Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΑΝΘΙΜΟΣ, προς τους ευσεβείς Ορθοδόξους Χριστιανούς της Επαρχίας μας
Ἀγαπητοὶ Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου,
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐλεύθερος. Ἦταν τὸ κορυφαῖο δημιούργημα τοῦ κόσμου, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν τὸ μόνο ἐλεύθερο. Μποροῦσε νὰ ἐπιλέξει ̇ ἢ θὰ ἐμπιστευόταν τὸν Δημιουργό Του καὶ θὰ παρέμενε ἑνωμένος μαζί Του, ὁπότε θὰ ζοῦσε τὴ «χωρὶς τέλος ζωὴ τοῦ Θεοῦ» ἢ δὲν θὰ τὸν ἐμπιστευόταν, ὁπότε ἡ Δημιουργία αὐτοδικαίως δὲν θὰ εἶχε λόγο ὕπαρξης.
Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε, δηλ. ἀστόχευσε̇ ἔκανε κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας του, δὲν ἐμπιστεύθηκε τὸν Θεό, δὲν ἐπέλεξε τὸ συμφέρον του. Ἐμπιστεύθηκε ἕνα ἄλλο κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ἀόρατο καὶ πνευματικὸ κόσμο, ποὺ καὶ ἐκεῖνο δὲν στάθηκε ἀντάξιο τῆς δικῆς του ἐλευθερίας. Ἔτσι ὁ κόσμος, ἀνίκανος νὰ ὑψωθεῖ στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶχε λόγο ὕπαρξης.
Ὁ Θεός, ἀντὶ νὰ ἐπαναφέρει τὴ Δημιουργία στὴν ἀνυπαρξία, ἔκανε κάτι ἄλλο. Ἐπέτρεψε τὴν πρόσκαιρη διάλυση τοῦ κόσμου, μὲ τὸν θάνατο. Ἔτσι, σεβάστηκε τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς ὅμως νὰ καταστρατηγήσει τὸ νόμιμο δικαίωμα ποὺ ἀπέκτησε ὁ διάβολος. Ὑποσχέθηκε τότε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος, κάποτε θὰ ἐπιστραφοῦν στὴν ἀρχική τους παραδείσεια τιμὴ καὶ δόξα.
Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ «καλὴ ὑπόσχεση» τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος ὁ ἴδιος. Ὄχι ὡς καρπὸς κάποιας ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας ἀλλὰ ὡς Υἱὸς τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ἡ Γέννησή Του, ἦταν ἐπιχείρηση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ξανα-δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος. Ἦταν ἡ ἔσχατη εὐκαιρία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιστρέψει πίσω, στὴν προτητερινή του κατάσταση.
Γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ. Στὰ παιδικά του χέρια βάσταζε σφιχτὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν προσέφερε δῶρο στοὺς ἀνθρώπους «καλῆς θελήσεως». Γεννήθηκε ἀναμάρτητος, ὁπότε ὁ θάνατος δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει καμμιὰ ἐξουσία ἐπάνω του.
Ἔζησε μαζί μας 33 χρόνια καὶ πέθανε στὸν Γολγοθᾶ. Στὰ ματωμένα, σταυρωμένα χέρια του, κρατοῦσε τὴν Ἀνάστασή μας. Ἦταν ἡ ὄντως ζωή, ὁπότε γεννήθηκε, ἔζησε καὶ πέθανε, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὴ χαρίσει σ’ἐμᾶς. Νίκησε τὸν κόσμο, πάτησε τὸν θάνατο καὶ μᾶς πρότεινε νὰ μένουμε διαρκῶς μαζί Του, ἐπειδὴ χωρὶς Ἐκεῖνον δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε.
Ἀγαπητοί μου,
Εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ἀπὸ τὴ Φάτνη τῆς Βηθλεέμ μέχρι τὸν Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ, περικλείεται ἡ μοίρα μας. Σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα τὴν παίζει στὰ ζάρια, δὲν τὴν ἀξιοποιεῖ σοβαρά. Γι’ αὐτὸ ζοῦμε φοβισμένοι καὶ πονᾶμε. Δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι «καλῆς θελήσεως», δὲν ἀποδεχόμαστε τὴν εἰρήνη Του. Καὶ ἡ ζωή μας δὲν λούζεται ἀπὸ τὸ λαμπρὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Ἆραγε, ὑπάρχει ἐλπίδα; Ναί! ἂν πάρουμε τὴ ζωή μας στὰ σοβαρὰ καὶ ἂν θελήσουμε νὰ τὴν ὀμορφύνουμε, τότε ὑπάρχει ἐλπίδα. Ἐμεῖς, οἱ οἰκογένειές μας καὶ ἡ κοινωνία μας, νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὰ σπλάχνα μας τὸ μαχαίρι ποὺ μπήξαμε. Νὰ πάρουμε ὁ καθένας τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ τηρήσουμε τὴ διδασκαλία Του καὶ νὰ ἀναζητήσουμε τὴν παρουσία Του.
Κανένας μας μὴν πεῖ: «τί ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμένα»! Ἐπειδή, τὸ φτωχὸ καὶ ἀδύναμο βρέφος τῆς Βηθλεέμ καὶ ὁ κατάδικος, αἱμόφυρτος νεκρὸς τοῦ Γολγοθᾶ, μᾶς φανερώνουν τελικά, ὅτι μαζί Του: μποροῦμε νὰ ἀναστρέψουμε τὸν κατήφορο. Μποροῦμε νὰ νικήσουμε τὴ ζωὴ καὶ νὰ τὴν κάνουμε παράδεισο. Αὐτὸ εἶναι στὸ χέρι μας, γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία θὰ ὑπάρχει στοὺς αἰῶνες.
Στὴν Ἐκκλησία δὲν φοβόμαστε τὸν Θεό, τὸν ζοῦμε σὰν Πατέρα μας. Ἐξοικειωνόμαστε μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους. Κατανοοῦμε τὴν εὐθύνη μας γιὰ τὸ περιβάλλον. Κρατιόμαστε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἄλλου. Χαιρόμαστε γιὰ ὅ,τι εἴμαστε, γιὰ ὅσα ἔχουμε. Ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸ καλύτερο, ὅμως χωρὶς μανία. Προφυλαγόμαστε ἀπὸ τὸ κακό, δὲν ἀπογοητευόμαστε καὶ προχωρᾶμε στὴ ζωή.
Ἐκκλησιαζόμαστε καὶ συναντᾶμε διαρκῶς τὸν Χριστό, συνάπτουμε μυστηριακὴ σχέση ἐμπιστοσύνης μαζί Του, κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του καὶ ἔτσι φυγαδεύουμε τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γινόμαστε θηρία, ποιός δὲν τὸ βλέπει; Μᾶς χρειάζεται νὰ εἰρηνεύσουμε. Καὶ τὴν εἰρήνη, σὰν κατάσταση πνευματική, τὴν ἐπαγγέλεται μόνο ὁ Χριστός.
Τὰ ἐφετινὰ Χριστούγεννα εἶναι ἄλλη μιὰ εὐκαιρία στὴ ζωή μας. Ἂς τὴν ἀξιοποιήσουμε. Ὄχι, ὅτι τὴ χρειάζεται ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε ἀνάγκη ἐμεῖς. Νὰ χαροῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος, προκειμένου νὰ ἀναγεννιόμαστε ἐμεῖς διαρκῶς. Ἂν βεβαίως τὸ θέλουμε. Γιατὶ ὁ Θεὀς τὸ ἐπιζητεῖ καὶ γι’αὐτὸ μένει πάντα, εὐεργετικὰ παρών, στὴν καθημερινότητά μας.
Σᾶς τὸ εὔχομαι, σὲ ἐσᾶς καὶ στὶς οἰκογένειές σας, Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ εὔχεσθε καὶ ἐσεῖς γιὰ μένα.
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐλεύθερος. Ἦταν τὸ κορυφαῖο δημιούργημα τοῦ κόσμου, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν τὸ μόνο ἐλεύθερο. Μποροῦσε νὰ ἐπιλέξει ̇ ἢ θὰ ἐμπιστευόταν τὸν Δημιουργό Του καὶ θὰ παρέμενε ἑνωμένος μαζί Του, ὁπότε θὰ ζοῦσε τὴ «χωρὶς τέλος ζωὴ τοῦ Θεοῦ» ἢ δὲν θὰ τὸν ἐμπιστευόταν, ὁπότε ἡ Δημιουργία αὐτοδικαίως δὲν θὰ εἶχε λόγο ὕπαρξης.
Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε, δηλ. ἀστόχευσε̇ ἔκανε κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας του, δὲν ἐμπιστεύθηκε τὸν Θεό, δὲν ἐπέλεξε τὸ συμφέρον του. Ἐμπιστεύθηκε ἕνα ἄλλο κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ἀόρατο καὶ πνευματικὸ κόσμο, ποὺ καὶ ἐκεῖνο δὲν στάθηκε ἀντάξιο τῆς δικῆς του ἐλευθερίας. Ἔτσι ὁ κόσμος, ἀνίκανος νὰ ὑψωθεῖ στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶχε λόγο ὕπαρξης.
Ὁ Θεός, ἀντὶ νὰ ἐπαναφέρει τὴ Δημιουργία στὴν ἀνυπαρξία, ἔκανε κάτι ἄλλο. Ἐπέτρεψε τὴν πρόσκαιρη διάλυση τοῦ κόσμου, μὲ τὸν θάνατο. Ἔτσι, σεβάστηκε τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς ὅμως νὰ καταστρατηγήσει τὸ νόμιμο δικαίωμα ποὺ ἀπέκτησε ὁ διάβολος. Ὑποσχέθηκε τότε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος, κάποτε θὰ ἐπιστραφοῦν στὴν ἀρχική τους παραδείσεια τιμὴ καὶ δόξα.
Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ «καλὴ ὑπόσχεση» τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος ὁ ἴδιος. Ὄχι ὡς καρπὸς κάποιας ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας ἀλλὰ ὡς Υἱὸς τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ἡ Γέννησή Του, ἦταν ἐπιχείρηση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ξανα-δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος. Ἦταν ἡ ἔσχατη εὐκαιρία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιστρέψει πίσω, στὴν προτητερινή του κατάσταση.
Γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ. Στὰ παιδικά του χέρια βάσταζε σφιχτὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν προσέφερε δῶρο στοὺς ἀνθρώπους «καλῆς θελήσεως». Γεννήθηκε ἀναμάρτητος, ὁπότε ὁ θάνατος δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει καμμιὰ ἐξουσία ἐπάνω του.
Ἔζησε μαζί μας 33 χρόνια καὶ πέθανε στὸν Γολγοθᾶ. Στὰ ματωμένα, σταυρωμένα χέρια του, κρατοῦσε τὴν Ἀνάστασή μας. Ἦταν ἡ ὄντως ζωή, ὁπότε γεννήθηκε, ἔζησε καὶ πέθανε, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὴ χαρίσει σ’ἐμᾶς. Νίκησε τὸν κόσμο, πάτησε τὸν θάνατο καὶ μᾶς πρότεινε νὰ μένουμε διαρκῶς μαζί Του, ἐπειδὴ χωρὶς Ἐκεῖνον δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε.
Ἀγαπητοί μου,
Εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ἀπὸ τὴ Φάτνη τῆς Βηθλεέμ μέχρι τὸν Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ, περικλείεται ἡ μοίρα μας. Σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα τὴν παίζει στὰ ζάρια, δὲν τὴν ἀξιοποιεῖ σοβαρά. Γι’ αὐτὸ ζοῦμε φοβισμένοι καὶ πονᾶμε. Δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι «καλῆς θελήσεως», δὲν ἀποδεχόμαστε τὴν εἰρήνη Του. Καὶ ἡ ζωή μας δὲν λούζεται ἀπὸ τὸ λαμπρὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Ἆραγε, ὑπάρχει ἐλπίδα; Ναί! ἂν πάρουμε τὴ ζωή μας στὰ σοβαρὰ καὶ ἂν θελήσουμε νὰ τὴν ὀμορφύνουμε, τότε ὑπάρχει ἐλπίδα. Ἐμεῖς, οἱ οἰκογένειές μας καὶ ἡ κοινωνία μας, νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὰ σπλάχνα μας τὸ μαχαίρι ποὺ μπήξαμε. Νὰ πάρουμε ὁ καθένας τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ τηρήσουμε τὴ διδασκαλία Του καὶ νὰ ἀναζητήσουμε τὴν παρουσία Του.
Κανένας μας μὴν πεῖ: «τί ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμένα»! Ἐπειδή, τὸ φτωχὸ καὶ ἀδύναμο βρέφος τῆς Βηθλεέμ καὶ ὁ κατάδικος, αἱμόφυρτος νεκρὸς τοῦ Γολγοθᾶ, μᾶς φανερώνουν τελικά, ὅτι μαζί Του: μποροῦμε νὰ ἀναστρέψουμε τὸν κατήφορο. Μποροῦμε νὰ νικήσουμε τὴ ζωὴ καὶ νὰ τὴν κάνουμε παράδεισο. Αὐτὸ εἶναι στὸ χέρι μας, γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία θὰ ὑπάρχει στοὺς αἰῶνες.
Στὴν Ἐκκλησία δὲν φοβόμαστε τὸν Θεό, τὸν ζοῦμε σὰν Πατέρα μας. Ἐξοικειωνόμαστε μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους. Κατανοοῦμε τὴν εὐθύνη μας γιὰ τὸ περιβάλλον. Κρατιόμαστε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἄλλου. Χαιρόμαστε γιὰ ὅ,τι εἴμαστε, γιὰ ὅσα ἔχουμε. Ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸ καλύτερο, ὅμως χωρὶς μανία. Προφυλαγόμαστε ἀπὸ τὸ κακό, δὲν ἀπογοητευόμαστε καὶ προχωρᾶμε στὴ ζωή.
Ἐκκλησιαζόμαστε καὶ συναντᾶμε διαρκῶς τὸν Χριστό, συνάπτουμε μυστηριακὴ σχέση ἐμπιστοσύνης μαζί Του, κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του καὶ ἔτσι φυγαδεύουμε τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γινόμαστε θηρία, ποιός δὲν τὸ βλέπει; Μᾶς χρειάζεται νὰ εἰρηνεύσουμε. Καὶ τὴν εἰρήνη, σὰν κατάσταση πνευματική, τὴν ἐπαγγέλεται μόνο ὁ Χριστός.
Τὰ ἐφετινὰ Χριστούγεννα εἶναι ἄλλη μιὰ εὐκαιρία στὴ ζωή μας. Ἂς τὴν ἀξιοποιήσουμε. Ὄχι, ὅτι τὴ χρειάζεται ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε ἀνάγκη ἐμεῖς. Νὰ χαροῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος, προκειμένου νὰ ἀναγεννιόμαστε ἐμεῖς διαρκῶς. Ἂν βεβαίως τὸ θέλουμε. Γιατὶ ὁ Θεὀς τὸ ἐπιζητεῖ καὶ γι’αὐτὸ μένει πάντα, εὐεργετικὰ παρών, στὴν καθημερινότητά μας.
Σᾶς τὸ εὔχομαι, σὲ ἐσᾶς καὶ στὶς οἰκογένειές σας, Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ εὔχεσθε καὶ ἐσεῖς γιὰ μένα.
Ὁ Μητροπολίτης σας
† Ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος
[post_ads]† Ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω