Διευκρινιστικό Σημείωμα από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Όλοι οι άνθρωποι που μετακινούνται μεταξύ χωρών δικαιούνται πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους. Υπάρχουν ωστόσο διάφοροι λόγοι και κίνητρα που αναγκάζουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και συνεπώς διαφορετικές διεθνείς νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν και ισχύουν για τους ανθρώπους των οποίων οι ζωές ήταν, είναι ή μπορεί να είναι σε κίνδυνο σε περίπτωση που επιστρέψουν στη χώρα τους.
Οι πρόσφυγες ορίζονται και προστατεύονται συγκεκριμένα από το διεθνές δίκαιο. Πρόκειται για άτομα που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους για να ξεφύγουν από διωγμούς, συγκρούσεις, βία, σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή άλλα γεγονότα που διαταράσσουν σοβαρά τη δημόσια τάξη, και αναζητούν ασφάλεια σε άλλη χώρα. Ως εκ τούτου, χρειάζονται «διεθνή προστασία» από άλλη χώρα, όταν η χώρα καταγωγής τους δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να τους προστατεύσει. Τα άτομα αυτά ασκούν ένα θεμελιώδες, οικουμενικό ανθρώπινο δικαίωμα - το δικαίωμα να ζητούν και να απολαμβάνουν άσυλο. Σύμφωνα με το διεθνές προσφυγικό δίκαιο, ένα άτομο είναι πρόσφυγας - και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόσφυγας - από τη στιγμή που πληροί αυτόν τον ορισμό, ακόμη και αν περιμένει την επίσημη αναγνώριση από τα κράτη ή την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Τα κράτη έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις απέναντι στους πρόσφυγες σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όπως:
Σε ορισμένες χώρες, οι πρόσφυγες μπορεί να έχουν πρόσβαση σε άλλες μορφές νόμιμης παραμονής, όπως σε συμφωνίες για την ελεύθερη κυκλοφορία, σε άδειες εργασίας ή φοιτητικές βίζες (θεωρήσεις εισόδου για σπουδές), οπότε μπορεί να επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση ασύλου. Παρ’ όλα αυτά, οι εναλλακτικές αυτές μορφές νόμιμης διαμονής δεν επηρεάζουν την ανάγκη ή το δικαίωμά τους για διεθνή προστασία.
Οι αιτούντες άσυλο είναι άτομα που σκοπεύουν να ζητήσουν ή αναμένουν απόφαση σχετικά με το αίτημά τους για διεθνή προστασία. Τα κράτη έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος φτάνει στα σύνορά τους αναζητώντας άσυλο μπορεί να εισέλθει στο έδαφός τους, να υποβάλει το αίτημά του και η υπόθεσή του να εξεταστεί δίκαια και αποτελεσματικά. Αν και δεν θα αναγνωριστεί τελικά κάθε αιτών άσυλο ως πρόσφυγας, κάθε αίτημα ασύλου που υποβάλλεται πρέπει να εξετάζεται δίκαια και αποτελεσματικά.
Οι μετανάστες δεν ορίζονται τόσο συγκεκριμένα από το διεθνές δίκαιο, αλλά ο όρος χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε άτομα που επιλέγουν να μετακινηθούν μεταξύ συνόρων, όχι λόγω άμεσων απειλών δίωξης, σοβαρής βλάβης ή θανάτου, αλλά αποκλειστικά για άλλους λόγους, όπως για εργασία, εκπαίδευση ή οικογενειακή επανένωση. Σε αυτή τους την απόφαση, μπορεί επίσης να υπεισέρχονται και άλλοι σύνθετοι παράγοντες, όπως το να θέλουν να ξεφύγουν από κακουχίες εξαιτίας περιβαλλοντικών καταστροφών, λιμού ή ακραίας φτώχειας.
Όσοι εγκαταλείπουν τη χώρα τους για τους λόγους αυτούς κανονικά δεν θα είχαν ανάγκη διεθνούς προστασίας, καθώς - σε αντίθεση με τους πρόσφυγες - θα συνέχιζαν, κατ’ αρχήν, να απολαμβάνουν την προστασία της χώρας τους όταν βρίσκονται στο εξωτερικό και όταν επιστρέφουν.
Αν και δεν πληρούν τα κριτήρια του ορισμού του πρόσφυγα, μπορεί οι μετανάστες να χρειάζονται βοήθεια και προστασία των δικαιωμάτων τους σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Όμως, προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί επίσης να δικαιούνται προστασία από την επιστροφή στη χώρα καταγωγής τους ή την απομάκρυνση από τη χώρα υποδοχής για λόγους που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όλο και περισσότερο σε όλο τον κόσμο παρατηρούνται «μικτές μετακινήσεις», όπου πρόσφυγες και μετανάστες ταξιδεύουν κατά μήκος των ίδιων διαδρομών μέσω χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων. Ενώ το νομικό τους καθεστώς και τα κίνητρά τους διαφέρουν, μπορεί να αντιμετωπίζουν παρόμοιους κινδύνους στη διαδρομή - συμπεριλαμβανομένης της βίας, της κακοποίησης και της εκμετάλλευσης από δίκτυα διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων, εγκληματίες, ενόπλους, άλλους κακοποιούς, ακόμη και συνοριοφύλακες ή άλλους αξιωματούχους.
Παρόλο που τέτοια περιστατικά και εμπειρίες που λαμβάνουν χώρα σε ταξίδια εκτός των χωρών καταγωγής δεν μετατρέπουν αυτόματα έναν «μετανάστη» σε «πρόσφυγα» (καθώς το καθεστώς του πρόσφυγα εξαρτάται από την αδυναμία του ατόμου να επιστρέψει στην πατρίδα του λόγω του κινδύνου, της βίας ή της βλάβης από την οποία διέφυγε), όλα τα κράτη πρέπει να υιοθετούν μια ανθρώπινη, βασισμένη στα δικαιώματα προσέγγιση όταν υποδέχονται ανθρώπους στα σύνορά τους. Πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα άτομα που χρήζουν διεθνούς προστασίας (πρόσφυγες) θα μπορούν να έχουν ταχεία πρόσβαση στο άσυλο και ότι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων ή παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων - είτε πρόκειται για πρόσφυγες είτε για μετανάστες - θα εντοπίζονται και θα υποστηρίζονται άμεσα.
Η διεθνής κοινότητα έχει αναγνωρίσει εδώ και καιρό τη διάκριση μεταξύ προσφύγων και μεταναστών - από το κωδικοποιημένο σώμα νόμων που αναπτύχθηκε τον περασμένο αιώνα ειδικά για τους πρόσφυγες (η Σύμβαση του 1951 για τους Πρόσφυγες και το Πρωτόκολλο του 1967, καθώς και άλλα νομικά κείμενα, όπως η Σύμβαση του 1969 για τους Πρόσφυγες του ΟΑΕ), μέχρι την πιο πρόσφατη Διακήρυξη της Νέας Υόρκης για τους Πρόσφυγες και τους Μετανάστες και τα δύο ξεχωριστά πλαίσια που ενέπνευσε - το Παγκόσμιο Σύμφωνο για τους Πρόσφυγες και το Παγκόσμιο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση.
Η σύγχυση των δύο όρων έχει συνέπειες
Υπάρχει μια αυξανόμενη και ανησυχητική τάση στον δημόσιο λόγο, στα μέσα ενημέρωσης και στις στατιστικές εκθέσεις να χρησιμοποιείται ο όρος «μετανάστης» ως όρος - ομπρέλα τόσο για τους μετανάστες όσο και για τους πρόσφυγες. Αυτός ο συγκερασμός δεν είναι μόνο ανακριβής, αλλά μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τους ανθρώπους που χρειάζονται διεθνή προστασία.
Η ανακριβής αναφορά στους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο ως μετανάστες (ή ως «παράνομες» ή «λαθραίες» αφίξεις):
Για λόγους ακρίβειας, σαφήνειας και αποφυγής των συνεπειών της σύγχυσης των όρων, ο σωστός τρόπος αναγνώρισης των ειδικών, κρίσιμων αναγκών των ανθρώπων που βρίσκονται σε καταστάσεις μικτής μετακίνησης είναι να αναφερόμαστε σε «πρόσφυγες και μετανάστες». Αυτό επιτρέπει την ορθή αναγνώριση και μεταχείριση των εμπλεκομένων, διασφαλίζοντας ότι οι πρόσφυγες θα έχουν πρόσβαση στο άσυλο και οι ευάλωτοι μετανάστες θα λαμβάνουν την ειδική στήριξη που χρειάζονται. Γενικότερα, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες θα πρέπει να αναφέρονται συλλογικά ως «άτομα», «άνθρωποι» ή «άνθρωποι σε κίνηση».
[post_ads]
Οι πρόσφυγες ορίζονται και προστατεύονται συγκεκριμένα από το διεθνές δίκαιο. Πρόκειται για άτομα που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους για να ξεφύγουν από διωγμούς, συγκρούσεις, βία, σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή άλλα γεγονότα που διαταράσσουν σοβαρά τη δημόσια τάξη, και αναζητούν ασφάλεια σε άλλη χώρα. Ως εκ τούτου, χρειάζονται «διεθνή προστασία» από άλλη χώρα, όταν η χώρα καταγωγής τους δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να τους προστατεύσει. Τα άτομα αυτά ασκούν ένα θεμελιώδες, οικουμενικό ανθρώπινο δικαίωμα - το δικαίωμα να ζητούν και να απολαμβάνουν άσυλο. Σύμφωνα με το διεθνές προσφυγικό δίκαιο, ένα άτομο είναι πρόσφυγας - και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόσφυγας - από τη στιγμή που πληροί αυτόν τον ορισμό, ακόμη και αν περιμένει την επίσημη αναγνώριση από τα κράτη ή την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Τα κράτη έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις απέναντι στους πρόσφυγες σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όπως:
- Να διασφαλίζουν την πρόσβαση των προσφύγων στο έδαφός τους και τη δυνατότητα να αναζητούν άσυλο.
- Να μην τιμωρούν τους πρόσφυγες που διασχίζουν παράτυπα τα σύνορα (χωρίς άδεια ή τα απαιτούμενα έγγραφα) για να φτάσουν σε ασφαλές έδαφος. Δεν υπάρχει τίποτα παράνομο στην αναζήτηση ασύλου.
- Να διασφαλίζουν ότι τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα των προσφύγων γίνονται σεβαστά, προστατεύονται και τηρούνται.
- Να διασφαλίζουν ότι οι πρόσφυγες δεν απελαύνονται ή επιστρέφονται («επαναπροωθούνται») σε καταστάσεις όπου κινδυνεύει η ζωή ή η ελευθερία τους.
Σε ορισμένες χώρες, οι πρόσφυγες μπορεί να έχουν πρόσβαση σε άλλες μορφές νόμιμης παραμονής, όπως σε συμφωνίες για την ελεύθερη κυκλοφορία, σε άδειες εργασίας ή φοιτητικές βίζες (θεωρήσεις εισόδου για σπουδές), οπότε μπορεί να επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση ασύλου. Παρ’ όλα αυτά, οι εναλλακτικές αυτές μορφές νόμιμης διαμονής δεν επηρεάζουν την ανάγκη ή το δικαίωμά τους για διεθνή προστασία.
Οι αιτούντες άσυλο είναι άτομα που σκοπεύουν να ζητήσουν ή αναμένουν απόφαση σχετικά με το αίτημά τους για διεθνή προστασία. Τα κράτη έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος φτάνει στα σύνορά τους αναζητώντας άσυλο μπορεί να εισέλθει στο έδαφός τους, να υποβάλει το αίτημά του και η υπόθεσή του να εξεταστεί δίκαια και αποτελεσματικά. Αν και δεν θα αναγνωριστεί τελικά κάθε αιτών άσυλο ως πρόσφυγας, κάθε αίτημα ασύλου που υποβάλλεται πρέπει να εξετάζεται δίκαια και αποτελεσματικά.
Οι μετανάστες δεν ορίζονται τόσο συγκεκριμένα από το διεθνές δίκαιο, αλλά ο όρος χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε άτομα που επιλέγουν να μετακινηθούν μεταξύ συνόρων, όχι λόγω άμεσων απειλών δίωξης, σοβαρής βλάβης ή θανάτου, αλλά αποκλειστικά για άλλους λόγους, όπως για εργασία, εκπαίδευση ή οικογενειακή επανένωση. Σε αυτή τους την απόφαση, μπορεί επίσης να υπεισέρχονται και άλλοι σύνθετοι παράγοντες, όπως το να θέλουν να ξεφύγουν από κακουχίες εξαιτίας περιβαλλοντικών καταστροφών, λιμού ή ακραίας φτώχειας.
Όσοι εγκαταλείπουν τη χώρα τους για τους λόγους αυτούς κανονικά δεν θα είχαν ανάγκη διεθνούς προστασίας, καθώς - σε αντίθεση με τους πρόσφυγες - θα συνέχιζαν, κατ’ αρχήν, να απολαμβάνουν την προστασία της χώρας τους όταν βρίσκονται στο εξωτερικό και όταν επιστρέφουν.
Αν και δεν πληρούν τα κριτήρια του ορισμού του πρόσφυγα, μπορεί οι μετανάστες να χρειάζονται βοήθεια και προστασία των δικαιωμάτων τους σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Όμως, προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί επίσης να δικαιούνται προστασία από την επιστροφή στη χώρα καταγωγής τους ή την απομάκρυνση από τη χώρα υποδοχής για λόγους που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όλο και περισσότερο σε όλο τον κόσμο παρατηρούνται «μικτές μετακινήσεις», όπου πρόσφυγες και μετανάστες ταξιδεύουν κατά μήκος των ίδιων διαδρομών μέσω χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων. Ενώ το νομικό τους καθεστώς και τα κίνητρά τους διαφέρουν, μπορεί να αντιμετωπίζουν παρόμοιους κινδύνους στη διαδρομή - συμπεριλαμβανομένης της βίας, της κακοποίησης και της εκμετάλλευσης από δίκτυα διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων, εγκληματίες, ενόπλους, άλλους κακοποιούς, ακόμη και συνοριοφύλακες ή άλλους αξιωματούχους.
Παρόλο που τέτοια περιστατικά και εμπειρίες που λαμβάνουν χώρα σε ταξίδια εκτός των χωρών καταγωγής δεν μετατρέπουν αυτόματα έναν «μετανάστη» σε «πρόσφυγα» (καθώς το καθεστώς του πρόσφυγα εξαρτάται από την αδυναμία του ατόμου να επιστρέψει στην πατρίδα του λόγω του κινδύνου, της βίας ή της βλάβης από την οποία διέφυγε), όλα τα κράτη πρέπει να υιοθετούν μια ανθρώπινη, βασισμένη στα δικαιώματα προσέγγιση όταν υποδέχονται ανθρώπους στα σύνορά τους. Πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα άτομα που χρήζουν διεθνούς προστασίας (πρόσφυγες) θα μπορούν να έχουν ταχεία πρόσβαση στο άσυλο και ότι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων ή παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων - είτε πρόκειται για πρόσφυγες είτε για μετανάστες - θα εντοπίζονται και θα υποστηρίζονται άμεσα.
Η διεθνής κοινότητα έχει αναγνωρίσει εδώ και καιρό τη διάκριση μεταξύ προσφύγων και μεταναστών - από το κωδικοποιημένο σώμα νόμων που αναπτύχθηκε τον περασμένο αιώνα ειδικά για τους πρόσφυγες (η Σύμβαση του 1951 για τους Πρόσφυγες και το Πρωτόκολλο του 1967, καθώς και άλλα νομικά κείμενα, όπως η Σύμβαση του 1969 για τους Πρόσφυγες του ΟΑΕ), μέχρι την πιο πρόσφατη Διακήρυξη της Νέας Υόρκης για τους Πρόσφυγες και τους Μετανάστες και τα δύο ξεχωριστά πλαίσια που ενέπνευσε - το Παγκόσμιο Σύμφωνο για τους Πρόσφυγες και το Παγκόσμιο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση.
Η σύγχυση των δύο όρων έχει συνέπειες
Υπάρχει μια αυξανόμενη και ανησυχητική τάση στον δημόσιο λόγο, στα μέσα ενημέρωσης και στις στατιστικές εκθέσεις να χρησιμοποιείται ο όρος «μετανάστης» ως όρος - ομπρέλα τόσο για τους μετανάστες όσο και για τους πρόσφυγες. Αυτός ο συγκερασμός δεν είναι μόνο ανακριβής, αλλά μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τους ανθρώπους που χρειάζονται διεθνή προστασία.
Η ανακριβής αναφορά στους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο ως μετανάστες (ή ως «παράνομες» ή «λαθραίες» αφίξεις):
- Αποδίδει λανθασμένα το συγκεκριμένο νομικό καθεστώς τους.
- Παρεμποδίζει την πρόσβασή τους σε συγκεκριμένα μέτρα νομικής προστασίας – συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να διασχίζουν τα σύνορα για να ζητούν και να απολαμβάνουν άσυλο.
- Μειώνει την ευθύνη των κρατών - υποβαθμίζοντας τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις των κρατών που οφείλουν να σέβονται το δικαίωμά τους να ζητούν άσυλο χωρίς διακρίσεις και ανεξάρτητα από τον τρόπο άφιξης.
- Θέτει σε κίνδυνο τη ζωή και την ασφάλειά τους - με το να μην τους εντοπίζει στις μικτές μετακινήσεις και να μην τους παρέχει την προστασία που χρειάζονται, εκθέτοντάς τους σε νέο κίνδυνο.
- Απορρίπτει όσα έχουν βιώσει και τους κινδύνους που έχουν αντιμετωπίσει εξαιτίας του πολέμου, των συγκρούσεων και των διωγμών.
- Τροφοδοτεί την υποστήριξη πολιτικών κατά του ασύλου και των προσφύγων - όπως είναι η άρνηση πρόσβασης στο έδαφος και στο άσυλο, οι παράνομες αναγκαστικές επιστροφές (pushbacks) στην ξηρά και στη θάλασσα, η βία και η κακομεταχείριση στα σύνορα, οι επαναπροωθήσεις και οι προσπάθειες «εξωτερικής ανάθεσης» της διαδικασίας ασύλου (externalization).
Για λόγους ακρίβειας, σαφήνειας και αποφυγής των συνεπειών της σύγχυσης των όρων, ο σωστός τρόπος αναγνώρισης των ειδικών, κρίσιμων αναγκών των ανθρώπων που βρίσκονται σε καταστάσεις μικτής μετακίνησης είναι να αναφερόμαστε σε «πρόσφυγες και μετανάστες». Αυτό επιτρέπει την ορθή αναγνώριση και μεταχείριση των εμπλεκομένων, διασφαλίζοντας ότι οι πρόσφυγες θα έχουν πρόσβαση στο άσυλο και οι ευάλωτοι μετανάστες θα λαμβάνουν την ειδική στήριξη που χρειάζονται. Γενικότερα, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες θα πρέπει να αναφέρονται συλλογικά ως «άτομα», «άνθρωποι» ή «άνθρωποι σε κίνηση».
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω