, ενίσχυσης του εξηλεκτρισμού, αλλά και προσαρμογής καταναλωτικών συμπεριφορών στις ανάγκες της πράσινης ενεργειακής μετάβασης. Λόγο αυτής της ανισόρροπης ανάπτυξης δεν αξιοποιείται το τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον που αντικατοπτρίζεται στην πληθώρα ώριμων αδειών ΑΠΕ με ΟΠΣ (15 GW) που δεν μπορούν να κατασκευαστούν λόγο κορεσμού του συστήματος και πολλές δεκάδες GW άλλες άδειες που αναμένουν να λάβουν όρους σύνδεσης.
Φυσικό αέριο και η αποθήκευση CO2 (CCS) τροχοπέδη στην ενεργειακή μετάβαση
Η βιομηχανία ορυκτών πηγών ενέργειας επέβαλε το φυσικό αέριο ως «τεχνολογία γέφυρα» παρεμποδίζοντας την ταχύτητα μετάβασης από τον άνθρακα προς τις ΑΠΕ. Γιατί άραγε δεν μπορούσε να γίνει απευθείας η μετάβαση από τον άνθρακα στις ΑΠΕ; Ο ισχυρισμός ότι η καύση ΦΑ εκπέμπει λιγότερο CO2 από την καύση άνθρακα είναι η μισή αλήθεια, διότι αποσιωπάται η τεράστια ρύπανση που προκαλείται από την συνολική διαδικασία εξόρυξης, μεταφοράς, αποθήκευσης, συμπίεσης κλπ. του ΦΑ, ιδιαίτερα δε του σχιστολιθικού ΦΑ. Τελικά το ΦΑ ως γέφυρα συνιστά μακράν το πιο καταστροφικό για το κλίμα καύσιμο και ο μοναδικός σκοπός της χρήσης του είναι η καθυστέρηση της μετάβασης στην οικονομία χωρίς άνθρακα για δεκαετίες.
Οι ενεργοβόρες και ρυπογόνες βιομηχανίες οφείλουν να χαράξουν μια στρατηγική εξηλεκτρισμού και μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας και ταυτόχρονα αντικατάστασης των ορυκτών καύσιμων με ΑΠΕ. Οι οποιεσδήποτε αναγκαίες δημόσιες επιδοτήσεις στήριξης της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, πρέπει πλέον να συνδέονται αποκλειστικά με αυτή την στρατηγική και όχι με επιδότηση π.χ. της αποθήκευσης CO2, που εκπέμπουν οι ενεργειακά σπάταλες και κοστοβόρες παραγωγικές υποδομές και βιομηχανικές διαδικασίες.
Η πιθανολογούμενη δημόσια στήριξη μιας οικονομίας αποθήκευσης ρύπων CO2 (CCS) θα δημιουργούσε ανυπολόγιστους κινδύνους για τα οικοσυστήματα, την υγεία και το κλίμα. Θα έστριβε την ενεργειακή μετάβαση σε λάθος πορεία, επιτρέποντας την βαριά βιομηχανία να συνεχίσει να ρυπαίνει όπως πριν, αντί να γίνει φιλικότερη για το κλίμα και να αναπτύξει πιο πράσινα και βιώσιμα προϊόντα. Θα «δικαιολογούσε» την περαιτέρω χρήση, ακόμη και την αύξηση των ορυκτών καυσίμων, θα επιβράδυνε την επέκταση των ΑΠΕ και τα έργα εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά και συνολικά την μετάβαση στην πράσινη οικονομία.
Εφικτός ο στόχος για 100 % ΑΠΕ
Συμπερασματικά, πάραυτα ο στόχος 100% ΑΠΕ είναι πλέον εφικτός χάριν της επιστήμης και τεχνολογίας, χρειάζονται όμως επενδύσεις και οι επενδύσεις προϋποθέτουν αξιόπιστο πλαίσιο συνθηκών, ώστε ο κάθε επενδυτής, κυρίως δε ο κάθε καταναλωτής, να μπορεί να παράγει πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, να δικαιούται να την εκχέει στο δίκτυο, αλλά και να λαμβάνει ικανοποιητική αποζημίωση. Χρειαζόμαστε ένα ευέλικτο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, στηριζόμενο σε πολλά αποκεντρωμένα μικρά και μεγάλα συστήματα παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας, χρειαζόμαστε περισσότερο εξηλεκτρισμό της οικονομίας, την ηλεκτροκίνηση, τις αντλίες θερμότητας, κλπ., αλλά και εισαγωγή τεχνολογιών άμεσης χρήσης των ΑΠΕ στην πρωτογενή μορφή τους όπως π.χ. ηλιοθερμικά, βιομεθάνιο, βιομάζα, γεωθερμία κλπ. όπου τα περιθώρια είναι τεράστια και αναξιοποίητα.
Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει και μπορούν πλέον να είναι προσιτές στους καταναλωτές διότι οι ΑΠΕ παράγουν σήμερα ενέργεια με χαμηλότερο κόστος για την εθνική οικονομία από ό,τι τα ορυκτά καύσιμα.
Λόγω του ταχέως μειούμενου κόστους, της ποικιλότητας και της λειτουργικής τους βιωσιμότητας, οι ΑΠΕ προσφέρουν ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό χωρίς την ανάγκη καταφυγής σε νέες καινοτομίες ή επικίνδυνες και επιβλαβείς πυρηνικές και ορυκτές τεχνολογίες. Δεδομένης της ανταγωνιστικότητας των τεχνολογιών ΑΠΕ θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα στην ατζέντα της εθνικής ενεργειακής πολιτικής η πλήρης κατάργηση των ορυκτών καυσίμων και των σχετικών επιδοτήσεων τους, με δίκαιο και ισορροπημένο τρόπο.
Κώστας Βαρλαμίτης
Οικονομολόγος, πρ. Πρόεδρος του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ)
Βασίλης Τσολακίδης
Βιοαρχιτέκτονας, πρ. Πρόεδρος Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ)
Οικονομολόγος, πρ. Πρόεδρος του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ)
Βασίλης Τσολακίδης
Βιοαρχιτέκτονας, πρ. Πρόεδρος Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ)
Πηγή: b2green.gr
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω